Το 1995, το death metal γνώρισε μια σημαντική αλλαγή με την κυκλοφορία του ντεμπούτου άλμπουμ των Six Feet Under, “Haunted”. Δεν ήταν απλώς για μια νέα μπάντα που έκανε τα πρώτα της βήματα, ήταν μια καλλιτχνεική δήλωση του Chris Barnes, του πρώην frontman των Cannibal Corpse, μιας από τις πιο εμβληματικές μπάντες του είδους.
Το “Haunted” σηματοδοτούσε την αρχή ενός νέου κεφαλαίου για τον Barnes, ο οποίος θα αποχωρούσε από τους Cannibal Corpse εν μέσω αυξανόμενων εντάσεων και διαφορών. Αυτό το άλμπουμ έγινε ορόσημο στο death metal, αντιπροσωπεύοντας την προσπάθεια του Barnes για δημιουργική ελευθερία και σηματοδοτώντας μια ευρύτερη μεταμόρφωση στο ίδιο το είδος.
Η αποχώρηση του Chris Barnes από τους Cannibal Corpse ήταν ένα από τα πιο πολυσυζητημένα γεγονότα της death metal σκηνής τη δεκαετία του 1990. Ως frontman των Cannibal Corpse, ο Barnes ήταν η φωνή πίσω από μερικούς από τους πιο βίαιους στίχους στην ιστορία του metal. Από το “Eaten Back to Life” έως το “The Bleeding”, τα brutal του και οι μακάβριες αφηγήσεις του βοήθησαν να καθοριστεί η ταυτότητα του συγκροτήματος. Εδραιώνοντας, ταυτόχρονα, τη θέση του ως ένα από τα πιο διαβόητα σχήματα του death metal.
Ωστόσο, από τα μέσα εκείνης της δεκαετίας, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές στους Cannibal Corpse. Η στροφή της μπάντας προς έναν πιο τεχνικό και γυαλισμένο ήχο ερχόταν σε αντίθεση με το όραμα του Chris Barnes. Οι ηχογραφήσεις για το “Created to Kill” – που αργότερα κυκλοφόρησε ως “Vile” – αμαυρώθηκαν από συγκρούσεις μεταξύ του Barnes και των υπόλοιπων μελών.
Με τους Six Feet Under, ο Chris Barnes απομακρύνθηκε από τον ιλιγγιώδη ρυθμό και την αδυσώπητη επιθετικότητα των Cannibal Corpse
Ο παραγωγός Scott Burns, ένας βετεράνος της death metal σκηνής, ήταν μάρτυρας της αυξανόμενης ρήξης, καθώς ο Barnes συγκρούστηκε με τον μπασίστα Alex Webster και τον ντράμερ Paul Mazurkiewicz για τα φωνητικά μοτίβα και το στιχουργικό περιεχόμενο. Οι διαφωνίες κλιμακώθηκαν και ο Barnes έφυγε από το στούντιο για μια ευρωπαϊκή περιοδεία με το τότε side project του, τους Six Feet Under. Έγινε σαφές ότι ο χρόνος του με τους Cannibal Corpse είχε τελειώσει.
Η αποχώρηση του Barnes δεν ήταν μια σημαντική στιγμή μόνο για το συγκρότημα, αλλά για όλο το είδος. Άφησε ένα κενό στους Cannibal Corpse, που τους οδήγησε να προσλάβουν τον George “Corpsegrinder” Fisher. Ο Fisher, με το πιο τεχνικά επιδέξιο φωνητικό στυλ του, βοήθησε να εκτοξεύσει το συγκρότημα σε νέα ύψη. Για τον Barnes, ωστόσο, αυτή η διακοπή ήταν μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του ως καλλιτέχνη και να εξερευνήσει νέες μουσικές κατευθύνσεις, απαλλαγμένος από τους δημιουργικούς περιορισμούς που ένιωθε μέσα στους Cannibal Corpse.
Ίδρυσε, λοιπόν, τους Six Feet Under το 1993, ενώ ήταν ακόμα στους Cannibal Corpse. Αρχικά ήταν ένα side project με τον κιθαρίστα των Obituary, Allen West. Μαζί με τον μπασίστα Terry Butler, επίσης γνωστό από τους Obituary και τους Death, και τον ντράμερ Greg Gall, η μπάντα ανέπτυξε γρήγορα τη δική της ταυτότητα. Ξεχωριστή από τον πιο γρήγορο και τεχνικά πολύπλοκο ήχο που κυριαρχούσε στο death metal εκείνη την εποχή. Με τους Six Feet Under, ο Barnes απομακρύνθηκε από τον ιλιγγιώδη ρυθμό και την αδυσώπητη επιθετικότητα των Cannibal Corpse. Υιοθέτησε ένα groove-oriented, mid-tempo στυλ που έδινε έμφαση στην ατμόσφαιρα έναντι της ταχύτητας.
Το “Haunted” ήταν κάτι περισσότερο από το ντεμπούτο των Six Feet Under
Το “Haunted” ήταν το προϊόν αυτής της νέας δημιουργικής κατεύθυνσης. Tο άλμπουμ, που κυκλοφόρησε μέσω της Metal Blade Records, παρουσίασε μια ωμή προσέγγιση. Κομμάτια, όπως το “The Enemy Inside” και το “Lycanthropy” ανέδειξαν το νέο φωνητικό στυλ του Barnes – ακόμα βαθύ και λαρυγγικό, αλλά πιο ελεγχόμενο και κατανοητό από την προηγούμενη δουλειά του. Η απουσία blast-beats και γρήγορων riffs επέτρεψε στο groove τους να λάμψει, δημιουργώντας έναν ήχο, που ήταν ταυτόχρονα βίαιος και προσιτός.
Η σύνθεση των Six Feet Under συγκέντρωσε μερικούς από τους πιο έμπειρους μουσικούς στο death metal. Ο καθένας έφερε τις δικές του επιρροές στο μείγμα του σχήματος. Τα χαρακτηριστικά κιθαριστικά riffs του Allen West, που θύμιζαν τη δουλειά του με τους Obituary, παρείχαν ένα «λασπωμένο» background που συμπλήρωνε ιδανικά τα φωνητικά του Barnes. Οι μπασογραμμές του Terry Butler προσέθεσαν ένα παχύ, παραμορφωμένο στρώμα που ενίσχυσε το βάρος του άλμπουμ. Αλλά και το drumming του Greg Gall, που μπορεί να στερείται του φρενήρη ρυθμού που συναντάται σε μεγάλο μέρος του είδους, παρείχε μια σταθερή, ρυθμική βάση που οδήγησε τον ήχο της μπάντας προς τα εμπρός.
Το “Haunted” ήταν κάτι περισσότερο από το ντεμπούτο των Six Feet Under. Έμοιαζε σαν ένα μανιφέστο της ανεξαρτησίας του Barnes από το παρελθόν του. Η παραγωγή του άλμπουμ, την οποία ανέλαβε ο Brian Slagel, αποτύπωσε την ωμή ενέργεια της μπάντας χωρίς το γυάλισμα που είχε αρχίσει να παρεισφρέει στις μεταγενέστερες δουλειές των Cannibal Corpse. Αυτή η ωμότητα έγινε καθοριστικό χαρακτηριστικό του άλμπουμ, δίνοντάς του underground αίσθηση.
Ενώ πολλές μπάντες επιτάχυναν, οι Six Feet Under τράβηξαν χειρόφρενο, δημιουργώντας χώρο στη μουσική τους για να αναπνεύσει
Στιχουργικά, ο Barnes παρέμεινε πιστός στις ρίζες του, εξερευνώντας θέματα θανάτου και τρόμου, αλλά με μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση. Τραγούδια, όπως τα “Beneath a Black Sky” και “Human Target”, διατήρησαν τις σκοτεινές, γκροτέσκες εικόνες, για τις οποίες ήταν γνωστός ο Barnes. Πλέον, όμως, με μεγαλύτερη έμφαση στην αφήγηση και την ατμόσφαιρα. Οι στίχοι είχαν λιγότερο να κάνουν με την αξία του σοκ και περισσότερο με τη δημιουργία μιας διάθεσης.
Ο groove-βαρύς ήχος του άλμπουμ το ξεχώριζε από το υπερ-τεχνικό death metal που κυριαρχούσε στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ενώ πολλές μπάντες επιτάχυναν, οι Six Feet Under τράβηξαν χειρόφρενο, δημιουργώντας χώρο στη μουσική τους για να αναπνεύσει. Αυτός ο σκόπιμος ρυθμός επέτρεψε στο συγκρότημα να δημιουργήσει τραγούδια, που ήταν ταυτόχρονα ακραία και αξιομνημόνευτα.
Το “Haunted” ήταν μια πολωτική κυκλοφορία. Σε μερικούς οπαδούς έλειψε η ταχύτητα και η ένταση του παρελθόντος του Chris Barnes. Άλλοι αγκάλιασαν τη νέα προσέγγιση του death metal που προσέφεραν οι Six Feet Under. Ο αντίκτυπος του άλμπουμ, ωστόσο, επεκτάθηκε πολύ πέρα από τις αρχικές αντιδράσεις. Απομακρυνόμενος από την αδυσώπητη επιθετικότητα των Cannibal Corpse, ο Barnes βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για μια διαφορετική ερμηνεία του death metal. Μία που θα έδινε προτεραιότητα στο groove και την ατμόσφαιρα χωρίς να θυσιάζει τη βιαιότητα.
Η προσέγγιση των Six Feet Under επηρέασε ένα κύμα συγκροτημάτων που προσπάθησαν να εξισορροπήσουν το ακραίο με το προσιτό. Οι πιο αργοί ρυθμοί έγιναν πρότυπο για άλλα συγκροτήματα που ήθελαν να διαφοροποιηθούν σε μια γεμάτη σκηνή. Μπάντες, που μπορεί να ένιωθαν «πίεση να συμμορφωθούν με την τεχνική κούρσα» του είδους, βρήκαν έμπνευση στην απλότητα του “Haunted”.
Το “Haunted” για τον Chris Barnes, ήταν η αρχή ενός ταξιδιού που θα τον έκανε μια από σημαντικότερες μορφές του είδους
Εν τω μεταξύ, οι Cannibal Corpse απογειώθηκαν με το νέο τους τραγουδιστή. Η άφιξη του Fisher σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για τους Cannibal Corpse. Ο χωρισμός του Chris Barnes με την πρώην μπάντα του ωφέλησε τελικά και τα δύο μέρη. Ώθησε και τα δύο να εξερευνήσουν νέα μουσικά εδάφη και να επεκτείνουν την επιρροή τους μέσα στο death metal.
Σχεδόν 30 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Haunted” παραμένει ως ένα άλμπουμ-ορόσημο, που κατέγραψε μια κομβική στιγμή στην ιστορία του death metal. Για τον Chris Barnes, ήταν η αρχή ενός ταξιδιού που θα τον έβλεπε να γίνεται μια από τις πιο σημαντικές μορφές του είδους. Η ιστορία του “Haunted” είναι, στον πυρήνα της, η ιστορία της αποφασιστικότητας του Chris Barnes να χαράξει το δικό του μονοπάτι.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Six Feet Under
Album: Haunted
Release Date: 26/09/1995
Genre: Death Metal
1. The Enemy Inside
2. Silent Violence
3. Lycanthropy
4. Still Alive
5. Beneath a Black Sky
6. Human Target
7. Remains of You
8. Suffering in Ecstasy
9. Tomorrow’s Victim
10. Torn to the Bone
11. Haunted
Producer: Scott Burns, Brian Slagel
Candlemass: Chris Barnes (Φωνή), Allen West (Κιθάρα), Terry Butler (Μπάσο), Greg Gall (Τύμπανα)
Bandcamp | Deezer | Facebook | ReverbNation | SoundCloud | Spotify | Tidal | YouTube