Μετά από οκτώ χρόνια δισκογραφικής σιωπής, οι The Haunted επιστρέφουν με ένα άλμπουμ που σφύζει από επιθετικότητα και νέα ενέργεια. Ο Marco Aro μίλησε στο DEPART για τη δημιουργία του δίσκου, τις προκλήσεις της μπάντας, τη σκηνική ένταση και το πώς βλέπει σήμερα την πορεία των Haunted.
DEPART: Οι The Haunted επιστρέφουν έπειτα από οκτώ χρόνια απουσίας. Υποθέτω πως η πρόκληση ήταν να δημιουργήσετε κάτι που να ακούγεται φρέσκο, χωρίς όμως να χάσετε την ταυτότητα με την οποία σας έχει συνδέσει το κοινό. Όταν αρχίσατε να δουλεύετε τα νέα κομμάτια, νιώσατε αυτή την ένταση; Υπήρξε στιγμή που σκεφτήκατε να ακολουθήσετε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο ή συμφωνήσατε εξαρχής ότι θα παραμείνετε πιστοί στις ρίζες σας;
Marco Aro (The Haunted): Όχι, δεν νιώσαμε κάτι τέτοιο. Η παύση μπορεί να κράτησε οκτώ χρόνια αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κάναμε τίποτα, υπήρχαν συναυλίες, απλώς η πανδημία και οι οικογένειες έβαλαν εμπόδια. Συναντηθήκαμε τέσσερις ή πέντε φορές μέσα σε αυτό το διάστημα και λέγαμε «εντάξει, ας κάνουμε τώρα το άλμπουμ», υπήρχε ενθουσιασμός, αλλά τελικά δεν προχωρούσε. Έτσι έχουμε ένα Dropbox γεμάτο με ιδέες οκτώ χρόνων που ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν. Δεν είμαστε μπάντα που κάνει πρόβες συστηματικά γιατί ζούμε σε διαφορετικές πόλεις, ο Adrian στο Λονδίνο και εγώ με τον Ola στη Στοκχόλμη, οπότε βρισκόμαστε κυρίως για τις συναυλίες.

Όταν μαζευτήκαμε πέρυσι στο Sweden Rock Festival, είπαμε «φτάνει με τις αναβολές, πρέπει να γίνει το άλμπουμ». Όλοι ξανά νιώσαμε τον ίδιο ενθουσιασμό αλλά αυτή τη φορά γράψαμε το υλικό σε λίγους μήνες και τίποτα από εκείνο το Dropbox δεν χρησιμοποιήθηκε. Όλα ήταν καινούρια τραγούδια. Η μόνη συνειδητή μας απόφαση ήταν να το κάνουμε πραγματικά επιθετικό και αυτό ακριβώς κάναμε. Το κάναμε όσο πιο επιθετικό μπορούσε να γίνει.
Στο νέο άλμπουμ ακούγεται ξεκάθαρα αυτή η ένταση. Θυμάμαι ότι στις αρχές με μέσα της δεκαετίας του 2000 οι The Haunted θεωρούνταν το “επόμενο μεγάλο όνομα” στον χώρο της ακραίας μουσικής, κάτι που ακουγόταν συχνά και στην Ελλάδα. Με τα χρόνια δείχνετε να εξελίσσεστε σαν καλό κρασί. Νιώθετε ότι σήμερα το συγκρότημα έχει περάσει σε μια διαφορετική φάση ωριμότητας σε σχέση με εκείνη την εποχή;
Ναι, νομίζω πως πολλοί μας έβλεπαν έτσι, αλλά κάπου στην πορεία το χάσαμε. Προσωπικά δεν μπορούσα να το διαχειριστώ, είχα σοβαρά προβλήματα με ναρκωτικά και αλκοόλ και ουσιαστικά αυτοκαταστρεφόμουν, οπότε έπρεπε να φύγω από το συγκρότημα. Αυτό άλλαξε εντελώς την πορεία μας. Σήμερα όμως δεν κουβαλάμε πια αυτά τα βάρη και δεν νιώθουμε ότι η ζωή μας εξαρτάται από τη μουσική. Το κάνουμε για τους σωστούς λόγους, για να περνάμε καλά. Και αυτό βγαίνει προς τα έξω, όταν παίζουμε στην Αθήνα, για παράδειγμα, φαίνεται ότι το διασκεδάζουμε πραγματικά.
Εφόσον σύντομα θα βρεθείτε ξανά στην Αθήνα, μια πόλη φημισμένη για το κοινό της, πόσο σας επηρεάζει η ενέργεια του κόσμου πάνω στη σκηνή; Προσεγγίζετε διαφορετικά μια συναυλία εδώ σε σχέση με αλλού ή η νοοτροπία σας παραμένει η ίδια όπου κι αν παίζετε;
Όταν ανεβαίνεις στη σκηνή έχεις μια συγκεκριμένη νοοτροπία για το live, αλλά μόλις έρθει η ενέργεια του κοινού, όλα αλλάζουν. Αν ενθουσιαστώ, γίνομαι σαν μαϊμουδάκι τσίρκου, βγαίνω έξω και τα δίνω όλα. Η Ελλάδα ειδικά ήταν πάντα απίστευτη μαζί μας, με το κοινό να βγάζει τεράστια ένταση και αυτό μας παρασύρει σε ακόμα καλύτερες εμφανίσεις. Γι’ αυτό και μας αρέσει να ερχόμαστε εδώ, γιατί το ελληνικό κοινό είναι πραγματικά φανταστικό.
Ας επιστρέψουμε στο νέο άλμπουμ. Η παραγωγή του ακούγεται δεμένη και στοχευμένη, ενώ αυτή τη φορά συνεργάστηκες στενά με τον Björn Strid στα φωνητικά. Πόσο θεωρείς ότι οι εξωτερικοί συνεργάτες επηρέασαν τον συνολικό χαρακτήρα του δίσκου; Πιστεύεις ότι το “Haunted” θα ήταν διαφορετικό αν τα είχατε κρατήσει όλα αυστηρά εσωτερικά;
Εγώ και ο Björn είμαστε φίλοι πολλά χρόνια, αλλά ποτέ δεν είχαμε συνεργαστεί. Μέχρι τώρα δούλευα με τον Joachim Schuldt από τους Clawfinger, που είναι ο παραγωγός των φωνητικών μου πάνω από 15 χρόνια. Αυτή τη φορά όμως θελήσαμε να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό και ο Jensen μου πρότεινε τον Björn. Τον πήρα τηλέφωνο και ήταν ενθουσιασμένος, μιας και γνωριζόμαστε τόσα χρόνια χωρίς να έχουμε κάνει ποτέ κάτι μαζί.
Πολλοί μου λένε ότι ακούγομαι διαφορετικός σε αυτό το άλμπουμ. Προσωπικά δεν νομίζω ότι έκανα κάτι αλλιώς, αλλά μάλλον υποσυνείδητα προσπάθησα να δώσω κάτι παραπάνω για να τον εντυπωσιάσω. Ίσως γι’ αυτό να βγήκε αυτή η διαφορά.
Επίσης, σε κάθε προηγούμενο άλμπουμ συνεργαζόμασταν με τον ίδιο άνθρωπο για τη μίξη. Αυτή τη φορά ηχογραφήσαμε με τον Oscar και στείλαμε το ίδιο κομμάτι σε πέντε διαφορετικούς παραγωγούς για να δούμε πώς θα το προσέγγιζαν. Θέλαμε να έχουμε εντελώς διαφορετικές οπτικές, γιατί υπήρχε πάντα ο φόβος ότι μένουμε κολλημένοι σε έναν ήχο. Ο Jens κατέληξε να είναι η καλύτερη επιλογή, αλλά η διαδικασία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα: άκουγες το ίδιο τραγούδι και έβγαινε κάθε φορά εντελώς διαφορετικό.
Ανέφερες την πρόκληση του εαυτού σου. Πιστεύεις ότι οι μουσικοί, πέρα από τη διασκέδαση, πρέπει να δοκιμάζουν και τα όριά τους για να αξιοποιήσουν καλύτερα τις δημιουργίες τους; Ή θεωρείς ότι αυτό είναι απλώς μέρος της ίδιας της διασκέδασης;
Νομίζω ότι για να αναπτυχθείς ως επαγγελματίας πρέπει να προκαλείς τον εαυτό σου. Είναι όπως στον αθλητισμό, ποδοσφαιριστές ή τενίστες που αν εφησυχάσουν αρχίζουν να χάνουν έδαφος αν δεν συνεχίσουν να πιέζουν τα όριά τους. Δεν μπήκαμε συνειδητά στη διαδικασία να σκεφτούμε ότι πρέπει να προκαλέσουμε τον εαυτό μας, αλλά στο υποσυνείδητο έγινε ακριβώς αυτό.
Η συνεργασία με καινούριους ανθρώπους έφερε διαφορετικές προοπτικές. Όταν ακούσαμε τα πρώτα demo που είχε ηχογραφήσει ο Oscar, μας φάνηκαν εντελώς διαφορετικά από ό,τι περιμέναμε. Είναι νεότερος, έχει άλλη ηχητική εικόνα στο κεφάλι του, και μετά ήρθε ο Jens με τις δικές του δεξιότητες και την εμπειρία του από τόσα μεγάλα συγκροτήματα. Ξέρει το metal όσο λίγοι, και έτσι όλη αυτή η διαδικασία αποδείχθηκε τελικά πρόκληση για εμάς, παρότι δεν είχαμε σκοπό να το κάνουμε. Ήταν κάτι που προέκυψε από μόνο του.
Το άλμπουμ ξεκινά με τα “Warhead” και “Death to the Crown”, δίνοντας αμέσως έναν επιθετικό τόνο. Ήταν συνειδητή επιλογή ή προέκυψε τυχαία; Όταν φτιάχνεται η tracklist, σκέφτεστε κινηματογραφικά ή με βάση την ενέργεια και τη ροή;
Ναι, ήταν συνειδητή επιλογή. Το “Warhead” ήταν το τρίτο κομμάτι που γράψαμε και από το πρώτο demo μάς τράβηξε αμέσως την προσοχή. Εκεί είπαμε «αυτό είναι το ύφος που θα ακολουθήσουμε» και το πήγαμε στα άκρα. Γι’ αυτό και η σειρά με την οποία ανοίγει το άλμπουμ ήταν απόλυτα στρατηγική, θέλαμε να πιάσουμε τον ακροατή κατευθείαν.
Όταν στήνουμε tracklist δεν το βλέπουμε τόσο κινηματογραφικά όσο με όρους ενέργειας και ροής. Σκεφτόμαστε το βινύλιο, την πρώτη και τη δεύτερη πλευρά, πού χρειάζεται μια ανάσα ανάμεσα σε πιο έντονα κομμάτια. Έτσι παίζουμε με την εναλλαγή γρήγορων και αργών σημείων ώστε ο δίσκος να αναπνέει σωστά.
Το “Letters of Last Resort” ξεχωρίζει στο κλείσιμο του άλμπουμ, με πιο αργό και ατμοσφαιρικό ύφος που θυμίζει ακόμη και sludge. Ήταν συνειδητή επιλογή να κλείσεις με κάτι διαφορετικό ή το κομμάτι εξελίχθηκε φυσικά έτσι στη διαδικασία της σύνθεσης; Και όταν πειραματίζεσαι με τέτοιους ήχους, το βλέπεις ως μια μεμονωμένη εξαίρεση ή ως πιθανή κατεύθυνση που θα μπορούσε να ανοιχτεί για το μέλλον των The Haunted;
Θυμάσαι το “Forensick”; Είναι το αγαπημένο μου κομμάτι από τους The Haunted και αυτή ήταν λίγο η βάση της ιδέας. Ο τίτλος “Letters of Last Resort” αναφέρεται σε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν τέσσερα πυρηνικά υποβρύχια σε μόνιμη περιπολία. Κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκονται και κάθε νέος πρωθυπουργός πρέπει να γράψει τέσσερις ίδιες “επιστολές έσχατης ανάγκης”. Αν η χώρα καταστραφεί, αυτές ανοίγονται και δίνουν οδηγίες για το πώς θα αντιδράσουν τα υποβρύχια. Οι επιστολές φυλάσσονται σε χρηματοκιβώτιο μέσα σε κάθε σκάφος. Αυτές είναι οι “letters of last resort”.
Με έναν τρόπο, το κομμάτι είναι σαν τη δική μας δήλωση, κάτι σαν διαθήκη των The Haunted, γραμμένη με μια δόση ειρωνείας. Παράλληλα, στους στίχους του δίσκου δεν ακολουθήσαμε κάποιο συγκεκριμένο concept. Εγώ, ο Jensen και ο Ola γράψαμε ο καθένας μόνος του, αλλά όταν φέραμε τους στίχους μαζί είδαμε ότι καταλήγαμε να μιλάμε για το ίδιο πράγμα: τον κόσμο όπως είναι σήμερα, αυτόν τον γαμημένο λάκκο που όλοι ζούμε. Δεν υπήρξαμε ποτέ πολιτική μπάντα, ούτε θα γίνουμε, αλλά δεν μπορείς να αγνοήσεις τι συμβαίνει. Απλώς ανοίγεις την πόρτα και το βλέπεις, είναι δίπλα μας. Στην Ευρώπη είναι ακόμα πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζεις.
Λες ότι οι The Haunted δεν υπήρξαν ποτέ πολιτικό συγκρότημα, όμως η μουσική σας απευθύνεται σε κοινό με έντονη πολιτική ενέργεια. Πάντα διέκρινα στη μουσική σας μια διάθεση αντίστασης απέναντι στο status quo. Το βλέπεις κι εσύ έτσι ή θεωρείς ότι αυτό είναι απλώς η ερμηνεία του ακροατή;
Το θέμα είναι ότι ποτέ δεν διαλέξαμε πλευρά. Απλώς περιγράφουμε αυτά που βλέπουμε γύρω μας και ο καθένας μπορεί να τα δεχτεί ή να τα απορρίψει. Δεν είμαστε πολιτικά προσκείμενοι ούτε αριστερά ούτε δεξιά, ούτε πουθενά. Δεν συζητάμε καν για πολιτική μέσα στη μπάντα, γιατί τίποτα δεν χαλάει πιο γρήγορα μια φιλία από τις διαφορετικές πολιτικές απόψεις.
Η μουσική μας λειτουργεί σαν polaroid, αυτό που βλέπεις είναι αυτό που παίρνεις. Δεν υπάρχει κρυφό μήνυμα ή προπαγάνδα. Μας αρέσει το metal και μέσα από αυτό αποτυπώνουμε την καθημερινότητα, κάτι σαν φωτογραφία της εποχής, μια “κατάσταση του σήμερα” αν θες.
Μιλώντας για την καλλιτεχνική πλευρά, αναρωτιέσαι ποτέ αν υπάρχει ακόμη μια ανεξερεύνητη διάσταση των The Haunted που δεν έχει βγει στην επιφάνεια; Όχι απαραίτητα σε επίπεδο είδους, αλλά σε ό,τι αφορά τη δημιουργική χημεία μέσα στη μπάντα. Υπήρξαν ιδέες που συγκρατήσατε στο παρελθόν επειδή δεν ταίριαζαν τότε, αλλά θα ήθελες ακόμη να τις εξερευνήσεις;
Ναι, σίγουρα. Οι Haunted έχουν περάσει από πολλές φάσεις όλα αυτά τα χρόνια και αυτό είναι φυσική εξέλιξη. Όταν έχεις σπουδαίους μουσικούς μαζί, είναι λογικό να θέλουν να εξερευνήσουν διαφορετικά πράγματα. Ακόμα και δίσκοι που κάποιοι δεν αγάπησαν ιδιαίτερα έχουν τη δική τους αξία, γιατί εκεί βρισκόμασταν εκείνη την εποχή.
Παλιά, αν ήθελα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό, έπρεπε να ξεκινήσω άλλο συγκρότημα. Σήμερα νιώθω ότι μπορώ να το κάνω μέσα στους The Haunted, γιατί δεν υπάρχει προκαθορισμένη συνταγή. Αν κάποιος φέρει μια ιδέα και ακούγεται ωραία, την προχωράμε. Αυτό είναι το διασκεδαστικό, δεν είμαστε δεμένοι σε κανένα πλαίσιο.
Πιστεύω ότι στο μέλλον θα βγουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Έχω ήδη ακούσει ιδέες από το υλικό που έχουμε στο αρχείο εδώ και οκτώ χρόνια, διαφορετικές, αλλά πάντα The Haunted. Έχουμε ήδη πέντε–έξι άλμπουμ με διαφορετικά στυλ και παρ’ όλα αυτά παραμένουν The Haunted. Το βλέπω σαν το κάρυ, που μπορεί να έχει πολλές εκδοχές, αλλά παραμένει πάντα κάρυ.
Μιλώντας για την πορεία των The Haunted, είναι εύκολο μια μπάντα να πέσει στον αυτόματο πιλότο. Ωστόσο φαίνεται ότι υπάρχει ακόμα επείγον και πείνα στη μουσική σας. Τι κρατά ζωντανή τη φλόγα για εσένα προσωπικά; Είναι η χημεία μέσα στη μπάντα, η ενέργεια των οπαδών ή κάτι βαθύτερο που σε ωθεί;
Νομίζω ότι το έθεσες πολύ σωστά. Όταν βρισκόμαστε όλοι μαζί, περνάμε υπέροχα και αυτό είναι που μας κρατάει. Ζούμε για να βγαίνουμε στη σκηνή, να παίζουμε live και να γνωρίζουμε ανθρώπους που με κάποιον τρόπο έχουν αγγίξει τη μουσική μας. Αυτό παραμένει διασκεδαστικό και ευχάριστο και γι’ αυτό συνεχίζουμε. Έχουμε πει πως θα το κάνουμε όσο είναι διασκεδαστικό. Αν κάποια στιγμή γίνει αγγαρεία, τότε θα χρειαστεί να καθίσουμε και να συζητήσουμε σοβαρά, γιατί θα σημαίνει ότι έχουμε χάσει κάτι στην πορεία. Για εμάς όλα ξεκινούν και τελειώνουν με τη διασκέδαση.
Οι The Haunted έχουν πλέον δέκα άλμπουμ και μέρος αυτής της ιστορίας περιλαμβάνει κομμάτια που αρχικά ερμήνευσε ο Peter Dolving. Όταν ανεβαίνεις στη σκηνή και τα παρουσιάζεις με τη δική σου φωνή, πώς τα προσεγγίζεις συναισθηματικά; Τα βλέπεις σαν ευκαιρία να τα ερμηνεύσεις εκ νέου με το δικό σου ύφος ή προσπαθείς να μείνεις όσο πιο κοντά γίνεται στο αρχικό τους πνεύμα; Και πώς έχει αλλάξει η σχέση σου με αυτά τα τραγούδια μέσα στα χρόνια, καθώς έγιναν μέρος της ζωντανής ταυτότητας της μπάντας;
Είναι λίγο απ’ όλα. Προσπαθώ να τα κάνω δικά μου, αλλά φυσικά γνωρίζω ότι είναι τα τραγούδια του Pete. Το ίδιο έκανε κι εκείνος όταν έπαιζε τα δικά μου κομμάτια όσο ήταν στη μπάντα. Υπάρχει μεγάλος σεβασμός μεταξύ μας και για την περίοδο που ο καθένας πέρασε στους The Haunted. Όταν τραγουδάω τα μέρη του Pete θέλω να τα αποδώσω δίκαια, να τα τιμήσω, αλλά ταυτόχρονα τα φιλτράρω μέσα από το δικό μου στυλ.
Έκανα όλο το πρώτο άλμπουμ, που ήταν αποκλειστικά τραγούδια του Pete, και τα έκανα δικά μου. Εκείνος έκανε το ίδιο με κομμάτια από το “Made Me Do It” και το “One Kill Wonder”. Αυτή είναι η ομορφιά της μουσικής, μπορείς πάντα να την κάνεις δική σου. Γι’ αυτό και υπάρχει τόση χαρά στο να ακούς πώς άλλοι ερμηνεύουν κάτι που έγραψες, συχνά με εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτό που είχες στο μυαλό σου.
Θυμάμαι ότι πολλοί έλεγαν πως το “One Kill Wonder” είναι για κατά συρροή δολοφόνους. Δεν ήταν, αλλά δεν με πειράζει που το εξέλαβαν έτσι, γιατί για εκείνους είχε νόημα. Αυτό είναι που αγαπώ στη μουσική: μπορεί να σε συναρπάσει και να σε κάνει να σκεφτείς με άπειρους, διαφορετικούς τρόπους. Αυτό είναι που την κάνει τόσο συναρπαστική.
Πολλοί μουσικοί περιγράφουν τις περιοδείες είτε ως αναγκαίο κακό είτε ως την απόλυτη ανταμοιβή. Για σένα προσωπικά, πώς έχει αλλάξει η ζωή στον δρόμο σε σχέση με πριν από είκοσι χρόνια, τόσο στις φυσικές απαιτήσεις όσο και στον τρόπο που τη βιώνεις ψυχολογικά;
Σήμερα νιώθουμε πιο άνετα απ’ ό,τι όταν ήμασταν 25, αλλά στην ουσία είναι το ίδιο, μόνο που έχει γίνει πολύ πιο ακριβό. Προσπαθούμε να κρατάμε τις συναυλίες προσιτές, κάνοντας εκπτώσεις όπου χρειάζεται, γιατί θέλουμε να μπορούμε να παίξουμε για όλους. Θυμάμαι μια περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο με τους Meshuggah, που την κάναμε σχεδόν δωρεάν απλώς και μόνο για να βρεθούμε στη σκηνή με καλούς μας φίλους. Δεν είχαμε καν την οικονομική δυνατότητα να φέρουμε τον δικό μας ηχολήπτη, αλλά το κάναμε από αγάπη για τη μουσική.
Οι περιοδείες σήμερα είναι δύσκολες. Υπάρχουν τόσα νέα συγκροτήματα που κάνουν αυτό που κάναμε κι εμείς πριν από 25 χρόνια, αλλά τώρα η κατάσταση είναι πιο σκληρή. Πολλά από αυτά δεν πληρώνονται καθόλου και η αγορά έχει καταντήσει να μοιάζει με “αγορά κλεφτών”. Δυστυχώς, αρκετοί διοργανωτές δεν είναι τόσο έντιμοι όσο θα έπρεπε.
Θυμάμαι τον Lemmy να λέει για τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 ότι πολλοί καλλιτέχνες έπαιζαν και στο τέλος της βραδιάς ο ιδιοκτήτης του κλαμπ τούς έλεγε “δεν σε πληρώνω” και τελείωνε εκεί. Σήμερα πιστεύεις ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο κάποιοι διοργανωτές, αλλά ότι γενικότερα οι ιδιοκτήτες κλαμπ έχουν μετατραπεί σε ένα κοινωνικό φαινόμενο όπου οι καλλιτέχνες αντιμετωπίζονται σαν αναλώσιμοι;
Κάπως έτσι, αλλά σήμερα το χτύπημα έρχεται από το merchandising. Τα κλαμπ ζητούν γελοίες προμήθειες και δεν σου επιτρέπουν να πουλήσεις μόνος σου. Πρέπει να περάσεις από αυτούς και παίρνουν ένα τεράστιο ποσοστό, ενώ το merch είναι ουσιαστικά το μόνο έσοδο που έχουν οι μπάντες.
Το είδα πρόσφατα σε συναυλία των Damned, μιας από τις αγαπημένες μου punk μπάντες. Στο περίπτερο το μπλουζάκι είχε 40 ευρώ, ενώ στο site τους έκανε 20. Αυτό είναι κλοπή, και εις βάρος του συγκροτήματος και εις βάρος των οπαδών. Το punk, για παράδειγμα, βασίζεται στο να είναι προσιτό και να μην εμπορευματοποιείται. Και ξέρω ότι οι ίδιες οι μπάντες δεν θα χρέωναν ποτέ 40 ευρώ, ίσα-ίσα θα τα χάριζαν αν μπορούσαν.
Όμως με τα κλαμπ και τα φεστιβάλ να βάζουν 20–30% προμήθεια και να ανεβάζουν τις τιμές, καταλήγεις να βλέπεις φούτερ να φτάνουν τα 80 ευρώ. Αυτό είναι εξωφρενικό.
Αν μπορούσες να επιμεληθείς ένα tribute album για τους The Haunted, ποιες μπάντες θα ήθελες να συμμετέχουν και γιατί; Θα προτιμούσες να το ακούσεις από συναδέλφους στο extreme metal ή από εντελώς διαφορετικά είδη; Και πιστεύεις ότι μια τέτοια οπτική θα άλλαζε τον τρόπο που βλέπεις τη δική σου μουσική;
Ναι, ξέρω ακριβώς ποια μπάντα θα διάλεγα. Εδώ και μερικά χρόνια έχω ερωτευτεί τους Sleep Token και θα ήθελα πάρα πολύ να τους ακούσω να διασκευάζουν ένα κομμάτι των The Haunted. Τους θεωρώ απίστευτους γιατί δεν είναι απλώς μια metal μπάντα, όπως συχνά τους παρουσιάζουν, αλλά μια ροκ μπάντα που πειραματίζεται με θάρρος. Αυτό το στοιχείο της τόλμης στη μουσική τους είναι που με κέρδισε και γι’ αυτό θα με ενδιέφερε να δω πώς θα ερμήνευαν ένα δικό μας τραγούδι.
Marco, σε ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σου και για την κουβέντα. Πριν κλείσουμε, θα ήθελες να αφήσεις ένα τελευταίο μήνυμα στους φίλους των The Haunted που ανυπομονούν να σας δουν ζωντανά;
Αρχικά τους ευχαριστώ για τη στήριξη όλα αυτά τα χρόνια. Είναι απίστευτο να ξέρουμε ότι μετά από τόσες δεκαετίες υπάρχει ακόμη κόσμος που περιμένει να μας δει στη σκηνή και να ακούσει τη μουσική μας. Υποσχόμαστε να δώσουμε όλη μας την ενέργεια, γιατί πάνω απ’ όλα θέλουμε να περνάμε καλά μαζί σας. Ελπίζω να σας δούμε όλους στις συναυλίες και να κάνουμε μια μεγάλη γιορτή.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
The Haunted (OW) | Bandcamp | Deezer | Facebook | Instagram | SoundCloud | Spotify | X/Twitter | YouTube