Αν υπάρχει ένας μουσικός που ενσαρκώνει την ελευθερία, την αυθεντικότητα και τη βαθιά, αρχετυπική σχέση με τον ρυθμό της ερήμου, αυτός είναι ο Brant Bjork. Είτε τον γνώρισες μέσα από τους Kyuss, τους FuManchu ή τις πολυσχιδείς σόλο κυκλοφορίες του, η ενέργειά του παραμένει αναλλοίωτη: λιτή, ακατέργαστη, καθαρή, σαν καυτός αέρας πάνω από την άσφαλτο.
Με αφορμή τις δύο εμφανίσεις του στην Ελλάδα, συνομιλήσαμε μαζί του για όλα όσα δεν ακούγονται από τα ηχεία, αλλά υπάρχουν πίσω απ’ την κάθε riff: τον άνθρωπο, το βίωμα, την αλήθεια.
DEPART: Σε έχουν περιγράψει ως “ο παλμός του desertrock.” Όταν ακούς αυτόν τον τίτλο, πώς τον εκλαμβάνεις; Ως πίεση, περηφάνια ή κάτι άλλο;
Brant Bjork: Είναι η πρώτη φορά που ακούω αυτόν τον τίτλο και το αρχικό μου συναίσθημα δεν είναι ούτε πίεση ούτε περηφάνια, αλλά μάλλον περιέργεια. Είναι ένας ενδιαφέρον τίτλος και θα τον καταλάβαινα καλύτερα αν κάποιος μου τον εξηγούσε. Μέχρι τότε, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να εκφράσω ταπεινά την ευγνωμοσύνη μου.
Τι ήταν αυτό στην έρημο που τη μετέτρεψε σε δημιουργικό "εκκολαπτήριο" για τόσο πρωτοποριακές μουσικές που θα προσμείγνυαν είδη δημιουργώντας ένα δικό τους;
Brant Bjork: Ίσως η απάντηση να κρύβεται στην ερώτησή σου. Το να αποκαλείς την έρημο “δημιουργικό εκκολαπτήριο” είναι πολύ εύστοχο για μένα. Ήταν αυτή η σκληρή απομόνωση της ερήμου, που γέννησε σε πολλά παιδιά μια πρωτόγονη ενέργεια, με τη μορφή απογοήτευσης, και αυτή η απογοήτευση εκφράστηκε και με καταστροφικούς τρόπους, όπως τα ναρκωτικά και η εγκληματικότητα, αλλά και με δημιουργικούς, όπως το skateboard και η μουσική. Η έρημος ήταν και είναι ένα ριζοσπαστικό μέρος.

Ένα ακραίο περιβάλλον, και ό,τι κάναμε αντανακλούσε αυτό το γεγονός. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά στην ουσία γιορτάζαμε την ύπαρξή μας σε ένα “ανεπιθύμητο” μέρος. Αποδεικνύαμε στον εαυτό μας και στους άλλους ότι έχουμε τον δικό μας “κόσμο”, τον δικό μας τρόπο, τη δική μας ιδιαίτερη κουλτούρα, και μπορεί να μην ήταν όμορφη, αλλά ήταν δική μας. Δεν υπήρχαν ξένοι. Πιστεύω ότι αυτή η στάση, που γεννήθηκε από την ακραία απομόνωση, μας έκανε να φτιάξουμε μουσική που έσπαγε τα καλούπια. Δεν υπήρχαν κανόνες στην έρημο, εκτός από έναν: έπρεπε να είσαι αυθεντικός. Έπρεπε να είσαι αληθινός. Τα είδη μουσικής δεν μας απασχολούσαν. Αρκεί να παίζεις αληθινή μουσική και να την παίζεις καλά.
Πέρα από τους δίσκους και τις περιοδείες, ποιο είναι το vibe που καθορίζει την εμπειρία “Brant Bjork”;
Το vibe που καθορίζει την εμπειρία Brant Bjork είναι αυτό του να μοιράζεσαι. Μοιράζομαι μουσική και λόγια που προκαλούν συναισθήματα σε μένα και στους άλλους.
Πολλές νεότερες μπάντες αναφέρουν τους Kyuss ή τη σόλο δουλειά σου ως βασική επιρροή. Αν είχες να δώσεις μία μόνο συμβουλή σε αυτά τα σχήματα, ποια θα ήταν;
Η συμβουλή μου είναι απλή: να διασκεδάζετε! Είτε η μπάντα είναι χόμπι, είτε φιλοδοξείτε να το κάνετε επάγγελμα, πρέπει πάντα να έχει την μορφή διασκέδασης. Πρέπει να παίρνεις χαρά όταν παίζεις τη μουσική σου. Απόλαυση. Αυτό δεν σημαίνει να μην την παίρνεις σοβαρά ή να είσαι αδιάφορος ως προς την ποιότητά της. Το αντίθετο. Παίρνω πολύ σοβαρά τη μουσική μου και νοιάζομαι βαθιά, γιατί πιστεύω ότι τα πάθη μας είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή.
Η διασκέδαση και η χαρά θα είναι πάντα η καρδιά του πάθους σου. Αν παίζεις μουσική ή είσαι σε μπάντα και δεν διασκεδάζεις, τότε δεν είναι αληθινή, δεν είναι αυθεντική εμπειρία, δεν είναι πραγματικό αυτό που συμβαίνει. Μην σπαταλάς τον χρόνο σου -ή των άλλων- με μουσική που δεν είναι αληθινή. Ο κόσμος δεν χρειάζεται άλλες μη αυθεντικές μπάντες. Πρέπει να είναι χαρά σου να παίζεις μουσική για σένα και τους άλλους. Δούλεψε σκληρά, αλλά να ξέρεις πως ο κόπος σου έχει σκοπό να εκφράσεις τη χαρά σου μέσω της μουσικής. Πρέπει να διασκεδάζεις!
Έχεις μιλήσει για την αγάπη σου για τον αναλογικό ήχο. Τι σημαίνει για σένα το “αναλογικό” πέρα από την εγγραφή σε μαγνητοταινία; Ως φιλοσοφία, αισθητική, ή ακόμα και τρόπο ζωής;
Brant Bjork: Καλή ερώτηση. Το “αναλογικό” για μένα σημαίνει “παλιός κόσμος” ή, χωρίς να ακουστεί ρηχό, “oldschool”. Δηλαδή ο τρόπος που γίνονταν τα πράγματα παλιά. Η γενιά μου είναι ενδιαφέρουσα, γιατί κυριολεκτικά γεφυρώσαμε το χάσμα ανάμεσα στον αναλογικό και τον ψηφιακό κόσμο. Μεγάλωσα χωρίς ίντερνετ, χωρίς smartphones, χωρίς τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία. Ζούσα σε έναν αναλογικό κόσμο. Έβλεπα τηλεόραση σε τεράστιες ασπρόμαυρες συσκευές με 12 κανάλια. Απαντούσα σε τηλέφωνα με καλώδιο στην κουζίνα.
Αγόραζα δίσκους και κασέτες, και τους έβαζα σε αναλογικά στερεοφωνικά στο δωμάτιό μου. Αναφέρομαι σε δίσκους μπαντών όπως οι Black Flag, Bad Brains, Metallica και Slayer και φυσικά δεν υπήρχε CD version αυτών των κυκλοφοριών γιατί -μάντεψε- δεν υπήρχε ακόμη το CD ως τεχνολογία. Όταν άρχισα να παίζω μουσική, όλα ήταν αναλογικά: ενισχυτές, ηχοσυστήματα, στούντιο. Ηχογραφούσαμε όπως ο Sinatra ή οι Sabbath και οι Zeppelin: σε ταινία 2 ιντσών, πιθανότατα τα ίδια μικρόφωνα και πολύ παρομοιες κονσόλες. Στον αναλογικό κόσμο ήταν σαν να ήσουν κυνηγός και συλλέκτης ταυτόχρονα.
Η δισκοθήκη μου ήταν ό,τι μπορούσα να βρω, σε αντίθεση με τα παιδιά σήμερα που έχουν την δική τους στο κινητό τους, τον υπολογιστή και τα streaming services. Π.χ., μου πήρε έναν χρόνο να βρω το Leave Home των Ramones. Albums όπως το Iron Fist των Motörhead τα άκουσα χρόνια μετά, γιατί δεν τα είχε κανείς και δεν υπήρχε τρόπος να τα βρω. Αν ήθελες πληροφορίες, πήγαινες στη βιβλιοθήκη ή αγόραζες περιοδικά. Άκουγα Black Flag για χρόνια χωρίς να ξέρω πώς μοιάζουν εμφανισιακά! Σήμερα, όποια μουσική σκεφτώ, μπορώ να τη βρω σε δύο λεπτά, από την παλάμη του χεριού μου. Όλη η γνώση είναι άμεσα προσβάσιμη και αυτό είναι σχεδόν σουρεαλιστικό. Για κάποιον γεννημένο το 2005, είναι αδιανόητο το πόσο τεράστια ήταν η μετάβαση όταν ο μουσικός κόσμος και όλος ο κόσμος γύρω μας έγιναν digital.
Ο αναλογικός κόσμος κινούταν πιο αργά και η μουσική αντανακλούσε αυτό. Ο σημερινός κόσμος κινείται τόσο γρήγορα που μοιάζει εξωπραγματικός. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν εκτιμώ την ψηφιακή τεχνολογία. Την εκτιμώ. Αλλά το αναλογικό θα είναι πάντα μέρος της ψυχής μου. Όπως κάποιοι Ιταλοί αγαπούν τα ζυμαρικά του σούπερ μάρκετ, αλλά λαχταρούν την εποχή που τα έφτιαχναν στο χέρι. Νιώθω τυχερός που μεγάλωσα στον αναλογικό κόσμο.
Έχεις συνεργαστεί με θρύλους, αλλά κι εσύ έχεις γίνει ένας. Υπήρξε κάποια στιγμή που το συνειδητοποίησες πραγματικά;
Brant Bjork: Ο καθένας έχει τη δική του ερμηνεία για το τι είναι “θρύλος”, αλλά για μένα είναι αδύνατο να σκέφτομαι έτσι τον εαυτό μου. Αυτό που αναγνωρίζω είναι ότι κάνω περιοδείες και ηχογραφώ από τα 16 μου και τώρα είμαι 52. Δεν ξέρω αν είμαι θρύλος, αλλά ξέρω ότι κάνω αυτό που αγαπώ εδώ και πολύ καιρό.
Τι σημαίνει για σένα “ελευθερία” πάνω στη σκηνή σήμερα, σε σχέση με όταν ήσουν 20 ετών;
Σήμερα, η ελευθερία στη σκηνή έρχεται με τη μορφή γνώσης. Ξέρω πως δεν έχω τίποτα άλλο να αποδείξω, ούτε στο κοινό ούτε στον εαυτό μου. Έχω αποδείξει την αξία μου, την αφοσίωσή μου, την αυθεντικότητά μου. Τώρα μπορώ να αφεθώ στη μουσική και να την απολαύσω πραγματικά.
Πόσο σημαντική είναι η σιωπή -κυριολεκτική ή συναισθηματική- στη διαδικασία σύνθεσης σου;
Η σιωπή είναι πολύ σημαντική, όχι μόνο στη σύνθεση, αλλά και στη ζωή μου γενικότερα. Χρειάζομαι καθημερινά ένα ποσοστό σιωπής. Είναι η διαλογιστική κατάσταση που σου επιτρέπει να ακούσεις τι λέει η καρδιά σου. Όλη η μουσική μου και οι στίχοι γεννιούνται από τη σιωπή.
Από το Jalamanta μέχρι την πιο πρόσφατη δουλειά σου, η δισκογραφία σου μοιάζει με κεφάλαια αυτοβιογραφίας. Τι ελπίζεις να "ακούσει" ο κόσμος μέσα από το έργο σου;
Σωστά τα λες! Ελπίζω να ακούσει την ιστορία ενός ανθρώπου που αναζητά την ψυχή και τη βρίσκει.
Μετά από δεκαετίες μουσικής, τι είναι αυτό που ακόμα σε εκπλήσσει όταν βάζεις την κιθάρα σου στον ενισχυτή, βρίσκεις ένα groove και αφήνεσαι;
Brant Bjork: Με εκπλήσσει ακόμα το γεγονός ότι μπορώ να βυθιστώ ακόμα πιο βαθιά μέσα στη μουσική. Μπορεί να παίζω ένα κομμάτι που παίζω πάνω από 20 χρόνια και να νιώθω ότι είναι καινούργιο. Δεν συμβαίνει κάθε βράδυ με κάθε τραγούδι, αλλά συμβαίνει συχνά και πάντα με εκπλήσσει. Είναι ένα υπέροχο συναίσθημα και δεν παλιώνει ποτέ. Με εκπλήσσει που η μουσική μου, μου υπενθυμίζει ότι έχει δική της ζωή.
Το Brant Bjork Trio εμφανίζεται τη Πέμπτη 19 Ιουνίου στο Gazarte στην Αθήνα και την Παρασκευή 20 Ιουνίου στο Eightball Club στην Θεσσαλονίκη.
Εισιτήρια προπωλούνται μέσω της more.com και του δικτύου καταστημάτων της.