Τριάντα δύο χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη φορά που είδαμε έναν δεινόσαυρο να περπατά μπροστά στα μάτια μας με όρους κινηματογραφικής μαγείας. 32 χρόνια μετά, το “Jurassic World Rebirth” φτάνει στις αίθουσες ως το έβδομο κεφάλαιο ενός σύμπαντος που δεν παραιτείται από την ιδέα της ανάστασης. H ερώτηση που γεννάται φυσιολογικά από τον καθένα μας είναι: μπορεί ένα franchise που φαινόταν να έχει ξεμείνει από καύσιμα να ανακτήσει τη χαμένη του αίγλη;
Η ταινία καταφέρνει να λειτουργήσει ως ένα είδος soft reboot, χωρίς να διαγράψει το παρελθόν αλλά χωρίς να υποκύπτει και στα βάρη του.
Η απάντηση είναι πως μάλλον ναι. Aν και είναι το έβδομο κεφάλαιο σε μια ιστορία που ξεκίνησε το 1993, η νέα ταινία διαχειρίζεται έξυπνα το βάρος της νοσταλγίας και επανατοποθετεί το δεινοσαυρικό σύμπαν σε μια νέα τροχιά. Μια τροχιά πιο προσγειωμένη, πιο ανθρώπινη, αλλά όχι λιγότερο θεαματική. Δεν επιδιώκει ριζικές ανατροπές –και πιθανώς καλά κάνει– αλλά επιχειρεί κάτι πιο λεπτό: να αναζωογονήσει την πίστη του θεατή στην περιπέτεια, χωρίς να παραβλέψει το βάρος της ίδιας της φθοράς που φέρει το franchise.
Ο σκηνοθέτης Gareth Edwards (The Creator, Godzilla) αναλαμβάνει να ξεκολλήσει τη σειρά από το τέλμα των τελευταίων επεισοδίων. Θέλει να την επιστρέψει στις ρίζες της. Όχι στην αφέλεια ενός λούνα παρκ με δεινόσαυρους, αλλά στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, τη φιλοδοξία με την ηθική, την επιβίωση με το τίμημα της επιστήμης. Με τη βοήθεια του σεναριογράφου David Koepp, που είχε γράψει το πρώτο Jurassic Park, η ταινία καταφέρνει να λειτουργήσει ως ένα είδος soft reboot. Δεν διαγράφει το παρελθόν αλλά δεν υποκύπτει και στα βάρη του.

Η ιστορία κινείται με ρυθμό και συνοχή, αποφεύγοντας τις πολυπλοκότητες και την υπερφόρτωση χαρακτήρων που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες ταινίες. Η αποστολή είναι απλή αλλά με σαφή stakes: μια φαρμακευτική εταιρεία στέλνει μια ομάδα ειδικών σε απομονωμένο νησί για να συλλέξουν δείγματα αίματος από τρεις τύπους δεινοσαύρων. Εκεί, η ταινία βρίσκει την ευκαιρία να εξερευνήσει όχι μόνο την περιπέτεια, αλλά και τις αντιθέσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Δεν ξεχνάμε τις ηθικές διαστάσεις της επιστημονικής εκμετάλλευσης και την ανάγκη για σύνδεση και συντροφικότητα μέσα στο χάος.
Η χημεία ανάμεσα στους τρεις βασικούς χαρακτήρες λειτουργεί ως δυναμική ομάδας.
Από πλευράς ερμηνειών, η Scarlett Johansson και ο ρόλος της ως Zora Bennett δεν προσφέρει συναισθηματικό βάθος, αλλά η ίδια καταφέρνει να δώσει σάρκα και οστά σε μια ηρωίδα που ισορροπεί ανάμεσα στη δύναμη και τη σύνεση. Ο Mahershala Ali προσθέτει διακριτικά στρώματα στην αφήγηση, ερμηνεύοντας έναν χαρακτήρα που αποκαλύπτει περισσότερα με τις σιωπές του. Ο Jonathan Bailey δίνει μία από τις πιο ανθρώπινες παρουσίες της ταινίας, ενσαρκώνοντας τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον θαυμασμό και τον φόβο.
Η χημεία ανάμεσα στους τρεις βασικούς χαρακτήρες λειτουργεί, όχι απαραίτητα σε ρομαντικό επίπεδο, αλλά ως δυναμική ομάδας. Δεν πρόκειται για κλισέ συμβατικές σχέσεις, αλλά για ανθρώπους που μαθαίνουν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον με τρόπο φυσικό, σχεδόν υπόγειο. Το σενάριο αφήνει χώρο στην αναπνοή των χαρακτήρων, χωρίς να σταματά για να το επισημάνει.
Όσον αφορά τα οπτικά, η ταινία είναι πανέμορφη. Ο John Mathieson (γνωστός από το Gladiator και το Logan) καταφέρνει να δώσει νέα ζωή στις εικόνες των δεινοσαύρων, αποφεύγοντας την υπερβολική ψηφιακή επιτήδευση και επιλέγοντας φως, σκιά και φυσικά περιβάλλοντα για να ενισχύσει το συναίσθημα του θαυμασμού. Η σκηνή σε ένα εγκαταλελειμμένο κατάστημα και η κορύφωση μέσα σε μια φωλιά-γκρεμό είναι ενδεικτικές της σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας του Edwards, που ξέρει πώς να χτίζει αγωνία χωρίς να χάνει τον ρυθμό.
Όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε παραγωγές τέτοιας κλίμακας, το βάρος του παρελθόντος δεν γίνεται πάντοτε κινητήριος δύναμη. Η ταινία κουβαλάει μαζί της τη σκιά μιας εποχής που η έννοια “θέαμα” σήμαινε κάτι καινούργιο. Όταν οι δεινόσαυροι εμφανίζονται για πρώτη φορά στην οθόνη, ο θαυμασμός επιστρέφει – μόνο για να υποχωρήσει ξανά όταν οι σεναριακές συμβάσεις αρχίζουν να επαναλαμβάνονται. Παρά τις καλύτερες προθέσεις, το “Rebirth” δεν αποφεύγει στιγμές στασιμότητας, ειδικά όταν επιχειρεί να εντάξει περιττούς χαρακτήρες ή να επαναλάβει σκηνές που έχουμε δει – και ξαναδεί.
Το Jurassic World Rebirth δεν προσφέρει κάτι πρωτοφανές. Αλλά είναι το πιο ειλικρινές κεφάλαιο της σειράς.
Παρόλα αυτά, η ταινία παραμένει διασκεδαστική. Οι σκηνές δράσης είναι σφιχτοδεμένες, το μοντάζ κρατά τον ρυθμό ζωντανό και η χημεία μεταξύ των ηθοποιών δεν είναι επιφανειακή. Το “Rebirth” δεν είναι το πιο ευρηματικό κεφάλαιο της σειράς, αλλά ίσως είναι το πιο ειλικρινές. Αναγνωρίζει το βάρος της ιστορίας του και προσπαθεί να το τιμήσει με αξιοπρέπεια, χωρίς να υπόσχεται πράγματα που δεν μπορεί να παραδώσει.
Το Jurassic World Rebirth δεν είναι επανάσταση. Δεν προσφέρει κάτι πρωτοφανές. Αλλά είναι τίμιο, καλοφτιαγμένο, και κυρίως έχει καρδιά. Κοιτά κατάματα τη φθορά ενός μεγάλου κινηματογραφικού μύθου και αποφασίζει να τον κλείσει –αν είναι να τον κλείσει– με σεβασμό, φαντασία και αίσθημα. Ίσως αυτό να είναι το καλύτερο είδος reboot: αυτό που δεν φωνάζει πως είναι το νέο ξεκίνημα, αλλά μας υπενθυμίζει γιατί αγαπήσαμε κάτι εξ αρχής.
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Movie: Jurassic World Rebirth
Year: 2025
Duration: 134′
Genre(s): Action, Adventure, Sci-Fi
Director(s): Gareth Edwards
Scarlett Johansson, Mahershala Ali, Jonathan Bailey, Rupert Friend, Manuel Garcia-Rulfo, Luna Blaise, David Iacono, Audrina Miranda, Ed Skrein, Bechir Sylvain, Philippine Velge
Jurassic World Rebirth
Το Jurassic World Rebirth παραδίδει μια ανανεωμένη εκδοχή του franchise, αποφεύγοντας τις υπερβολές του παρελθόντος. Με στιβαρές ερμηνείες, ουσιαστικό σενάριο και σκηνοθεσία με σεβασμό στο υλικό, η ταινία ισορροπεί ανάμεσα στην περιπέτεια και την ανθρώπινη ιστορία. Όχι επαναστατική, αλλά απόλυτα τίμια και συγκροτημένη.