Όταν ο Andrew Garfield φόρεσε τη στολή του Spider-Man στις αρχές της δεκαετίας του 2010, η πρόκληση ήταν ξεκάθαρη: να δώσει στον Peter Parker μια νέα πνοή, ακολουθώντας δύο εμβληματικές ταινίες και μία ερμηνεία που ήδη είχε κατακτήσει το κοινό. Αντί όμως να επαναλάβει την πορεία που είχε χαράξει ο Tobey Maguire, ο Garfield έδωσε μια ερμηνεία γεμάτη συναίσθημα και αληθινή ευαλωτότητα. Ο δικός του Spider-Man ήταν πέρα από ήρωας, και ο νεαρός που πάλευε να βρει τον εαυτό του μέσα σε μια θύελλα από απώλειες, ευθύνες και αμφιβολίες.
Τα ακροβατικά είχαν μια ιδιαίτερη, ρευστή κινησιολογία που έδινε την αίσθηση ενός Spider-Man πιο εκφραστικού.
Η φυσική του ερμηνεία έκανε τον Peter Parker να μοιάζει πιο ρεαλιστικός και προσιτός. Οι ατάκες του είχαν συχνά μια γνήσια αμηχανία, οι εκφράσεις του έδειχναν πραγματικό πόνο, ενώ η χημεία του με την Emma Stone ως Gwen Stacy πρόσθεσε μια συγκινητική διάσταση που ελάχιστες υπερηρωικές ταινίες έχουν πετύχει. Σε αντίθεση με άλλες εκδοχές, η ιστορία του Garfield δεν δίστασε να δείξει έναν Spider-Man που καταρρέει, αλλά σηκώνεται με δυσκολία, χωρίς να ξεχνά τον πόνο που κουβαλά.
Η απώλεια της Gwen στο “The Amazing Spider-Man 2” έγινε το σημείο καμπής για τον χαρακτήρα του. Η σκηνή ήταν μια ωμή απεικόνιση του πώς ένας υπερήρωας μπορεί να αποτύχει με τον πιο σκληρό τρόπο. Αυτή η στιγμή βάρυνε ολόκληρη την εικόνα του Garfield ως Spider-Man, χαρίζοντάς του μια μοναδική συναισθηματική βαρύτητα που σπάνια βλέπουμε σε blockbusters. Το κοινό είδε έναν ήρωα που, παρά την υπερδύναμή του, δεν μπορούσε να προστατεύσει τους ανθρώπους που αγαπούσε πάντα.

Η κινηματογραφική αισθητική των ταινιών του Garfield ξεχώρισε επίσης. Η σκηνοθεσία εστίασε σε πιο κοντινές, προσωπικές λήψεις, αφήνοντας το βλέμμα του ηθοποιού να μεταφέρει συναισθήματα χωρίς λόγια. Τα ακροβατικά και οι σκηνές δράσης είχαν μια ιδιαίτερη, ρευστή κινησιολογία που έδινε την αίσθηση ενός Spider-Man πιο εκφραστικού και λιγότερο μηχανικού. Το αποτέλεσμα ήταν μια εκδοχή που παρέμενε πιστή στη φιλοσοφία του ήρωα, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε νέα και προσωπική.
Η σχέση του Garfield με το κοινό δεν τελείωσε με το τέλος της δεύτερης ταινίας. Αντίθετα, η διακοπή της σειράς δημιούργησε μια αίσθηση ανολοκλήρωτου, αφήνοντας τους θαυμαστές να αναρωτιούνται πώς θα εξελισσόταν ο χαρακτήρας του. Ήταν μια σπάνια περίπτωση όπου η λατρεία του κοινού συνέχισε να μεγαλώνει μετά την τελευταία εμφάνιση, τροφοδοτώντας θεωρίες, fan edits και εκκλήσεις για επιστροφή.
Αυτή η επιστροφή ήρθε τελικά με το “Spider-Man: No Way Home”. Στην ταινία, ο Garfield επανεμφανίστηκε πέρα από ένα νοσταλγικό πέρασμα, για να δώσει closure σε μια αφήγηση που είχε μείνει ανοιχτή. Η στιγμή που σώζει τη MJ, αντικαθιστώντας το τραγικό αποτέλεσμα της Gwen Stacy, ήταν μια λύτρωση που κουβαλούσε βάρος χρόνων. Εκεί, ο δικός του Spider-Man φάνηκε να βρίσκει μια εσωτερική ειρήνη, σαν να είχε απαλλαγεί από το βάρος της πιο μεγάλης του αποτυχίας.
Ο Garfield έδωσε μια ερμηνεία γεμάτη συναίσθημα και αληθινή ευαλωτότητα.
Η πορεία του Andrew Garfield ως Spider-Man μπορεί να ήταν μικρότερη σε διάρκεια σε σχέση με άλλες εκδοχές, αλλά το συναισθηματικό της αποτύπωμα παραμένει τεράστιο. Μέσα από δύο ταινίες και μία καθοριστική επιστροφή, κατάφερε να αφήσει πίσω έναν ήρωα που δεν φοβόταν να δείξει το πιο ευάλωτο κομμάτι του. Και αυτό είναι ίσως το πιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να δώσει ποτέ σε έναν υπερήρωα.