Ένας καλλιτέχνης, όσο μεγάλος και να θεωρείται, είναι λίγες οι φορές που θα «αγγίξει ουρανό». Από την άλλη, μπορεί και να μην είναι καν αυτό το ζητούμενο. Η ιστορία των Pavlovs Dog μας εγείρει αυτά τα ερωτήματα. H εκκωφαντική είσοδός τους στην progressive μουσική, τους έφερε δίπλα σε συγκροτήματα όπως οι Led Zeppelin και οι Rolling Stones. Η συνέχεια, όμως, τους έκανε να «φλερτάρουν» με την αφάνεια.

Pavlov's Dog

Η ετυμολογία του ονόματος του συγκροτήματος φανερώνει την πρόθεσή του να δώσει ένα περίπλοκο και εξεζητημένο νόημα στην ταυτότητά του. Ο σκύλος του Παβλόφ είναι ένα γνωστό ψυχιατρικό πείραμα του ομώνυμου Ρώσου επιστήμονα, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στον κλάδο της συμπεριφορικής ψυχολογίας. Ουσιαστικά, επισημαίνει τη σχέση ανάμεσα στα διαφορετικά εξωτερικά ερεθίσματα και στην εγκεφαλική λειτουργία. Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμετώπιση των φοβιών.

Το ταξίδι τους ξεκινάει το 1971 στην πόλη St Louis στο Μισούρι των ΗΠΑ. Ο 19χρονος τραγουδιστής/ τραγουδοποιός David Surkamp μαζί με τον μπασίστα Rick Stockton δημιουργούν τους “High On A Small Hill”. Ο ήχος τους δείχνει να είναι εντελώς διαφορετικός από αυτό που θα περιμέναμε σε μία από τις πρωτεύουσες του blues και rock and roll. Να σημειώσουμε εδώ, ότι το Μισούρι είναι γενέτειρα μουσικών όπως ο Charlie Parker και ο Chuck Berry.

Όσο περίεργο και αν ακούγεται, κάποια στιγμή, οι Pavlov's Dog συναγωνίζονταν τους εαυτούς στα charts

Σύντομα οι νεαροί προσθέτουν στο δυναμικό τους τον βιολιστή Sigfried Carver και τον Mike Safron στα ντραμς. Το όνομά τους αλλάζει σε Pavlov’s Dog και το μέλλον τούς επιφυλάσσει πολλά. Ανάμεσα σε χλιαρά lives, λίγες ήταν οι μπάντες και οι χώροι που τους υποδέχτηκαν. Ωστόσο, οι Blue Öyster Cult ήταν η εξαίρεση, ενώ αργότερα συνεργάστηκαν και με τους παραγωγούς τους, Sandy Pearlman και Murray Krugman. Μετά την ηχογράφηση κάποιων demos, η δισκογραφική ABC Records ενθουσιάζεται μαζί τους. Μάλιστα, υπογράφουν ένα ιδιαίτερα υψηλό συμβόλαιο για πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα (650.000 δολάρια).

Λίγα χρόνια μετά, το χειμώνα του 1974 ηχογραφούν στη Νέα Υόρκη πλέον σε 7μελή σύνθεση – Doug Rayburn mellotron και φλάουτο, David Hamilton πλήκτρα και Steve Scorfina (από τους REO Speedwagon) στην κιθάρα. Το θρυλικό “Pampered Menial” παίρνει σάρκα και οστά. Το album θα εκδοθεί δύο φορές, καθώς κάπου στα μισά οι Pavlov’s θα υπογράψουν με την Columbia Records. Συνεπώς, ναι, σε κάποια φάση ο ίδιος δίσκος συναγωνιζόταν τον εαυτό του στα charts.

Ο δίσκος ξεκινάει με την γνωστή μπαλάντα “Julia” και τα πλήκτρα του Hamilton. Και ο κόσμος ακούει για πρώτη φορά αυτή τη μοναδική φωνή του Surkamp, της ψυχής του συγκροτήματος. Έντονο βιμπράτο, λυγμός και ψηλές νότες. Κάποιοι θα τον παραλληλίσουν με τον Robert Plant ακόμα και με την Edith Piaf (!). Εγώ θα τον έλεγα και βάρδο. Ο ίδιος δεν φαίνεται να συναισθάνεται αυτήν του την ιδιαιτερότητα. Είναι ελεύθερος και μοιράζεται μελωδίες και στίχους γραμμένους ακόμα και χρόνια πριν. Για παράδειγμα, το κομμάτι αυτό το συνέθεσε στο πατρικό του όταν χώρισαν οι γονείς του μέσα σε 15-20 λεπτά.

Μόνο σπάνια ένα εντελώς άγνωστο, μη διαφημισμένο συγκρότημα εισβάλλει στη ζαλισμένη συνείδησή μας με ένα πρώτο άλμπουμ τέτοιας έντασης

Προσωπικά, θεωρώ ότι το Pampered Menial είναι από τους δίσκους που δεν χρειάζεται «να σηκώσεις τη βελόνα». Έχει αξεπέραστα κομμάτια όπως “Late November”, “Song Dance”, “Theme for Subway Sue”, “Episode”. Την ίδια στιγμή περιλαμβάνει όλα τα συστατικά για έναν progressive δίσκο: ρυθμική αντίστιξη, solos (όχι τόσο μακροσκελή όπως σε άλλα του είδους), διάφορα όργανα και αυτή τη διάθεση της αλλαγής.

Έχει όμως και μια δική του ταυτότητα, μια μελαγχολία. «Μου αρέσει η μελαγχολία», λέει ο Surkamp, όταν τον ρωτούν για το πώς να αποτυπώθηκε αυτή η διάθεση παγωμένης απόγνωσης. «Ηχογραφήσαμε το άλμπουμ τον Δεκέμβριο. Θυμάμαι ότι ζούσα με το μπουφάν της μοτοσικλέτας μου και οι promo φωτογραφίες μάς έδειχναν στο Soho και το Greenwich Village με χειμωνιάτικη ενδυμασία».

Η αντίδραση του κόσμου; Θυελλώδης! «Μόνο σπάνια ένα εντελώς άγνωστο, μη διαφημισμένο συγκρότημα εισβάλλει στη ζαλισμένη συνείδησή μας με ένα πρώτο άλμπουμ τέτοιας έντασης», έγραψε ο Max Bell του NME τον Ιούνιο του 1975.

Πιθανώς, το «προπονημένο» σε τέτοιους ήχους Ηνωμένο Βασίλειο να εξέλαβε θερμότερα την μουσική τους από ό,τι η Αμερική. Αυτό είναι και το παράπονο του Surkamp. Ήθελε να μεταφερθεί το συγκρότημα στην Ευρώπη, καθώς πίστευε ότι η jazz και rock παράδοση του τόπου τους δεν θα τους άφηνε να εξελιχθούν.

Ο δεύτερος δίσκος "At the Sound of the Bell” έρχεται το 1976 και αποτελεί σίγουρα μια πιο ώριμη προσπάθεια

«Προέρχομαι από ένα acoustic μουσικό υπόβαθρο. Έπαιζα γιουκαλίλι, μαντολίνο και πιάνο από πολύ μικρός. Η γιαγιά μου είχε μια ωραία φωνή και σπούδασε θέατρο. Ήταν μεγάλη θαυμάστρια του Σαίξπηρ και μου έπαιζε Chopin, λίγο Beethoven, Mozart προφανώς. Υποθέτω ότι άκουγα πολύ Bach, απλά προσπαθώντας να καταλάβω πώς λειτουργεί η μουσική. Άκουγα αγγλικά λαϊκά τραγούδια, παιδικές μπαλάντες, τον Pete Seeger, τον Leadbelly, τον Woody Guthrie. Υπήρχε πάντα μια κιθάρα στο σπίτι. Οπότε δεν προέρχομαι απαραίτητα από ένα hard rock περιβάλλον».

Σχεδόν αμέσως μετά το release του πρώτου δίσκου, ο βιολιστής Craver αποχωρεί. Η μπάντα κάνει συνεχόμενα εγχώρια tours, παίζοντας με τους BOC, Aerosmith, ELO, Slade, Rush και Jefferson Starship. Σταδιακά αποχωρούν και ο Hammilton με τον Safron. Προστίθεται ο Thomas Nickeson (κιθάρα) αλλά και διάφοροι session μουσικοί. Ο πιο γνωστός από αυτός, ο ντράμερ Bill Bruford των King Crimson και Genesis, ως χάρη στον παραγωγό Murray. Και ο σαξοφωνίστας Andy Mackay των Roxy Music.

Σε αυτή την συνθετική αναταραχή, ο Surkamp είναι περισσότερο συνειδητοποιημένος από τους υπόλοιπους. Επιθυμεί να εξελιχθούν παιχτικά και καλλιτεχνικά, για αυτό και προτείνει τους session μουσικούς. Ο δεύτερος δίσκος “At the Sound of the Bell” έρχεται το 1976 και αποτελεί σίγουρα μια πιο ώριμη προσπάθεια. Της λείπει, όμως, η σπιρτάδα.

Αυτός θα είναι ο τρίτος δίσκος των Pavlov’s Dog, γνωστός ως “Third”, με συγγραφικά credits στον ίδιο και τον Scorfina

Ο τίτλος του album είναι φυσικά μία μνεία στα πειράματα του Pavlov, αλλά και στον Βίκτωρ Ουγκό και την «Παναγία των Παρισίων», σύμφωνα με τον Surkamp. Για αυτό και το εξώφυλλο απεικονίζει τον Κωδωνοκρούστη Κουασιμόδο. Ο ήχος του είναι πιο απαλός από αυτόν που μας προετοίμασαν στο Pampered. Αυτό, ίσως, οφείλεται στην λατρεία του frontman στις μελωδικές γραμμές και στην ανάδειξη των τραγουδιών του. «Αν έχεις ένα καλό τραγούδι, θα πρέπει να μπορείς να το κάνεις να ακούγεται υπέροχα, είτε τραγουδάς a cappella είτε έχεις ορχήστρα σε αυτό. Έτσι, ένα πραγματικό μέρος των Pavlov’s Dog είναι τα τραγούδια μου, σίγουρα». Από τα tracks ξεχωρίζω τα “She Came Shining”, “Mersey” και “Valkerie”.  

Παρ’ όλα αυτά, οι εσωτερικές διαμάχες και η κλασσική κατάρα των credits δεν μπόρεσε να κρατήσει ζωντανό το όραμα. Ο Surkamp εστιάζει το πρόβλημα στο ότι όλοι ήθελαν να τελέσουν χρέη songwriter. Μία αποτυχημένη προσπάθεια των υπολοίπων να συνθέσουν τον τρίτο δίσκο, κάνει τους παραγωγούς να «κλείσουν» τον Surkamp σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με ένα σωρό μηχανήματα (Mellotron και Solina String Ensemble) και να πατήσουν record. 

Αυτός θα είναι ο τρίτος δίσκος των Pavlov’s Dog, γνωστός ως “Third”, με συγγραφικά credits στον ίδιο και τον Scorfina. Επίσημα δεν κυκλοφόρησε παρά στο κοντινό 2007 υπό τον τίτλο ”Has Anyone Seen Sigfried?” (εννοώντας το πρώην μέλος τους Sigfried Craver). Ωστόσο, στα 80s κυκλοφορούσε ως bootleg χάρη στη διαρροή του από τον Scorfina.

Έρχεται λοιπόν ένα τηλεοπτικό συνεργείο από το Βερολίνο και νόμιζαν ότι αυτή είναι η βασική τραγουδίστρια των Pavlov’s Dog. Οπότε τη ρωτάνε πώς αισθάνεσαι που τραγουδάς στη θέση του μακαρίτη πατέρα σου;

Το 1977 η μπάντα διαλύεται, με την Columbia να αφήνει αναπάντητες κλήσεις παντού. Πολλοί θα πουν ότι αυτοί οι 3 δίσκοι είναι και η ιστορία των Pavlov’s Dog. Γενικά όλα τα μέλη ακολούθησαν μια ήρεμη ζωή είτε πάνω στη σκηνή είτε εντελώς εκτός. Μάλιστα, οι φήμες έφτασαν τόσο στα άκρα, ώστε ο τραγουδιστής Surkamp να θεωρείται πεθαμένος από υπερβολική δόση ήλιου (helium).

Φυσικά αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο ίδιος αφηγείται. «Πριν από έξι χρόνια παίζαμε σε ένα φεστιβάλ στη Γερμανία. Η κόρη μου ήταν μαζί μας γιατί έχει ωραία φωνή και καμιά φορά μας συνοδεύει στα υποστηρικτικά φωνητικά. Καθόταν λοιπόν σε μία γωνιά, ενώ εγώ στεκόμουν πιο δίπλα με δύο φίλους κιθαρίστες και συζητούσαμε. Έρχεται λοιπόν ένα τηλεοπτικό συνεργείο από το Βερολίνο και νόμιζαν ότι αυτή είναι η βασική τραγουδίστρια των Pavlov’s Dog. Οπότε τη ρωτάνε πώς αισθάνεσαι που τραγουδάς στη θέση του μακαρίτη πατέρα σου; (your late father) Και αυτή με αφέλεια απάντησε: ο πατέρας μου δεν αργεί ποτέ (my father is never late)

Θα παραφράσω: καλό σκυλί ψόφο δεν έχει! Το 1990, ο Surkamp με τον Rayburn «ανασταίνουν» το συγκρότημα και κυκλοφορούν τον τέταρτο δίσκο “Lost in America”. Ένας πολύ πιο commercial ήχος, κοντά στο AOR, θα λέγαμε ευχάριστα αδιάφορο.

Ίσως το ταξίδι των Pavlov’s Dog να είναι συνυφασμένο με τον τραγουδιστή του

Μετά από μια επετειακή επανένωση το 2004 στο St. Louis, η μπάντα θα συνεχίσει ουσιαστικά μόνο με τον Surkamp από τα παλιά μέλη. Σημαντική προσθήκη είναι η Sara Surkamp στα φωνητικά και την κιθάρα, εφηβικός του έρωτας και σύζυγός του. Αλλά και η εκθαμβωτική Abbie Steiling στο βιολί και το μαντολίνο. Για τον Surkamp, πλέον, αυτή είναι η πιο μουσικά ευχάριστη περίοδος της ζωής του.

Ίσως το ταξίδι των Pavlov’s Dog να είναι συνυφασμένο με τον τραγουδιστή του. Από την άλλη, όσο περισσότερο ακούω το Pampered Menial και τα demos που τους χάρησαν αυτήν την καριέρα πίσω στο 1974 (Perkin Tapes, 2008), τόσο αισθάνομαι ότι είχαν μια μοναδική λάμψη. Μια λάμψη που άξιζε περισσότερη προσοχή από τον κόσμο.

Σε κάθε περίπτωση, οι Pavlov’s Dog εξακολουθούν να ενορχηστρώνουν υπέροχες μουσικές με νοσταλγικότητα και φρεσκάδα. Ο σκύλος του Παβλόφ τελευταία φορά, επισκέφτηκε τη χώρα μας το 2019. Φέτος, θα μας ξανάρθει για μια αξέχαστη βραδιά, στις 10 Σεπτεμβρίου στο Κύτταρο.

Artist: Sober On Tuxedos

Album: Good Intentions

Label: Heaven Music

Release Date: 11/12/2020

Genre: Nu Metal, Metalcore

Share.
Exit mobile version