Υπάρχουν δύο άλμπουμ που κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει όταν μιλά για τους Avenged Sevenfold: το “City of Evil” (2005) και το “Nightmare” (2010). Το πρώτο προκάλεσε έκπληξη και ένταση όταν το συγκρότημα άφησε πίσω του τις metalcore ρίζες. Το δεύτερο, στιγματισμένο από την απώλεια του The Rev, θεωρείται συχνά η πιο συναισθηματικά φορτισμένη δουλειά τους. Αλλά τι συμβαίνει αν αφαιρέσουμε το hype και την κληρονομιά τους; Στέκονται όντως ως σπουδαίοι δίσκοι, ή είναι τελικά πιο θορυβώδεις απ’ ό,τι ουσιαστικοί;
Αρχικά να θέσσουμε το πλαίσιο. Δε μιλάμε για δύο οποιουσδήποτε δίσκους. Το “City of Evil” κυκλοφόρησε όταν το MTV είχε ακόμα ισχύ, το MySpace έφτιαχνε σταρς (ναι, υπήρξε τέτοια εποχή), και τα βιντεοπαιχνίδια όπως το “Guitar Hero” όριζαν ολόκληρες μουσικές διαδρομές. Ο δίσκος πούλησε πάνω από 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και έγινε πλατινένιος στις ΗΠΑ, εκτοξεύοντας το όνομα των Avenged Sevenfold στα μεγάλα stages. Η κιθαριστική επίδειξη δεν ήταν γραφική· ήταν διαβατήριο.
Το “Nightmare”, πέντε χρόνια αργότερα, βγήκε σε μια εποχή που το metalcore είχε ήδη φθαρεί, το emo είχε καταρρεύσει, και το YouTube καθόριζε μια νέα αισθητική που περιστρεφόταν γύρω από το πένθος, τον θυμό και την ανάγκη για εκτόνωση. Μέσα στον πρώτο μήνα κυκλοφορίας του, πούλησε πάνω από 500.000 αντίτυπα και έφτασε στο #1 του Billboard 200—κάτι που για metal συγκρότημα το 2010 δεν ήταν καθόλου αυτονόητο.
Οπότε ίσως αυτό είναι το πρώτο σοβαρό ερώτημα: γιατί συνεχίζουμε να μιλάμε για αυτά τα δύο άλμπουμ; Γιατί ακόμα και σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, το “City of Evil” εξακολουθεί να κυκλοφορεί σε TikTok mashups, ενώ το “Nightmare” λειτουργεί σαν ψυχολογικό καταφύγιο; Πώς καταφέρνουν αυτά τα άλμπουμ των Avenged Sevenfold να επιβιώνουν σε playlists γενιών που δεν άκουσαν ποτέ τον The Rev ζωντανά;
Το “City of Evil” ήταν η πιο χτυπητή αλλαγή των Avenged Sevenfold. Ta growls έμειναν πίσω, και ο M. Shadows υιοθέτησε μια πιο κλασική hard rock προσέγγιση, άλλοτε επιβλητική, άλλοτε εξαντλητικά φορτωμένη. Οι κιθάρες όμως είναι το κέντρο βάρους: με ταχύτητα και ακραία ακρίβεια, φέρνουν το σήμα κατατεθέν του άλμπουμ. Το δίδυμο Gates/Vengeance συνθέτει ένα σύμπαν ηχητικών στρώσεων, που ξεκινούν από Maiden και φτάνουν μέχρι neoclassical metal. Το μπάσο, πιο παραδοσιακό και θαμμένο, μοιάζει σχεδόν να λειτουργεί ως διακριτικός καμβάς πίσω από τη βιτρίνα. Και παρότι ο ήχος τους δείχνει καθαρότερος, ο σκοπός παραμένει ασαφής: μετωπική heavy metal ανανέωση ή υβρίδιο φτιαγμένο για την arena;
Από την άλλη, το “Nightmare” είναι φορτωμένο με το βάρος της απώλειας – και όχι μόνο επειδή το όνομα του The Rev πλανάται πάνω του. Είναι δίσκος που προσπαθεί να δώσει νόημα στο τραύμα, χωρίς να βουλιάξει σε αυτό. Ο Mike Portnoy που συμμετέχει, δεν επιχειρεί να μιμηθεί τον The Rev, ακολουθεί τις αρχικές του γραμμές με σεβασμό και προσθέτει λεπτότητα εκεί που χρειάζεται. Τα “Save Me” και “Fiction” ξεχωρίζουν ακριβώς επειδή αποφεύγουν κάθε επιτήδευση. Είναι τραγούδια που λένε όσα χρειάζεται χωρίς περιττές φιοριτούρες. Το “Nightmare” είναι, στο σύνολό του, ο ήχος μιας μπάντας που παίζει γνωρίζοντας πως κάτι έχει αλλάξει οριστικά.
Κι αν όλα αυτά ακούγονται γενικά, ας δούμε σε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές τους. Το “Bat Country” είναι ένα ξέσπασμα ενέργειας, εμπνευσμένο από τον σουρεαλισμό του Hunter S. Thompson, με κιθαριστικά leads που λειτουργούν σαν καλειδοσκόπιο: τεχνικά και απόλυτα συντονισμένα με την παράνοια του στίχου. Το “Buried Alive”, από την άλλη, έχει εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Ξεκινά εσωστρεφές, σχεδόν ντροπαλό, και εξελίσσεται σε σοκαριστική εξομολόγηση.
Η θεατρικότητα του “Beast and the Harlot” και οι βιβλικές του αλληγορίες μοιάζουν με σαφή πρόθεση σοκ. Το “Nightmare” έχει κι αυτό υπερβολή, αλλά πιο συγκρατημένη, που απλώς αποτυπώνει όσα ζυμώθηκαν μετά την απώλεια. Στον έναν δίσκο η κόλαση είναι σκηνικό. Στον άλλον, είναι εμπειρία. Kαι τα δύο Avenged Sevenfold. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις δύο μεγάλες μπαλάντες: το “Seize the Day” μοιάζει φτιαγμένο για να προκαλέσει συγκίνηση, ενώ το “So Far Away” απλώς την εκφράζει χωρίς προσπάθεια. Το πρώτο παίζει με την εικόνα του πόνου· το δεύτερο τον κουβαλά και δείχνει τι μένει όταν όλα έχουν ήδη χαθεί.
Ακόμα και στα πιο παραγνωρισμένα κομμάτια, οι προθέσεις είναι ξεκάθαρες. Το “Sidewinder” στο τέλος του “City of Evil” ξεφεύγει από την τυπική νόρμα με flamenco περάσματα και δομή που παραπέμπει σε prog. Το “Save Me” στο “Nightmare” επιλέγει μια πιο απλή διαδρομή, με διάρκεια και πλοκή που δείχνουν τη μπάντα να προσπαθεί να πει όσα δεν ειπώθηκαν αλλιώς. Και τα δύο λειτουργούν ως καταληκτικά σημεία: όχι σαν κλείσιμο, αλλά σαν κάτι που μένει λίγο ακόμη αφού τελειώσει ο δίσκος.
Το “City of Evil” ήταν ο δίσκος που έκανε πολλούς από αυτούς που το έζησαν real time να πιάσουν μία κιθάρα. Ήταν φανταχτερός, γεμάτος χρώμα και αυτοπεποίθηση, με την ιδέα ότι ένα solo μπορεί να σε σώσει από τη βαρεμάρα. Το “Nightmare” ήταν αυτό που σε κράτησε. Ήταν ο καθρέφτης των πρώτων απωλειών: ενός φίλου, μιας σταθερότητας, μιας αθωότητας. Και ίσως αυτό είναι το πιο σημαντικό που κατάφεραν: δεν έδειξαν μόνο πώς να παίζεις, αλλά και γιατί να συνεχίσεις. Τελικά λένε κάτι αυτοί οι δύο δίσκοι; Ναι. Απλώς δεν λένε το ίδιο με αυτό που πίστευες στα 15 σου. Και αυτό έχει τη μεγαλύτερη αξία.