Blade: The Series | Στη σκιά του μύθου του Wesley Snipes
Όταν το “Blade: The Series” έκανε πρεμιέρα το 2006, οι προσδοκίες ήταν πολύ υψηλές. Άλλωστε, βασιζόταν σε έναν από τους χαρακτήρες που έθεσαν τις βάσεις για τη μετέπειτα κυριαρχία του MCU. Ωστόσο, ενώ οι αρχικές ταινίες “Blade” – οι δύο πρώτες βασικά – έθεσαν τα πρότυπα για τις ταινίες δράσης και τρόμου με υβριδικούς αντιήρωες, η τηλεοπτική προσαρμογή αντιμετώπισε εμπόδια από την αρχή. Το αποτέλεσμα; Μία δημιουργία γεμάτη υποσχέσεις, αλλά που τελικά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη σκιά του κινηματογραφικού Μεροβάτη.
Πριν αναλύσουμε γιατί η σειρά δεν τα κατάφερε, ας δούμε πρώτα πώς ήταν διαμορφωμένο το τηλεοπτικό σκηνικό εκείνης της εποχής. Στα μέσα των ‘00s, τα τηλεοπτικά δίκτυα των ΗΠΑ βασίζονταν σε θεματικές – κατά βάση πρωτότυπες – που μπορούσαν να μαγνητίσουν το ενήλικο κοινό σε μία σειρά. Το Spike TV, στοχεύοντας αυτή τη δημογραφική ομάδα, πόνταρε στην αναγνωρισιμότητα του Blade για να εδραιώσει την είσοδό του στον χώρο των σειρών.
Ωστόσο, η μετάβαση από τις ταινίες στην εβδομαδιαία τηλεόραση απαιτούσε κάτι παραπάνω από ένα αναγνωρίσιμο όνομα. Οι αρχικές ταινίες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία χάρη στη χαρισματική παρουσία του Wesley Snipes, την άρτια σκηνοθετημένη δράση και τον μοναδικό συνδυασμό τρόμου με ενέργεια κόμικ. Αντίθετα, η τηλεοπτική σειρά δυσκολεύτηκε να βρει τη δική της ταυτότητα, ζώντας διαρκώς στη σκιά των προκατόχων της.
Νέος Blade, νέες φιλοδοξίες, χαμένη ταυτότητα
Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές ήταν αυτή του πρωταγωνιστή. Ο Blade των ταινιών, με τον Wesley Snipes στον ρόλο, είχε γίνει σύμβολο ως μια σιωπηλή απειλή που εντυπωνόταν στο κοινό. Στη σειρά, όμως, το ρόλο ανέλαβε ο Kirk “Sticky Fingaz” Jones. Παρότι ο Jones προσέγγισε τον χαρακτήρα με πάθος, η μετάβαση από τον κινηματογράφο στην τηλεόραση δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η λιγομίλητη ερμηνεία που ταίριαζε στις ταινίες, δεν λειτούργησε το ίδιο καλά στη σειρά, όπου το κοινό περιμένει περισσότερες συναισθηματικές αποχρώσεις και εξέλιξη στους χαρακτήρες. Έτσι, ο νέος Blade, όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τη δυσθεώρητη σκιά του προκατόχου του.
Παρά τα μειονεκτήματά της, η σειρά δεν στερήθηκε φιλοδοξίας. Εκεί που οι ταινίες απλώς άφηναν να εννοηθεί η ύπαρξη ενός μυστικού κόσμου βαμπίρ, η τηλεοπτική εκδοχή επιχείρησε να χτίσει έναν ολόκληρο, λεπτομερή υπόκοσμο. Η πλοκή δεν περιορίστηκε μόνο στον Blade, αλλά έφερε στο προσκήνιο και νέους χαρακτήρες, όπως την Krista Starr – μια πρώην στρατιωτικό – και τον Shen, έναν σύμμαχο με τεχνολογικές γνώσεις. Η σειρά προσπάθησε να διευρύνει το σύμπαν της, δίνοντας έμφαση στην πολιτική και τις αντιπαλότητες μεταξύ των διαφόρων φατριών των βαμπίρ.

Η πάλη για εξουσία στον κόσμο των βαμπίρ αποτέλεσε κεντρικό θέμα της σειράς. Η αντιπαράθεση μεταξύ «καθαρόαιμων» και «μεταμορφωμένων» (purebloods και turned) δημιούργησε ένα ταξικό σύστημα που θύμιζε εντάσεις της πραγματικής ζωής – μια φιλόδοξη, αλλά όχι πάντα συνεκτική, προσέγγιση. Το “Blade: The Series” επιχείρησε να εμβαθύνει σε αυτές τις αντιθέσεις, αλλά συχνά χανόταν σε υπερβολικές εξηγήσεις, προσπαθώντας να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην επέκταση της μυθολογίας και στη διατήρηση του αφηγηματικού ρυθμού.
Οι ασυνέπειες στη μυθολογία και οι χαμένες ευκαιρίες
Αυτό που ξενίζει περισσότερο στο “Blade: The Series” είναι η σύνδεσή του με το lore των ταινιών. Κομβικά σημεία – όπως η θεραπεία για τον βαμπιρισμό ή το τι συνέβη σε χαρακτήρες και μάχες – είτε αγνοήθηκαν, είτε τροποποιήθηκαν χωρίς καμία εξήγηση. Και ναι, χρειάζεται δημιουργική ελευθερία όταν μια ιστορία περνάει από τη μεγάλη οθόνη στη μικρή, αλλά οι ασυνέπειες αποσυντονίζουν. Και ξέρετε ποιο είναι το περίεργο; Η σειρά γράφτηκε από ανθρώπους που γνώριζαν το υλικό καλύτερα από τον καθένα, αφού είχαν εμπλοκή και με τις ταινίες. Κι όμως, αντί να στηριχτούν στη μυθολογία των φιλμ, συχνά την αγνοούσαν ή έκοβαν τη σύνδεση με όσα έκαναν τον Blade τόσο ξεχωριστό στην αρχική του μορφή.
Το “Blade: The Series” δεν επικεντρώθηκε μόνο στον εμβληματικό Μεροβάτη. Νέοι χαρακτήρες βγήκαν στο προσκήνιο, όμως το άνισο σενάριο τούς άφηνε συχνά ανολοκλήρωτους. Η Krista Starr, αν συν-πρωταγωνίστρια, δυσκολεύτηκε να σταθεί ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Ενώ τα κίνητρά της ήταν ξεκάθαρα, το σενάριο σπάνια της έδινε το βάθος που χρειαζόταν για να κρατήσει το ενδιαφέρον. Και στους δευτερεύοντες ρόλους, κυρίως στους βρικόλακες, υπήρχε δυναμική για ίντριγκα, αλλά οι περισσότερες ιστορίες τους είτε έμεναν στη μέση είτε ξεχνιούνταν εντελώς, αφήνοντας χαρακτήρες και πλοκές χωρίς πραγματική εξέλιξη.
Ένα από τα πραγματικά δυνατά σημεία της σειράς ήταν οι “κακοί”, που κατάφερναν πού και πού να κλέψουν την παράσταση με την παρουσία τους. Οι ίντριγκες ανάμεσα στους οίκους των βαμπίρ άφηναν υποσχέσεις για μια πλοκή πολλών επιπέδων, σχεδόν στα πρότυπα του Game of Thrones (υπερβάλλω λίγο, αλλά καταλάβατε τι θέλω να πω). Δυστυχώς, η σειρά δεν πρόλαβε να αξιοποιήσει πλήρως αυτήν τη δυναμική, κάτι που ίσως να συνέβαινε αν έπαιρνε το πράσινο φως για δεύτερη σεζόν.
After all, there will only ever be one Blade
Οι οπαδοί του Blade περίμεναν δυνατές σκηνές δράσης και η σειρά προσπάθησε να ανταποκριθεί, τουλάχιστον στα πρώτα επεισόδια. Παρ’ όλα αυτά, οι περιορισμοί του προϋπολογισμού άρχισαν να φαίνονται σχετικά νωρίς. Η χορογραφία των μαχών ήταν αξιοπρεπής, και αν τη συγκρίνουμε με άλλες τηλεοπτικές σειρές της εποχής, σε αρκετές περιπτώσεις ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Το πρόβλημα ήταν πως, λόγω του ονόματος Blade, η σύγκριση της ήταν με ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο prime Wesley Snipes – κι εκεί η σειρά δύσκολα μπορούσε να σταθεί αντάξια. Η επιλογή μιας πιο σκοτεινής αισθητικής κάποιες φορές επηρέασε τη σαφήνεια και την οπτική συνοχή. Αυτές οι αποφάσεις, αν και φιλόδοξες, δεν κατάφεραν πάντα να ξεπεράσουν τα όρια που έθετε η τηλεοπτική παραγωγή εκείνης της περιόδου – αν και με περισσότερο χρόνο και πόρους θα μπορούσαν ίσως να εξελιχθούν ακόμα περισσότερο.
Αυτό που κάνει την ιστορία του “Blade: The Series” ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι ότι εμφανίστηκε σε μια κομβική στιγμή για την τηλεόραση. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, σημειώθηκε έκρηξη σειριακών, πιο ώριμων προγραμμάτων, με σειρές όπως το “Battlestar Galactica” και το “Lost” να ανεβάζουν τον πήχη για τη θεματική τηλεόραση. Η τηλεοπτική μεταφορά του Blade είχε όλα τα απαραίτητα συστατικά για να πετύχει – έναν συναρπαστικό κόσμο, ήδη υπάρχουσα βάση θαυμαστών και πλούσιο υλικό – όμως δυσκολεύτηκε να ακολουθήσει την αφηγηματική πολυπλοκότητα και το υψηλό επίπεδο παραγωγής που είχαν καταφέρει άλλες σειρές της εποχής.
Σε τελική ανάλυση, το “Blade: The Series” υπήρξε ένα τολμηρό πείραμα που δεν δίστασε να ξεφύγει από τα συνηθισμένα της εποχής του – και αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσουμε. Ίσως η μονοτονία του να το κράτησε πίσω από άλλες σειρές που κατάφεραν να συνδυάσουν δράση, χιούμορ και ουσία, όμως άνοιξε τον δρόμο για μια πιο πολύπλοκη προσέγγιση στην τηλεοπτική φαντασία με βρικόλακες. Επιπλέον, μας θυμίζει ότι η μεταφορά ενός εμβληματικού ήρωα στη μικρή οθόνη δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση – ακόμη κι όταν πρόκειται για έναν που ξέρει καλά να κινείται στο σκοτάδι. Άλλωστε, όπως είπε και ο Wesley Snipes στο “Deadpool 3”, «There’s only been one Blade. There will only ever be one Blade». Και με τη νέα ταινία του MCU να έρχεται κάποια στιγμή, το ερώτημα επιστρέφει: θα καταφέρει ποτέ ο Blade να ξεφύγει από τη σκιά του Wesley Snipes;