Τα έργα του Joan Miró συχνά ενσωματώνουν μια αίσθηση ιδιορρυθμίας. Ο Καταλανός ζωγράφος τοποθέτουσε παιχνιδιάρικα σχήματα και ζωντανά χρώματα με τέτοιον τρόπο στον καμβά που έμοιαζαν σαν να χορεύουν με έναν φαινομενικά ακανόνιστο τρόπο. Αντιστοίχως, η μουσική των Grails μπορεί να παρομοιαστεί με έναν πίνακα του Miró. Αυτό άπτεται της ικανότητας της μουσικής τους να προκαλεί μια αίσθηση θαυμασμού και εξερεύνησης.
Φανταστείτε έναν φρεσκοζωγραφισμένο καμβά που πάλλεται σε έναν σταθερό ρυθμό. Τα μοτίβα και οι κινήσεις που «πυροδοτούνται» δίνουν ζωή σε δίνες χρωμάτων δημιουργώντας ένα καλειδοσκοπικό μωσαϊκό ήχου και όρασης. Στο πνεύμα των αφηρημένων συνθέσεων του Miró, η μουσική των Grails ξεπερνά τα παραδοσιακά όρια, αναμειγνύοντας είδη και υφές με μία αβίαστη ρευστότητα.
Οι Grails εμφανίστηκαν στη μουσική σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του 2000, γεννημένοι από τη συνεργασία μελών διαφόρων συγκροτημάτων με έδρα το Πόρτλαντ. Τα ιδρυτικά μέλη – Emil Amos, Zak Riles και Alex Hall – ένωσαν τα διαφορετικά μουσικά τους υπόβαθρα και το κοινό τους πάθος για πειραματισμό ώστε να δημιουργήσουν κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Αντλώντας έμπνευση από ένα ευρύ φάσμα επιρροών που εκτείνονται από το rock μέχρι το folk, ξεκίνησαν μια ηχητική αναζήτηση που έμελλε να καθορίσει τη μουσική σκηνή περισσότερο από όσο πιθανόν να περίμεναν και οι ίδιοι.
Αρχικά, το 1999, ξεκίνησαν ως “Laurel Canyon” και συγκέντρωσαν τα βλέμματα πάνω τους με την πρώτη νότα που έπαιξαν ζωτανά. Τέσσερα χρόνια αργότερα άλλαξαν το όνομά τους σε Grails και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους album, το “The Burden of Hope” μέσω της Neurot Recordings του Steve Von Till.
Το “TBoH” λειτούργησε ως προάγγελος του μουσικού ταξιδιού που απλωνόταν μπροστά τους. Αναμείγνυε στοιχεία post-rock, folk και μουσικής της Μέσης Ανατολής δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο μωσαϊκό ήχου. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι πρόκειται για μία κυκλοφορία που παρότι έχει συμπληρώσει τα είκοσι έτη, καταφέρνει να διατηρεί ακόμα την καλλιτεχνική της σημασία.
Πέρα από τη δεδομένη μουσική του ευφυΐα, οι Grails μάς δείχνουν και μία άλλη πλευρά τους. Μέσα από κομμάτια όπως το “Lord I Hate Your Day”, πρωτοπαρουσίασαν μία την αίσθηση χιούμορ που διατηρούν μέχρι και σήμερα. Το “TBoH” ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε η ιστορία των Grails.
Θα περάσουν λιγότερο από δώδεκα μήνες μέχρι να επιστρέψουν. Το “Redlight” ευθυγραμμίστηκε με τον προκάτοχό του και το ακολούθησε στενά σε λογική αφού το αμετάβλητο line-up επέτρεψε στο συγκρότημα να συνεχίσει από εκεί που είχε αφήσει τα πράγματα στο ντεμπούτο του. Η Μεσανατολίτικη αισθητική αντικαταστάθηκε από μια πιο κεντροευρωπαϊκή folk ατμόσφαιρα. Οι Grails στη sophomore κυκλοφορία τους δείχνουν ότι έχουν μάθει τα «κόλπα» και τώρα δημιουργούν με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.
Οι Grails ακόμα απέχουν από το peak τους. Ωστόσο, δείχνουν ότι δεν είναι ένα post-rock συγκρότημα που θα ακολουθήσει πιστά το «δόγμα» του είδους. Τα κομμάτια του album ακολουθούν την «πεπατημένη», δηλαδή ξεκινούν αργά και έπειτα προχωρούν σε ένα build up/crescendo. Ωστόσο, χάρη στα πυκνά στρώματα βιολιού και πιάνου, ο ήχος των Αμερικάνων ξεχωρίζει. Η μπάντα δείχνει να έχει βρει το modus operandi της, το οποίο μάλιστα, στο άμεσο μέλλον έμελλε να τους ξεχωρίσει.
Στο επόμενο διάστημα έχουμε την αποχώρηση του Tim Horner, η οποία, όμως, δεν θα αναταράξει την μπάντα. Μάλιστα, χωρίς να συνδέεται απαραίτητα με τη φυγή του Horner, το 2007 κυκλοφορούν τον επόμενο δίσκο τους. Το άλμπουμ που κατά πολλούς αποτελεί το πετράδι στο στέμμα τους, το “Burning Off Impurities”.
Υπάρχουν ακόμα πολλά post-rock χαρακτηριστικά στο album, δηλαδή η μανιέρα που αναφέρθηκε και πριν. Αργά και ήσυχα τμήματα τοποθετημένα δίπλα σε πολύ δυνατά και σχεδόν εκστατικά ξεσπάσματα. Ευτυχώς, οι Grails γνωρίζουν ότι υπάρχουν περισσότερα εύρη έντασης από δύο άκρα. Επίσης, αν στο “Redlight” κάποιος διέκρινε μία GY!BE essence, τώρα επιβεβαιώνεται. Ωστόσο, τα κομμάτια τους είναι πιο περιεκτικά από των «γειτόνων» τους και με ίσως πιο αποτελεσματικές μελωδίες.
Αυτό που ξεχωρίζει το album είναι η αίσθηση που αφήνει στον ακροατή. Η μουσική είναι άκρως εκφραστική, ακόμα και αν αυτή η έκφραση είναι αφηρημένη. Παρόλα αυτά, ακόμα και χωρίς στίχουςμ δημιουργεί μια δυνατή, γεμάτη φόβο και σχεδόν θρησκευτική αίσθηση.
Χωρίς τη διάθεση να κάνουν κάποια παύση, οι Grails συνεχίζουν να υφαίνουν τον μουσικό τους ιστό. Μόνο που λόγω της δαιδαλώδους φύσης τους, το “Take Refuge In Clean Living“, έρχεται να αναδείξει μία διαφορετική τους πλευρά. Αυτήν της αγάπης τους για τη ‘70s μουσική. Στην τέταρτη τους full-length κυκλοφορία αγακλιάζουν τόσο τη jamming λογική τους, όσο και τις Pink Floyd επιρροές τους.
Αποτελούμενο από πέντε μακροσκελείς συνθέσεις, το άλμπουμ προσκαλεί τον ακροατή σε ένα υπνωτικό ταξίδι. Συγχρόνως, η μουσική τους ευφυΐα είναι τέτοια που αποφεύγουν την αοριστία και τη φλυαρία. Η άψογη παραγωγή του ενισχύει την απόκοσμη ατμόσφαιρα του άλμπουμ, δημιουργώντας μια απρόσκοπτη ροή από την αρχή μέχρι το τέλος. Η αφοσίωση των Grails στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης εμπειρίας μοιάζει γοητευτικά αναχρονιστική, όμως, καταφέρνουν να ξεπερνούν τις παγίδες και να αγγίζουν το τέλειο.
Οι Grails, αθόρυβα παραγωγικοί, θα συνεχίσουν το με την ίδια συνέπεια. Έτσι, πριν καν βγει το 2008, κυκλοφορούν και νέο δίσκο, το “Doomsdayer’s Holiday” συνεχίζοντας να εξελίσσουν τον αινιγματικό τους ήχο. Οι Αμερικανοί συνεχίζουν να εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο στο σκοτάδι και να συνεχίζουν το καθηλωτικό και έντονο ταξίδι τους.
Παρά το διάχυτο σκοτάδι, ο δίσκος έχει και αρκετές στιγμές ηρεμίας, όπως αυτήν που προσφέρει το “The Natural Man“. Ωστόσο, στην κορύφωση του το άλμπουμ βρίσκει τους Grails να ελαφραίνουν τους τόνους μοιάζουν σαν να βγαίνουν από το σκοτάδι τους και να πέφτουν πάνω σε μία εκτυφλωτική ηλιοφάνεια. Σε γενικές γραμμές το “Doomsdayer’s Holiday” ήταν η πιο «βαριά» τους κυκλοφορία, ωστόσο το βάρος αυτό δεν προέρχεται «τεμπέλικα» αποκλειστικά από παραμορφωμένες κιθάρες. Αντίθετα, είναι η γενικότερη αισθητική του και η εξερεύνηση σκοτεινών ηχητικών περιοχών που καθόρισαν αυτό το σαγηνευτικό άλμπουμ.
Εκτός από τις ηχογραφήσεις τους στο στούντιο, οι Grails άρχισαν να χτίζουν το όνομά τους και λόγω των μαγευτικών ζωντανών τους εμφανίσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από καθηλωτικά visuals και τα υπερβατικά ηχοτοπία. Oι ζωντανές τους εμφανίσεις, ενσωματώνοντας διάφορα στοιχεία φωτισμού και οπτικών τεχνικών, λειτουργούν ως πολυαισθητηριακές εμπειρίες που θολώνουν τα όρια μεταξύ μουσικής και εικαστικών τεχνών. Κάθε τους συναυλία είναι είναι ένα σχολαστικά σχεδιασμένο ταξίδι μέσα στον ήχο, τον χώρο και τον χρόνο, αφήνοντας το κοινό μαγεμένο και συνεπαρμένο από την απόλυτη δύναμη και ομορφιά της μουσικής τους.
Οι Grails αρκετά συχνά επιστρατεύουν έναν επιπλέον μουσικό για τις περιοδείες τους, οι οποίες στα πρώτα τους χρόνια ήταν περιορισμένες μόνο στην Ευρώπη. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να παίζει και στην αντίπερα πλευρά του Ατλαντικού επικεντρωμένοι κυρίως στην ανατολική ακτή.
Η δισκογραφική του επιστροφή γίνεται το 2011 με το “Deep Politics“. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα άλμπουμ τους, όπου έκαναν περάσματα από το stoner, το sludge και το desert rock, σε αυτόν τον δίσκο οι Grails παρουσιάζουν μια πιο γειωμένη ατμόσφαιρα, αναδεικνύοντας την ευελιξία και τη συνοχή της εν μέσω της εξέλιξης τους.
Κάθε κομμάτι στο “Deep Politics” είναι απαλλαγμένο από το τυπικό post-rock παιχνίδι αναμονής για κλιμακωτές στιγμές. Αντ’ αυτού, οι Grails εμπλουτίζουν κάθε στιγμή με μια αίσθηση επικείμενου τρόμου, είτε αυτή εκδηλώνονται μέσα τη δουλειά των έγχορδων, είτε μέσα από συμφωνικές εκρήξεις. Επίσης αποδεικνύουν και κάτι ακόμα. Πως παρά τον κίνδυνο της υπερβολικής πολυπλοκότητας που ενέχει η παν-είδος προσέγγισή τους, οι Grails σπάνια υπερβάλλουν.
Και μέτα, για πρώτη φορά, έρχεται μία εξαετής δισκογραφική παύση. Με την επιστροφή τους, όμως, οι Αμερικανοί συνέχισαν απρόσκοπτα το μουσικό τους ταξίδι με το “Chalice Hymnal“. Ένας δίσκος που στον πυρήνα του, αποτελεί παράδειγμα της αντίληψης των Grails για το post-rock ως ηχητική αρχιτεκτονική, όπου κάθε νότα συμβάλλει στη συνολική δομή.
Πλέον δείχουν πιο έμπειροι στην καινοτομία και συνεχίζουν να αναζητούν τρόπυς εξέλιξης της μουσικής τους. Και όλο το πράττουν επιτυχώς σε ένα είδος που είναι εξαρτημένο παραδοσιακές δομές, ωστόσο, οι Grails συνεχίζουν πεισματικά να αρνούνται να συμμορφωθούν με τα κλισέ. Φτάνουμε λοιπόν στο 2023 όπου το “Anches En Maat” συνεχίζει την περιήγησή τους σε ένα τοπίο εκλεπτυσμένων συνθέσεων.
Ο James Ellroy κάποτε είχε πει δεν μπορείς να διδαχθείς πώς να γράφεις καλά. Απλά πρέπει να διαβάζεις, να διαβάζεις και να συνεχίσεις διαβάζεις. Όταν έρθει η ώρα να γράψεις, ή το έχεις ή δεν το έχεις. Οι Grails, είναι αυτό ακριβώς, αλλά μουσικά. Μια αέναη επιθυμία για περαιτέρω κατανόηση της τέχνης. Και όχι στεγανοποιημένα μέσα σε κάποια μορφή της, αλλά ως ιδέα.