Έχετε ποτέ αναρωτηθεί για ποιο λόγο συνδέουμε συγκεκριμένες μουσικές με ορισμένα συναισθήματα; Για δεκαετίες οι μουσικοσυνθέτες του κινηματογράφου βασίστηκαν σε στιβαρούς μουσικούς κώδικες, χρησιμοποιώντας «τυποποιημένους» συνδυασμούς οργάνων για να δηλώσουν διάφορες διαθέσεις. Μια ψηλή μελωδία σε μείζονα κλίμακα οδηγεί αυθόρμητα τη σκέψη στην περιπέτεια, όπως συμβαίνει σε fanfares του John Williams για ταινίες όπως ο “Indiana Jones” ή ο “Superman”. Αντίστοιχα, o ζωηρός ήχος των ξύλινων πνευστών που συναντάμε συχνά σε κωμωδίες μεταφέρουν άμεσα μια υποψία φάρσας. Οι συνθέτες αξιοποιούν αυτές τις συναισθηματικές συνδέσεις για να ορίσουν ξεκάθαρα το ύφος μιας ταινίας, γεγονός που δημιουργεί ένα βασικό επίπεδο κατανόησης της ψυχολογίας της μουσικής στο πλαίσιο του κινηματογράφου.
Η ερώτηση γιατί ταιριάζουν οι συγκεκριμένες αντιστοιχίες σε όργανα και διαθέσεις είναι κρίσιμη για όποιον προσεγγίζει μια μουσική επένδυση. Η μουσική ιστορία των τελευταίων οκτώ αιώνων χωρίζεται σε περιόδους με κυρίαρχα ύφη: από τη Μεσαιωνική και την Αναγέννηση, μέχρι το Μπαρόκ, την Κλασική εποχή, την Πρώιμη και Ύστερη Ρομαντική περίοδο και στη συνέχεια τον μεταπολεμικό κόσμο. Οι κανόνες της δυτικής μουσικής διαμορφώθηκαν κυρίως στο Μπαρόκ και εξελίχθηκαν ακόμη περισσότερο στη Ρομαντική εποχή. Σε αυτή την περίοδο εδραιώθηκαν και οι βασικές έννοιες «χαρούμενης» και «λυπητερής» μουσικής μέσω της διάκρισης μείζονος και ελάσσονος.
Οι μείζονες αρμονίες θεωρούνται φωτεινές, ενώ οι ελάσσονες πιο σκοτεινές ή πένθιμες. Θρυλικά θέματα σε ελάσσονα, όπως του “The Godfather”, το “Imperial March” από το “Star Wars”, το θέμα του “Harry Potter” ή το μουσικό μοτίβο του “Kill Bill”, δείχνουν πόσο ισχυρή είναι αυτή η φόρμα. Αντίθετα, θέματα όπως του “Indiana Jones”, του “Superman” ή του “Magnificent Seven” αξιοποιούν τη μείζονα για να αποδώσουν δυναμισμό. Παράλληλα, η έννοια της δυσαρμονίας, δηλαδή των συνδυασμών που η δυτική αισθητική αντιλαμβάνεται ως ανήσυχους, βρίσκεται πίσω από κινηματογραφικές στιγμές όπως η σκηνή του ντους στο “Psycho” ή το theme του “Jaws”.

Στον ύστερο Ρομαντισμό, όπου η έκφραση και το χρώμα κυριάρχησαν, συνθέτες όπως οι Wagner και Rachmaninoff διαμόρφωσαν ένα λεξιλόγιο που πέρασε οργανικά στη χολιγουντιανή παράδοση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι Franz Waxman, Erich Korngold και Max Steiner, προερχόμενοι από τον κόσμο της συμφωνικής μουσικής, αξιοποίησαν αυτά τα μοτίβα θέτοντας τα θεμέλια της σύγχρονης κινηματογραφικής μουσικής γραφής. Η ψυχολογία της κινηματογραφικής μουσικής, όπως τη γνωρίζουμε, οφείλεται σε αυτή τη μετάβαση από τις αυστηρές νόρμες σε μια περισσότερο αφηγηματική και συναισθηματική προσέγγιση.
Όταν μια μουσική επένδυση λειτουργεί πραγματικά, αποκαλύπτει όσα δεν λέγονται. Λειτουργεί και προοικονομικά, όπως στην περίπτωση του “Psycho”, όπου τα χάλκινα φανερώνουν τον κίνδυνο πριν ο θεατής τον αντιληφθεί. Παράλληλα, μια καλή μουσική επένδυση δίνει ταυτότητα στον κόσμο της ταινίας, σχηματίζοντας την ηχητική αίσθηση του περιβάλλοντος και των χαρακτήρων.
Η ψυχολογία της κινηματογραφικής μουσικής παίζει ρόλο και στη σχέση αισθητικής και ιστορικού πλαισίου. Στα δράματα εποχής, η μουσική παραπέμπει συχνά στην εποχή όπου εκτυλίσσεται η πλοκή, βοηθώντας τον θεατή να νιώσει τον ηχητικό κόσμο του παρελθόντος. Ορισμένοι συνθέτες επιλέγουν ιστορική ακρίβεια, όπως ο Ludovic Bource στο “The Artist”, ενώ άλλοι, όπως ο Alexandre Desplat στο “The King’s Speech”, επιλέγουν έναν ήχο που μεταφέρει αίσθηση ευγένειας και κύρους χωρίς να μιμήται αυστηρά το ύφος της εποχής. Από την άλλη πλευρά, ο Hans Zimmer στο “Dunkirk” προτείνει έναν εντελώς σύγχρονο, σχεδόν πειραματικό ηχητικό κόσμο, που κατορθώνει να μεταφέρει τον φόβο των χαρακτήρων μέσα από ήχους που μοιάζουν να ανεβαίνουν ασταμάτητα.
Ο συνθέτης και ο σκηνοθέτης καλούνται να αποφασίσουν αν θα ακολουθήσουν δοκιμασμένες φόρμες ή αν θα αναζητήσουν κάτι αναπάντεχο. Όποια προσέγγιση κι αν επιλεγεί, ο στόχος παραμένει κοινός: η μουσική να καθοδηγεί τα συναισθήματα του κοινού και να ενισχύει τη σύνδεση με τους χαρακτήρες και την ιστορία, χτίζοντας ένα επίπεδο αφήγησης που λειτουργεί πέρα από τον λόγο και την εικόνα.
