Από τα πρώτα τους βήματα, οι In Flames έθεσαν τις βάσεις για αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως μελωδικό death metal. Με τη μελωδία να ισορροπεί την επιθετικότητα του death metal, δημιούργησαν έναν ήχο μοναδικό που γρήγορα αγκαλιάστηκε από τους οπαδούς. Άλμπουμ, όπως τα “The Jester Race”, “Whoracle”, και “Clayman” δεν ήταν απλώς «καλές» κυκλοφορίες. Ήταν φαινόμενα που διαμόρφωσαν τη μουσική ταυτότητα μιας ολόκληρης γενιάς metal fans. Τα riffs τους, οι στίχοι και η ένταση των ζωντανών εμφανίσεων έγιναν σημείο αναφοράς, φέρνοντας μαζί τους ένα νέο κύμα οπαδών, που ταυτίστηκε με τον ήχο και την ενέργεια της μπάντας.
Όμως, τίποτα στη μουσική δεν παραμένει σταθερό. Καθώς η δεκαετία του 2000 προχωρούσε, οι In Flames άρχισαν να πειραματίζονται με νέους ήχους και τεχνικές παραγωγής. Εισήγαγαν περισσότερα καθαρά φωνητικά, ηλεκτρονικά στοιχεία και μια πιο μοντέρνα αισθητική. Αυτή η αλλαγή προκάλεσε σοκ σε πολλούς από τους παλαιότερους οπαδούς τους. Το “Reroute to Remain” ήταν η πρώτη ένδειξη αυτής της μεταστροφής, με κομμάτια που απομακρύνονταν από το παραδοσιακό melodeath, υιοθετώντας έναν πιο «accessible» ήχο.
Η αντίδραση του κοινού ήταν ανάμεικτη. Κάποιοι είδαν το “Reroute to Remain” ως μια φυσική εξέλιξη. Μια προσπάθεια της μπάντας να ανανεώσει τον ήχο της και να μην επαναλαμβάνεται. Άλλοι, όμως, θεώρησαν την αλλαγή αυτή ως μια εμπορική κίνηση, που «πρόδιδε» τις ρίζες τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το χάσμα μεταξύ των δύο αυτών των απόψεων μεγάλωσε.
«Ένιωσα ότι έχασα μια μπάντα που σήμαινε τα πάντα για μένα», αναφέρει κάποιος στο Metal Storm. «Το “Clayman” ήταν το soundtrack της ζωής μου, και ξαφνικά οι In Flames μοιάζουν να είναι κάτι τελείως ξένο»
Αυτή η αίσθηση απογοήτευσης δεν προέκυψε μόνο από τις μουσικές επιλογές των In Flames, αλλά και από την ταύτιση του κοινού με τα πρώτα τους άλμπουμ. Οι οπαδοί δεν ένιωθαν απλώς ότι άκουγαν κάτι νέο· ένιωθαν ότι έχαναν ένα κομμάτι της δικής τους ταυτότητας. Βλέπετε, για πολλούς η μουσική των In Flames ήταν βαθιά ενσωματωμένη στη δική τους ζωή. Aναμνήσεις από συναυλίες (όχι στην Ελλάδα), τραγούδια που συνόδευαν προσωπικές στιγμές και η αίσθηση της κοινότητας, που δημιουργούσαν τα πρώτα άλμπουμ, δεν μπορούσαν εύκολα να αντικατασταθούν.
Όμως, παρά την απογοήτευση ορισμένων, η μπάντα δε σταμάτησε να πειραματίζεται. Τα επόμενα άλμπουμ, όπως το “Soundtrack to Your Escape” και το “Come Clarity“, συνέχισαν να εξερευνούν νέα ηχητικά μονοπάτια, εισάγοντας ακόμα πιο μοντέρνα στοιχεία και μια παραγωγή που ξέφευγε από τα metal στεγανά. Τα καθαρά φωνητικά του Anders Fridén, τα metalcore refrain και οι πειραματισμοί με synths έδωσαν νέα πνοή στη μουσική τους. Ταυτόχρονα, όμως, μεγάλωσαν το χάσμα ανάμεσα σε παλιούς και νέους οπαδούς.
Αρκετοί δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν ποτέ αυτήν τη νέα τους κατεύθυνση. Παράλληλα, όμως, εμφανίστηκε μια νέα γενιά fans που είδε σε αυτά τα άλμπουμ μια ευκαιρία να αγαπήσει την μπάντα. Τα τραγούδια έγιναν πιο ραδιοφωνικά, οι συναυλίες μεγαλύτερες, και οι In Flames βρέθηκαν σε ένα μεταίχμιο μεταξύ του παλιού και του νέου. Βρέθηκαν στο κέντρο μιας αναμέτρησης μεταξύ των προσδοκιών των οπαδών τους.
Παρόλα αυτά, η εξέλιξη δεν ήταν χωρίς κόστος. Η μπάντα αντιμετώπισε σφοδρή κριτική από μέλη της metal κοινότητας που κατηγορούσαν τους In Flames ότι «φλώρεψαν» τον ήχο τους για να προσεγγίσουν ένα πιο mainstream κοινό. Ο όρος «ξεπουλημένοι» έγινε συχνός στα forums και στα σχόλια, με πολλούς να θεωρούν ότι η μπάντα άλλαξε για χάρη της εμπορικής επιτυχίας.
«Δεν είναι ότι δεν μπορώ να δεχτώ την αλλαγή», γράφει ένας στο Blabbermouth. «Νιώθω ότι οι In Flames άφησαν πίσω αυτό που τους έκανε μοναδικούς. Αντάλλαξαν το πάθος για κάτι που μοιάζει με προσεγμένο προϊόν»
Όμως, η άλλη πλευρά της ιστορίας είναι εξίσου σημαντική ή και σημαντικότερη κατ’ εμέ. Οι In Flames δεν είναι απλώς ένα συγκρότημα, που άλλαξε για να προσαρμοστεί. Είναι μια μπάντα που αναγνώρισε τη δική της ανάγκη για ανανέωση και τόλμησε να κάνει το βήμα. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε να ρισκάρει τη δική της φήμη. Η απόφαση να αλλάξουν δεν ήταν εύκολη, αλλά για την μπάντα ήταν απαραίτητη, για να μείνουν αληθινοί στη δική τους καλλιτεχνική αλήθεια.
Οι οπαδοί, που δέχτηκαν αυτή την αλλαγή, συχνά βλέπουν τους In Flames ως παράδειγμα καλλιτεχνικής ελευθερίας. Τους βλέπουν ως μια μπάντα που δεν πρέπει να μένει παγιδευμένη στις προσδοκίες των άλλων, αλλά να εξελίσσεται. Όπως ακριβώς κάνουμε κι εμείς, οι ακροατές της. Οι πιο νέοι οπαδοί συνδέονται με τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες, βρίσκοντας σε αυτές την ίδια έμπνευση και παρηγοριά που βρήκαν οι παλαιότεροι στα άλμπουμ των ‘90s.
Χωρίς να το γνωρίζω, υποθέτω πως όταν κυκλοφόρησαν το 1994 το “Lunar Strain”, δε θα ήταν λίγοι εκείνοι που θα έκαναν αντίστοιχα σχόλια για τη μουσική τους. Απλά δεν υπήρχε internet για να καταγραφούν. Όμως, τόσο καλλιτεχνικά, όσο και εμπορικά, οι Σουηδοί δικαιώθηκαν, όπως νομίζω κάνουν και τώρα.
Οι In Flames μπορεί να μην είναι οι ίδιοι που ξεκίνησαν, αλλά αυτό ακριβώς είναι που τους κρατάει ζωντανούς. Είτε μέσα από την απογοήτευση, είτε από την εκτίμηση, ίσως ήρθε η ώρα να μάθουμε να αποδεχόμαστε την αλλαγή. Όχι ως προδοσία, αλλά ως αναγκαία διαδικασία για να συνεχίσει η μουσική να έχει νόημα. Και ίσως αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά των In Flames. Η υπενθύμιση ότι η μουσική, όπως και η ζωή, είναι γεμάτη εκπλήξεις, προκλήσεις και ευκαιρίες για νέα ξεκινήματα.