Δεν είναι ακριβώς η μπάντα που θα έλεγες ότι την ξέχασε ο χρόνος. Θα μπορούσες να τους περιγράψεις ως το συγκρότημα που συνέχισε να υπάρχει χωρίς να χρειάζεται να στο υπενθυμίζει διαρκώς. Οι Hooters, με έδρα τη Philadelphia, μεσουράνησαν τη δεκαετία του ’80 με έναν ήχο που συνδύαζε folk, new wave και rock. Αλλά, σε αντίθεση με άλλους της εποχής τους, δεν έγιναν ποτέ household name. Κι όμως, τα τραγούδια τους ακούγονται ακόμα στα ραδιόφωνα και ζουν ριζωμένα στη μνήμη μιας γενιάς που αρνείται πεισματικά να τους ξεχάσει.

Οι περισσότεροι μπορούν να αναγνωρίσουν αμέσως τα “Johnny B” και “And We Danced“. Ή το “Day by Day“. Ή ακόμα και το αινιγματικό “All You Zombies“. Λίγοι όμως θυμούνται ποιο συγκρότημα τα έγραψε – ή τουλάχιστον κάποιο από αυτά. Ο Eric Bazilian, κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνιδρυτής των Hooters, αποδέχεται με χιούμορ αυτή την κατάσταση. Ένας άλλος που φάνηκε να μοιράζεται την ίδια απορία ήταν ο Bob Geldof, ο οποίος όταν είδε το όνομά τους στην αφίσα του Live Aid φέρεται να αναρωτήθηκε: «Who the fuck are The Hooters?».

Η απάντηση είναι περίπλοκη. Είναι οι ίδιοι που έπαιξαν στις 9:10 στο Live Aid μπροστά σε ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Είναι αυτοί που πούλησαν 150.000 αντίτυπα του πρώτου τους δίσκου, “Amore”, χωρίς να έχουν την υποστήριξη κάποιας μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας. Eίναι οι ίδιοι που έπαιξαν με τους Who, τους Clash και τον Santana. Κι όμως, παραμένουν cult. Όχι επειδή δεν τα κατάφεραν — αλλά επειδή τα κατάφεραν αλλιώς.

Το φαινόμενο Hootermania και ο ήχος του hooter

Πίσω από αυτό το “αλλιώς” υπάρχει σκληρή δουλειά. Οι Hooters κυριάρχησαν στη σκηνή της Philadelphia στα μέσα των ’80s — μια σκηνή που εκείνη την εποχή περιλάμβανε ονόματα όπως οι Robert Hazard and the Heroes, οι The A’s και οι Pretty Poison. Σε μια πόλη με βαριά μουσική παράδοση, από την soul του Gamble & Huff ως το punk του South Street, το να ξεχωρίσεις δεν ήταν εύκολο. Οι Hooters ξεπέρασαν τα night clubs και στόχευσαν σε νεότερο κοινό, κάνοντας συναυλίες σε λύκεια — μια στρατηγική που οδήγησε σε φαινόμενο Hootermania στη Νοτιοανατολική Pennsylvania. Δεν ήταν όμως μόνο στρατηγική. Ήταν και μουσική: ένα ιδιαίτερο μείγμα pop/rock με folk και reggae επιρροές, εμπλουτισμένο από τη χαρακτηριστική melodica, το όργανο που έδωσε το όνομα της μπάντας.

Οι Hooters, όμως, δεν ήταν η πρώτη τους απόπειρα. Οι Eric Bazilian και Rob Hyman είχαν ήδη δοκιμάσει την τύχη τους με τους Baby Grand, ένα συγκρότημα με πιο σύνθετο ήχο που ναι μεν απέσπασε καλές κριτικές αλλά δεν κατάφερε να κάνει κάποια εμπορική επιτυχία. Ο Bazilian και ο Hyman, και οι δύο με σπουδές στο University of Pennsylvania, αποφάσισαν να δοκιμάσουν κάτι πιο άμεσο. Να δημιουργήσουν ένα σχήμα που θα μπορούσε να γεμίζει συναυλιακούς χώρους και παράλληλα να παίζει σε σχολεία για μαθητές λυκείου. Και το πέτυχαν.

The Hooters: Ίσως underrated, σίγουρα αλησμόνητοι

Το “hooter” ήταν απλώς παρατσούκλι για τη melodica — ένα «ταπεινό» πνευστό που έγινε σήμα κατατεθέν του ήχου τους. Ο Bazilian έπαιζε κιθάρα, μαντολίνο, σαξόφωνο και, φυσικά, το hooter. Αυτότο μείγμα ήχου ίσως και να είναι ο λόγος που ποτέ τους δεν εντάχθηκαν σε κάποιο συγκεκριμένο ρεύμα. Έκανε, όμως, κάτι άλλο, τους χάρισε χαρακτήρα. Ένα ηχόχρωμα ζωντανό, αυθόρμητο, με ανθρώπινη ενέργεια και καθόλου ψηφιακή λάμψη.

Στο στούντιο, όμως, δεν έμειναν μόνο σε αυτό. Όταν ηχογραφούσαν ξανά το “All You Zombies” για το “Nervous Night“, ο παραγωγός Rick Chertoff τους είπε: «Σκεφτείτε τι θα έκανε ο Roger Waters». Το τραγούδι, που είχε γραφτεί πριν καν σχηματιστεί η μπάντα, απέκτησε νέα διάσταση: έγινε πιο ατμοσφαιρικό, πιο σκοτεινό και πιο προσεγμένο στην ενορχήστρωση — κάτι πολύ πέρα από τη φόρμα ενός τυπικού ραδιοφωνικού single.

Από το “Nervous Night” στις ευρωπαϊκές σκηνές

Η επιτυχία του δίσκου τούς έφερε σε θέση να διευρύνουν τον ήχο τους. Μετά από μια εκτεταμένη περιοδεία, ηχογράφησαν το “One Way Home” — έναν δίσκο με πιο folk διάθεση, νέα όργανα και επιρροές από όσα είχαν ζήσει στον δρόμο. Το “Johnny B” παραμένει αγαπημένο στους Γερμανούς fans, ενώ το “Satellite” τους έφερε στο ευρωπαϊκό προσκήνιο. Το 1987 εμφανίστηκαν στο Top of the Pops, γνώρισαν τον Paul McCartney και έκλεισαν τη χρονιά με συναυλία στο Spectrum της Philadelphia, σε ζωντανή μετάδοση από το MTV.

To “Zig Zag“, που κυκλοφόρησε το 1989, κινήθηκε σε πιο πολιτική κατεύθυνση. Περιείχε αναφορές στην καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων στην πλατεία Tiananmen, ενώ η διασκευή του “500 Miles” έγινε παγκόσμια επιτυχία. Όμως ο Bazilian θα παραδεχτεί αργότερα ότι ήταν ο δίσκος που θα ήθελε να είχε κάνει αλλιώς: πιο ροκ, πιο άμεσος. Στα ‘90s, το “Out of Body” ηχογραφήθηκε με λιγότερο σχεδιασμό και περισσότερο ένστικτο, φέρνοντας έναν πιο άμεσο, λιτό ήχο. Εκεί συναντούμε και το “Private Emotion“, που θα γινόταν αργότερα επιτυχία του Ricky Martin. Μαζί με τη Cyndi Lauper ηχογράφησαν το “Boys Will Be Boys“. Οι περιοδείες συνεχίστηκαν, ειδικά στην Ευρώπη, ενώ η μπάντα μπήκε στον πάγο σχεδόν μια δεκαετία μετά.

Η επιστροφή, η σπίθα και όσα δεν έγιναν με φασαρία

Κι ενώ το συγκρότημα απομακρύνθηκε από τα φώτα, ο Eric Bazilian δεν σταμάτησε. Έγραψε το “One of Us” για τη Joan Osborne και συνέχισε με solo δίσκους. Το 2001 έγινε η πρώτη επανένωση και μέχρι το 2007-08 επέστρεψαν με το “Time Stand Still“, έναν δίσκο με αναφορές σε όλα όσα είχαν δοκιμάσει μέχρι τότε — και μια συνειδητοποίηση πως η ουσία είναι στο να διατηρήσεις ζωντανή την αρχική σπίθα.

Κι αυτή η σπίθα, έτσι όπως είχε ανάψει στην πρώτη τους περίοδο, δεν ήρθε τυχαία. Ήταν οι ζωντανές τους εμφανίσεις που τους καθιέρωσαν. Ο μάνατζέρ τους, Steve Mountain, ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη σκηνική ταυτότητα: κάθε μέλος φορούσε παλτό διαφορετικού χρώματος, οι φωτογραφίσεις είχαν θεματική συνοχή και η εικόνα τους ήταν προσεγμένη, χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Αν και είχαν ήδη περάσει τα τριάντα, κατάφεραν να μιλήσουν σε εφηβικό κοινό — και το πέτυχαν. Η κυκλοφορία του “Amore”, η επιτυχία σε ραδιοφωνικό διαγωνισμό με εκατομμύρια συμμετοχές, και η τελική υπογραφή με την Columbia, συνέθεσαν ένα success story χτισμένο σε περιφέρειες, μαθητικά κοινά και ραδιοφωνικές λίστες. Όχι σε εξώφυλλα, όχι σε κάποιο τύπου υπερβολή.

Ο Eric Bazilian και ο Rob Hyman δεν σταμάτησαν ποτέ. Είτε πίσω από μεγάλα ονόματα είτε μέσα από πιο προσωπικές διαδρομές, συνέχισαν να γράφουν τραγούδια που «έβρισκαν στόχο». Το όνομα “The Hooters” μπορεί να μη βρέθηκε ποτέ στις λίστες των σημαντικότερων, αλλά πέρασε σε μέρη όπου τα εξώφυλλα δεν φτάνουν: σε ραδιόφωνα μικρών πόλεων, σε σχολικές κασέτες, σε αναμνήσεις που δεν χρειάζονται διαφημιστική καμπάνια. Κάποτε τους λέγαμε underrated. Ίσως, όμως, ήρθε η ώρα να τους δούμε αλλιώς: ως ένα συγκρότημα που δεν έπαιξε ποτέ το παιχνίδι της βιομηχανίας — και παρ’ όλα αυτά, κέρδισε. Ίσως γιατί το κοινό δεν στάθηκε ποτέ στο όνομά τους. Ήταν πάντα εκεί για τη μουσική τους.

Artist: Sober On Tuxedos

Album: Good Intentions

Label: Heaven Music

Release Date: 11/12/2020

Genre: Nu Metal, Metalcore

Share.
Χρησιμοποιούμε cookies για να εξατομικεύουμε το περιεχόμενο και τις διαφημίσεις, να παρέχουμε λειτουργίες κοινωνικών μέσων και να αναλύουμε την επισκεψιμότητά μας. Μοιραζόμαστε επίσης πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του ιστότοπού μας με συνεργάτες μας στα κοινωνικά μέσα, τη διαφήμιση και την ανάλυση δεδομένων. View more
Cookies settings
Αποδοχή
Απόρριψη
Πολιτική Απορρήτου
Privacy & Cookies policy
Cookie nameActive

Όροι Χρήσης

Η εταιρεία DEPART (εφεξής «Εταιρεία»), ιδιοκτήτρια του παρόντος διαδικτυακού τόπου (εφεξής «Διαδικτυακός Τόπος»), προσφέρει τις υπηρεσίες της υπό τους κάτωθι όρους χρήσης. Η Εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να ενημερώνει ή να τροποποιεί τους όρους χρήσης οποτεδήποτε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. Παρακαλείστε να ελέγχετε τακτικά τους όρους χρήσης για τυχόν αλλαγές.Η χρήση του Διαδικτυακού Τόπου συνιστά αποδοχή των παρακάτω όρων.

1. Χρήση του Διαδικτυακού Τόπου

Η πρόσβαση και η χρήση του Διαδικτυακού Τόπου υπόκεινται στους παρόντες όρους χρήσης. Οι χρήστες οφείλουν να διαβάσουν προσεκτικά τους όρους αυτούς. Σε περίπτωση που δεν συμφωνούν, καλούνται να μην κάνουν χρήση των υπηρεσιών ή του περιεχομένου του Διαδικτυακού Τόπου.

2. Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας

Όλο το περιεχόμενο του Διαδικτυακού Τόπου, συμπεριλαμβανομένων κειμένων, γραφικών, εικόνων και αρχείων, αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του DEPART και προστατεύεται από την ελληνική και διεθνή νομοθεσία. Η αναπαραγωγή, διανομή, τροποποίηση ή χρήση του περιεχομένου για εμπορικούς σκοπούς απαγορεύεται χωρίς την έγγραφη άδεια της Εταιρείας.Επιτρέπεται η αποθήκευση και χρήση τμημάτων του περιεχομένου αποκλειστικά για προσωπική και μη εμπορική χρήση, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται η ένδειξη προέλευσης από τον Διαδικτυακό Τόπο.

3. Ευθύνη Χρήστη

Οι χρήστες φέρουν την ευθύνη για οποιαδήποτε ζημία προκαλείται στον Διαδικτυακό Τόπο ή στην Εταιρεία λόγω αθέμιτης ή κακής χρήσης του περιεχομένου ή των υπηρεσιών του.

4. Περιορισμός Ευθύνης

To DEPART δεν φέρει ευθύνη για οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση ζημία προκύψει από τη χρήση του Διαδικτυακού Τόπου. Το περιεχόμενο παρέχεται «ως έχει» και χωρίς εγγύηση ως προς την ακρίβεια, την πληρότητα ή τη διαθεσιμότητά του. Η Εταιρεία δεν εγγυάται ότι οι υπηρεσίες θα παρέχονται αδιάλειπτα ή χωρίς σφάλματα.

5. Υπερσύνδεσμοι (Links)

Ο Διαδικτυακός Τόπος ενδέχεται να περιέχει συνδέσμους προς άλλους ιστότοπους. Το DEPART δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο, τις υπηρεσίες ή την πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων των ιστότοπων αυτών. Ο χρήστης έχει την ευθύνη να ενημερώνεται για τους όρους χρήσης των εν λόγω ιστότοπων.

6. Cookies

Ο Διαδικτυακός Τόπος ενδέχεται να χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της εμπειρίας πλοήγησης. Ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει τον περιηγητή του ώστε να απορρίπτει τα cookies ή να ειδοποιείται για τη χρήση τους. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο privacy@depart.gr.

7. Εφαρμοστέο Δίκαιο και Δικαιοδοσία

Οι παρόντες όροι διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Οποιαδήποτε διαφορά προκύψει από τη χρήση του Διαδικτυακού Τόπου, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας.

Επικοινωνία

Για οποιαδήποτε ερώτηση ή ζήτημα που άπτεται νομικών ή ηθικών θεμάτων, μπορείτε να επικοινωνήσετε με την Εταιρεία μέσω email στο privacy@depart.gr.
Save settings
Cookies settings
Exit mobile version