Όταν το “Supernatural” έκανε πρεμιέρα το 2005, ελάχιστοι θα μπορούσαν να φανταστούν ότι μια σειρά τρόμου του Eric Kripke, με πρωταγωνιστές τους Jensen Ackles και Jared Padalecki στους ρόλους των Dean και Sam Winchester, θα κρατούσε για δεκαπέντε σεζόν, θα έφτανε τα εκατοντάδες επεισόδια και θα γινόταν μια από τις πιο αγαπημένες παραγωγές στην ιστορία του CW, και όχι μόνο. Στα χαρτιά έμοιαζε με μια κλασσική σειρά του είδους, με δύο αδέλφια που κυνηγούν φαντάσματα και δαίμονες σε όλη την Αμερική. Στην πράξη, όμως, εξελίχθηκε σε κάτι πολύ πιο ιδιαίτερο Μετατράπηκε σε μια σειρά που έκανε τους θεατές να νιώθουν οικεία, ευπρόσδεκτοι και με έναν περίεργο τρόπο… ήρεμοι, ακόμα και όταν παρακολουθούσαν αγγέλους να τυλίγονται στις φλόγες ή δαίμονες να αναδύονται από πτώματα.
Η παράξενη διττότητα του “Supernatural”, το πώς δηλαδή μια σειρά γεμάτη θανάτους κατάφερε να γίνει safe space για τους θαυμαστές της, δεν προέκυψε τυχαία. Ήταν αποτέλεσμα της μακροχρόνιας αφήγησης, της χημείας που εξελίχθηκε σταδιακά ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, της σταθερής δουλειάς μιας αφοσιωμένης παραγωγικής ομάδας και της βαθιάς κατανόησης του τι μπορεί να σημαίνει η έννοια της «οικογένειας» στην τηλεόραση.
Το δέσιμο των Winchester που κράτησε τη σειρά ζωντανή
Το πιο βασικό στοιχείο του “Supernatural” δεν ήταν ούτε τα όπλα για το κυνήγι δαιμόνων ούτε η ομολογουμένως καλά χτισμένη μυθολογία του. Ήταν μια απόφαση για το καστ που, χωρίς τυμπανοκρουσίες, άλλαξε τον χαρακτήρα της σειράς από την πρώτη στιγμή. Με την αλλαγή στους αρχικούς ρόλους, ο Eric Kripke κατάφερε να πάει κόντρα στη νόρμα του είδους. Αντί να βλέπουμε έναν κλασικό, σκοτεινό ήρωα (όπως θα μπορούσε να ερμηνεύσει ο Jensen Ackles στον ρόλο του Sam), βρεθήκαμε να παρακολουθούμε έναν συναισθηματικά πιο ευάλωτο μικρότερο αδελφό και έναν πιστό, προστατευτικό μεγαλύτερο. Αυτή η αλλαγή έφερε μια δυνατή αντίθεση ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, καθορίζοντας από νωρίς τον τόνο της σειράς.
Αρχικά, ο Jensen Ackles είχε προταθεί για τον ρόλο του Sam. Τελικά, η δημιουργική ομάδα κατέληξε να δώσει τον ρόλο στον Jared Padalecki, επιλέγοντάς τον για τον πιο εσωστρεφή και συναισθηματικό χαρακτήρα, ενώ ο Ackles ανέλαβε τον Dean, τον αδελφό που συνδυάζει το χιούμορ, τον σαρκασμό και την ετοιμότητα για δράση. Αυτή η επιλογή, είτε έγινε συνειδητά είτε όχι, αποτέλεσε τη βάση για ό,τι ακολούθησε στη σειρά.

Με τα χρόνια, η σχέση ανάμεσα στον Sam και τον Dean εξελίχθηκε με λεπτές, σχεδόν ανεπαίσθητες αλλαγές. Η σειρά δεν προσπάθησε ποτέ να δείξει ότι ξεπέρασαν τα τραύματά τους ή ότι η εξάρτηση που είχαν μεταξύ τους ήταν κάτι υγιές. Δεν ήταν. Αντί για τους συνηθισμένους «άψογους» ήρωες, η σειρά προτίμησε να εστιάσει σε δύο ανθρώπους μπερδεμένους και αληθινούς, και αυτό έφερε μια αίσθηση οικειότητας. Μάλωναν, απομακρύνονταν, αλλά πάντα κατέληγαν ξανά μαζί. Μέσα από όλα αυτά οι θεατές άρχισαν να τους καταλαβαίνουν και αυτή η σιωπηρή αίσθηση οικειότητας, που θύμιζε σχεδόν οικογένεια, ήταν εκείνη που τους κράτησε. Όχι για την πλοκή. Για τους ίδιους τους χαρακτήρες.
Μια σειρά που άλλαζε μορφή χωρίς να χάνει τον πυρήνα της
Ένα από τα πιο έξυπνα στοιχεία του Supernatural ήταν η ικανότητά του να ανανεώνεται διαρκώς χωρίς να χάνει ποτέ τον πυρήνα του. Επεισόδια όπως το “The French Mistake“, όπου ο Sam και ο Dean βρίσκονται σε έναν κόσμο όπου είναι ηθοποιοί, ή το “Baby“, που παρουσιάζει όλη την ιστορία μέσα από την οπτική του Impala, έδειξαν πόσο τολμηρή μπορούσε να γίνει η σειρά όταν ήθελε να ξεφύγει από τα συνηθισμένα. Αυτές οι επιλογές ενίσχυσαν το σύμπαν της σειράς, κρατώντας το πάντα φρέσκο, χωρίς να απομακρυνθεί από τον βασικό του άξονα. Κάθε φορά που η βασική φόρμουλα έδειχνε να εξαντλείται – είτε με την ιστορία της Αποκάλυψης, είτε με την αστοχία των Λεβιάθαν, είτε με την εμφάνιση του Θεού ως χαρακτήρα – η σειρά έπαιρνε μια νέα κατεύθυνση.
Κάτι άλλο που κράτησε το κοινό ήταν το γεγονός ότι, όσο μακριά κι αν ταξίδευε το “Supernatural”, το συναισθηματικό υπόβαθρο των χαρακτήρων έμενε πάντα γειωμένο. Ακόμα και στις πιο παράξενες ή αστείες στιγμές, το διακύβευμα παρέμενε προσωπικό. Αυτή η σταθερή συναισθηματική βάση έδωσε στη σειρά έναν ξεχωριστό τόνο, που την πρoφύλαξε από το να καταλήξει σε παρωδία. Δίνοντας χώρο στα συναισθήματα των χαρακτήρων, ακόμη και μέσα σε εξωφρενικά σενάρια, το “Supernatural” κατάφερε να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό του. Επειδή οι θεατές ήξεραν ότι θα τους αντιμετωπίζουν πάντα με σοβαρότητα, όσο τρελή κι αν γινόταν η πλοκή.
Η άμεση σύνδεση "Supernatural" και κοινού
Όταν ο Misha Collins εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως Castiel, έμοιαζε με μια ακόμη φιγούρα στην επεκτεινόμενη ουράνια ιεραρχία της σειράς. Κάτι που ξεκίνησε ως ένας ρόλος για μία μόνο σεζόν εξελίχθηκε γρήγορα σε κάτι πιο σταθερό, και αυτό οφειλόταν τόσο στη χημεία μεταξύ του Castiel και του Dean, όσο και στην αντίδραση των θεατών. Η σειρά, και κυρίως Eric Kripke, αφουγκραζόταν το κοινό της και απορροφούσε το ενδιαφέρον του και το ενσωμάτωνε στην αφήγηση.
Αυτή η ανταπόκριση εξελίχθηκε σε στρατηγική επιβίωσης. Από δευτερεύοντες χαρακτήρες όπως οι Bobby, Charlie και Rowena, μέχρι βασικούς αντιπάλους όπως οι Lucifer και Crowley, το “Supernatural” κατάφερε να ανακαλύπτει συνεχώς νέους άξονες που ενίσχυαν την ιστορία των Winchester χωρίς να τη φθείρουν. Αυτό είναι σπάνιο. Οι περισσότερες σειρές του είδους καταρρέουν όταν το καστ μεγαλώνει. Το “Supernatural”, όμως, έμοιαζε να δυναμώνει.
Και όμως, ο τρόμος στο Supernatural ήταν safe space
Ο τόνος της σειράς ήταν πάντα το πιο περίεργο χαρακτηριστικό της. Περιλάμβανε σκηνές με ωμούς θανάτους, ηθικά διλήμματα και ακόμα και βιβλικές πληγές. Κι όμως, πολλοί την περιγράφουν ως «σειρά που σε κάνει να νιώθεις οικεία». Αυτή η φαινομενική αντίθεση ήταν το πιο έξυπνο κόλπο της σειράς. Ο τρόμος λειτουργούσε περισσότερο ως πλαίσιο παρά ως βασικό θέμα. Σε αντίθεση με άλλες σειρές τρόμου ή φαντασίας που βασίζονται κυρίως στο θέαμα ή τη φρίκη, το “Supernatural” χρησιμοποίησε τα τρομακτικά στοιχεία για να στηρίξει ιστορίες γύρω από τη θλίψη, την πίστη και τη θυσία. Αυτή η σύγκρουση ύφους, ανάμεσα στο υπερφυσικό και την ανθρώπινη ευαισθησία, της επέτρεψε να ξεχωρίσει στο είδος.
Το “Supernatural” έμοιαζε πάντα λίγο με με μία οικογενειακή σειρά που είχε μεταμφιεστεί για το Halloween. Το αίμα και τα τελετουργικά δεν είχαν ποτέ μεγαλύτερη σημασία από τις κουβέντες στο αυτοκίνητο ανάμεσα στις αποστολές. Το Chevy Impala του ’67 ήταν το κινητό καθιστικό της σειράς. Η επιλογή να παρουσιάζεται συχνά σαν χαρακτήρας που μεταφέρει το πνεύμα της σειράς, ήταν η απόδειξη για το τι είδους ιστορίες ήθελε να πει η σειρά.
Δεκαπέντε σεζόν χωρίς να χάσει την καρδιά του
Δεκαπέντε σεζόν είναι πολύς καιρός για να περάσεις με οποιονδήποτε. Στις περισσότερες σειρές που κρατούν τόσο πολύ, το κοινό αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις επαναλήψεις. Διακρίνει τα προβλέψιμα μοτίβα, τις κουρασμένες ερμηνείες, τη συνήθεια που δεν λέει να σπάσει. Με το “Supernatural”, όμως, αυτό δεν συνέβη.
Οι Ackles και Padalecki έμειναν αφοσιωμένοι, όχι μόνο ως ηθοποιοί, αλλά και ως ενεργά μέλη της δημιουργικής ομάδας. Σκηνοθέτησαν επεισόδια, κατέθεσαν ιδέες και φρόντισαν να διατηρηθεί η συνέπεια των χαρακτήρων τους. Δεν υπήρξαν σκάνδαλα ούτε εντάσεις στα παρασκήνια. Η σειρά άντεξε στον χρόνο γιατί στηριζόταν σε ανθρώπους που ήθελαν πραγματικά να βρίσκονται εκεί και που ήξεραν πως το κοινό μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά.
Ακόμα και οι δευτερεύοντες ηθοποιοί έδειξαν εντυπωσιακή αφοσίωση. Ο Collins, ο Jim Beaver, η Samantha Ferris, ο Mark Sheppard. Η διάθεσή τους να επιστρέφουν ξανά και ξανά, ακόμη κι όταν η ιστορία τους είχε ουσιαστικά κλείσει, έκανε τη σειρά να μοιάζει με μια μικρή πόλη. Μπορούσες να φύγεις, αλλά πάντα ήξερες πως θα γύριζες πίσω στο σπίτι σου.
Μια κοινότητα σφυρηλατημένη στη φλόγα “Supernatural”
Τελικά, το “Supernatural” εξελίχθηκε σε κάτι πιο μεγάλο από την ίδια του την ιστορία. Έγινε ένα παράδειγμα για το πώς μια σειρά μπορεί να αντέξει στον χρόνο χάρη στην αφοσίωση του κοινού της. Μέσα από συνέδρια, fan art, διαδικτυακές συζητήσεις και podcasts με επαναλήψεις, συνέχισε να υπάρχει ακόμη και μετά τους τίτλους τέλους. Και ας μην ήταν μια σειρά που είχε πάντα happy ending. Σπάνια έδινε πραγματική κάθαρση. Όμως, μέσα από τη σταθερότητά της, προσέφερε κάτι που πολλοί θα το έλεγαν πιο πολύτιμο: οικειότητα. Και σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς, αυτό λειτουργούσε σαν μια πηγή ζεστασιάς. Όχι λόγω του περιεχομένου, αλλά εξαιτίας της τελετουργίας.
Πώς, λοιπόν, μια σειρά τρόμου κατέληξε να προκαλεί τη νοσταλγία που νιώθεις για το σπίτι των παιδικών σου χρόνων; Ίσως επειδή το “Supernatural” κατάφερε να φτάσει σε κάτι πιο ουσιαστικό από τον φόβο. Την ώρα που το κοινό άρχιζε να δείχνει προτίμηση σε σειριακές ιστορίες με συναισθηματικό βάθος, η σειρά ανταποκρινόταν κάθε εβδομάδα. Έχτισε μια αφηγηματική οικογένεια που οι θεατές αναζητούσαν ξανά και ξανά — όχι για τις ανατροπές στην πλοκή, αλλά για την ειλικρίνεια των συναισθημάτων της. Με αυτόν τον τρόπο, απέδειξε πόσο δυνατή μπορεί να γίνει η τηλεόραση όταν η εξέλιξη των χαρακτήρων αντιμετωπίζεται ως σταθερή πυξίδα.
Και στην τελική, carry on my wayward son.