Ανάμεσα στον ορυμαγδό των ταινιών με υπερήρωες που ξεκίνησε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας των ’00ς, κυρίως με την εισαγωγή του MCU και το Iron Man του 2008, έκανε την εμφάνισή του ένα ακόμα φιλμ. Κάπως μικρό και σχετικά χαμηλού προϋπολογισμού. Ωστόσο, κατάφερε να αφήσει σχεδόν απόλυτα ικανοποιημένο το target group του. Ο λόγος φυσικά στον “Dredd” του 2012, που είναι με διαφορά η ωραιότερη κομιξοταινία που λίγοι παρακολούθησαν.
Το εγχείρημα του Sylvester Stallone δεν πήγε πολύ καλά τη δεκαετία του ‘90 κι ας το αγαπάμε γιατί αποτέλεσε γι’ αρκετούς το εφαλτήριο ενασχόλησης με το διάσημο σατιρικό δικαστή. Το μεγάλο μπάτζετ υπήρξε, το καστ επίσης, η εκτέλεση, όμως, ήταν αρκετά χλιαρή. Σε σχέση πάντα με το τι θα μπορούσε να είναι, ειδικά στο κομμάτι του ίδιου της του πρωταγωνιστή. Ο Stallone μετάλλαξε τον Dredd κι από αντι-ήρωας, έγινε ο ήρωας που κερδίζει την ημέρα. Κι αν μπορούμε να συγχωρήσουμε το ότι έβγαλε το κράνος, το προφίλ που σκιαγράφησε σίγουρα είναι δυσκολοχώνευτο.
Και κάπου εδώ έρχεται ο Dredd με την πένα του Alex Garland (Ex Machina, Annihilation κ.α) και τη σκηνοθεσία του Pete Travis (Endgame, Vantage Point). Η προσέγγιση: Εντελώς διαφορετική από εκείνη της πρώτης ταινίας. Τα χρήματα άλλωστε δε βοήθησαν, το μπάτζετ της ήταν γύρω στα 30 εκ. δολάρια, οπότε ακολούθησε και το ανάλογο σενάριο. Η ταινία θυμίζει εν πολλοίς μία ανανεωμένη βερσιόν του “Escape from New York“, αν και πολλοί -κακώς- την συνέκριναν περισσότερο με το “The Raid” που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα.
Το “Dredd” του Alex Garland πολύ έξυπνα μασκαρεύει την έλλειψη μπάτζετ
Στο δυστοπικό μέλλον, οι μεγαλουπόλεις ασφυκτιούν από υπερπληθυσμό και εγκληματικότητα. Οι κάτοικοι ζουν σε μεγάλα κτήρια που χρησιμεύουν ως οικοδομικά τετράγωνα διακοσίων και βάλε ορόφων. Για να παταχθεί η εγκληματικότητα, το αστυνομικό σώμα έχει εξειδικευμένες αρμοδιότητες έτσι ώστε να είναι δικαστές, ένορκοι κι εκτελεστές. Και ο πιο τυπικός, είναι ο Dredd.
Η ταινία πολύ έξυπνα μασκαρεύει την έλλειψη μπάτζετ. Στήνει μία τυπική ιστορία, σαν να την έχει τραβήξει κατευθείαν από τις σελίδες του περιοδικού 2000AD, που φιλοξενεί τον Dredd από το 1977. Παρακολουθούμε το τεστ ετοιμότητας μιας αρχάριας υποψήφιας για το αξίωμα του Δικαστή, της Άντερσον (Olivia Thirlby).
Για κακή της τύχη, εκείνος που θα την αξιολογήσει είναι ο αλύγιστος Dredd του Karl Urban. Απέναντί τους έχουν μία συμμορία που έχει επιβάλλει lockdown στο κτίριο Peach Trees. Αρχηγός της συμμορίας, η Ma-Ma της Lena Headey. Και για να δραπετεύσουν οι δικαστές, θα πρέπει να καταδικάσουν την αρχηγό. Η απλή πλοκή, η σφιχτή δράση και ο ρυθμός που δε σταματάει δευτερόλεπτο λειτουργούν θετικά για το συγκεκριμένο φιλμ.
Η χρήση της κάμερας -είτε το δεις σε 2D, είτε 3D- είναι εντυπωσιακή, ειδικά στις σκηνές με το Slo-Mo. Δημιουργεί ιδιότυπους καμβάδες βίαιης ομορφιάς. Ο Dredd είναι σκληρό φιλμ, δεν διστάζει να δείξει την αγριότητα μιας μεταποκαλυπτικής κοινωνίας. Από κοντά και oι industrial μελωδίες του Paul-Leonard Morgan, που θυμίζουν πολύ έντονα τους ήχους του John Carpenter.
Το φιλμ πετυχαίνει ακριβώς επειδή αποφεύγει να παρουσιάσει τον Dredd με ωραιοποιημένο τρόπο
Παράλληλα, οι χαρακτήρες είναι πολύ κοντά στους “χάρτινους” αντίστοιχους, με τους Urban και Thirlby να πατάνε όλες τις σωστές νότες. Ο Urban ειδικά, αντιλαμβάνεται πλήρως τον χαρακτήρα. Συμμορφώνεται απόλυτα με τις επιταγές του και δεν βγάζει ποτέ, μα ποτέ το κράνος. Η προσέγγισή του θυμίζει περισσότερο τον Clint Eastwood, καθώς ο δημιουργός του κόμικ άντλησε βασική έμπνευση από τον Dirty Harry.
Η Thirlby πλάθει έναν αξιόμαχο χαρακτήρα, κάποιον που στο μέλλον θα είναι στο πλάι του Dredd ως επιφανές μέλος της PSI-Division. Από κοντά και η Lena Headey, εν μέσω Game of Thrones τότε, φτιάχνει μια αδίστακτη έμπορο ναρκωτικών. Εθισμένη και η ίδια στο Slo-Mo, ένα επιβραδυντικό ναρκωτικό που γαληνεύει για λίγο τους φρενήρεις ρυθμούς της Mega City-One.
Κι εδώ είναι ένα ακόμη πετυχημένο στοίχημα του φιλμ. Προσπαθεί να μην ωραιοποιήσει καθόλου τον Dredd στα μάτια των θεατών. Ακριβώς όπως ο Τζον Κάρπεντερ κάνει στην Απόδραση από τη Νέα Υόρκη, αφήνει το θεατή να δει τις γκρίζες περιοχές των χαρακτήρων. Δεν τους κολλάει ασπρόμαυρες ηθικές ταμπέλες καλού ή κακού. Ο Dredd δεν αναρωτιέται για το νόμο, είναι εκεί για να τον εκτελέσει. Ασχέτως αν είναι αυστηρός ή όχι.
Αντίστοιχα, η Ma-Ma θέλει να επιβληθεί απέναντι στο Νόμο των δικαστών και αυτό επιτάσσει ένα δικό της ηθικό κώδικα. Εντέλει κάπως εμπίπτει προς το κλείσιμο στο δίπολο καλού-κακού. Αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι το χιούμορ χάνεται σε λίγες μόνο ατάκες, εν αντιθέσει με το κόμικ που είναι διαποτισμένο σχεδόν σε κάθε καρέ με την περίφημη βρετανική ειρωνεία ενός πανκ περιοδικού όπως το 2000ad.
Και για εμάς, τους φαν της 2000ad μία αιώνια δίψα για να ξαναδούμε τον Urban με το περίφημο ανάποδο χαμόγελο του Dredd
Το χαμηλό μπάτζετ, η όχι και τόσο καλή προώθηση από πλευράς μάρκετινγκ, αλλά και η πιο ουδέτερη ηθικά πυξίδα, σε συνδυασμό με το νερωμένο πορτραίτο της ταινίας του Σταλλόνε, αποτελεί κυρίως τον λόγο που ο Dredd δεν περνάει πολύ καλά στην αγορά της Αμερικής. Είναι βρετανικό κόμικ, όπως επίσης το χιούμορ και οι υπερβολές του. Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι λίγο καιρό πριν την κυκλοφορία της, κυκλοφόρησε το πανομοιότυπο “The Raid” τότε γίνεται αντιληπτός ο λόγος που η ταινία πέρασε απαρατήρητη από το ευρύ κοινό.
Έμεινε ωστόσο ως χρόνια παρακαταθήκη για τους δημιουργούς του κόμικ. Τόσο ο John Wagner, όσο και ο Alan Grant έλεγαν πόσο την εκτιμούσαν ως μεταφορά σε σχέση με του 1995. Και για εμάς, τους φαν της 2000ad μία αιώνια δίψα για να ξαναδούμε τον Urban με το περίφημο ανάποδο χαμόγελο του Dredd. Ο ίδιος, ως τεράστιος φαν του κόμικ, θέλει. Μένει να δούμε αν θα γίνει εκείνη η τηλεοπτική σειρά που είχε ανακοινωθεί πριν μερικά χρόνια.