Εδώ και μία δεκαετία, οι ταινίες The Conjuring λειτουργούν σαν ένα στοιχειωμένο σπίτι και ένας καθρέφτη μαζί. Από τη μία, μας θύμιζαν τα κλισέ του είδους, και από την άλλη, μας προκαλούσαν να αναρωτηθούμε γιατί συνεχίζουμε να τις παρακολουθούμε. Η ταινία “The Conjuring: Last Rites” του Michael Chaves παίζει έξυπνα με τις προσδοκίες μας για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει το τελευταίο κεφάλαιο του εν λόγω franchise. Ομολογώ ότι φοβόμουν πως θα μπροούσε να είναι μια πρόχειρη δουλειά για κέρδος (aka «αρπαχτή»), όμως με εξέπληξε ευχάριστ αφού επί της ουσία ςμε έφερε αντιμέτωπο με μια κινηματογραφική σεάνς που φέρνει πίσω όλα όσα έκαναν κάποτε το franchise ξεχωριστό.
Το “The Conjuring: Last Rites” διαδραματίζεται το 1986 και βρίσκει τους Warrens (Vera Farmiga και Patrick Wilson) σε μια φάση ημι-συνταξιοδότησης, καθώς η καρδιοπάθεια του Ed και τα χρόνια τραύματα έχουν αφήσει τα σημάδια τους. Η κόρη τους Judy (Mia Tomlinson), πλέον ενήλικη, κουβαλά το ίδιο ψυχικό βάρος που καθόρισε τη ζωή της μητέρας της. Όταν η ίδια και ο φίλος της Tony (Ben Hardy) μπλέκονται σε μια υπόθεση που αφορά έναν καταραμένο καθρέφτη, ο οποίος συνδέεται με μια παλιά έρευνα των Warrens από τη δεκαετία του 1960, η οικογένεια βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με το σκοτάδι που νόμιζε πως είχε αφήσει πίσω της.
Ένα από τα δυνατά σημεία του Michael Chaves είναι ότι (ανα)γνωρίζει τα κλισέ του είδους χωρίς να τα αφήνει να επιβαρύνουν την ταινία. Υπάρχουν τρεμοπαίγματα στα φώτα, ανατριχιαστικά παιδικά παιχνίδια, δαιμονικές αντανακλάσεις, όλα τα γνώριμα στοιχεία του “The Conjuring”, όμως η ταινία τα χρησιμοποιεί με μέτρο, σαν μέρος ενός οικείου ρυθμού. Οι τρομακτικές στιγμές εμφανίζονται τη σωστή στιγμή, και δεν προκαλούν φόβο επειδή αιφνιδιάζουν, αλλά επειδή είναι προσεκτικά σκηνοθετημένες. Η κάμερα μένει λίγο παραπάνω σε κάθε σκηνή, αφήνοντας την ένταση να χτιστεί φυσικά. Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη βελτίωση σε σχέση με την πιο βιαστική προσέγγιση του Chaves στο “TheConjuring: The Devil Made Me Do It”.

Αυτός ο πιο αργός ρυθμός, ωστόσο, λειτουργεί και υπέρ και κατά της ταινίας. Ο Chaves αφιερώνει χρόνο για να χτίσει τις σχέσεις των χαρακτήρων, κυρίως ανάμεσα στη Judy και τον Tony, των οποίων η δυναμική λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα στις γενιές. Η δευτερεύουσα ιστορία τους, με τη γνωριμία με τους γονείς, τον σκεπτικισμό του Ed και την προσπάθειά τους να μπουν σε μια οικογένεια που ζει με το υπερφυσικό, προσθέτει μια ρεαλισμού που σπάνια βλέπουμε στο είδος. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πως οι δυο τους θα αποτελέσουν τη νέα γενιά των Warren, αν και η «παράδοση-παραλαβή» φαίνεται περισσότερο συμβολική.
Η Farmiga και ο Wilson παραμένουν ο πυρήνας του franchise, και το “The Conjuring: Last Rites” το θυμίζει σε κάθε σκηνή. Η χημεία τους αποπνέει μια ήρεμη σιγουριά που ενισχύει ακόμα και τα πιο αδύναμα σημεία της ταινίας. Η ευαλωτότητα του Ed δίνει στον Wilson την ευκαιρία να δείξει μια πιο ανθρώπινη πλευρά του χαρακτήρα του, ενώ η Farmiga συνδυάζει ξανά ευαισθησία και δύναμη με φυσικότητα. Από την αρχή του “The Conjuring” αποτελεί το συναισθηματικό και ηθικό κέντρο της ιστορίας, και εδώ παίρνει το αξιοπρεπές αντίο που της αξίζει.
Ο Michael Chaves καταφέρνει να κρατήσει μια καλή ισορροπία ανάμεσα στο ανθρώπινο και το υπερφυσικό, με περισσότερη αυτοσυγκράτηση απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Οι σκηνές μέσα στο σπίτι, όπως τα οικογενειακά δείπνα, οι αμήχανες γνωριμίες και οι συζητήσεις γύρω από την κληρονομιά της οικογένειας, είναι από τις πιο δυνατές στιγμές του φιλμ. Εκεί ο Chaves βρίσκει χώρο για λίγο χιούμορ και ζεστασιά, χωρίς να χάνει το βλέμμα του από τον επερχόμενο τρόμο. Όταν τελικά το υπερφυσικό στοιχείο κορυφώνεται, η εξέλιξη μοιάζει φυσική και όχι πρόχειρη. Η τελική σκηνή ίσως να μην είναι η πιο τρομακτική της σειράς, όμως είναι από τις πιο δεμένες, με έμφαση στην ενότητα και την εμπιστοσύνη αντί για το ξαφνικό σοκ.
Παρόλα αυτά, το “The Conjuring: Last Rites” έχει και τις αδυναμίες του. Ο ρυθμός σε ορισμένα σημεία είναι πιο αργός απ’ όσο χρειάζεται, ενώ η ιστορία με τα φαντάσματα της Πενσυλβάνια, βασισμένη στην πραγματική υπόθεση των Smurl, δεν έχει το ίδιο βάθος με των προηγούμενων ταινιών. Κάποιοι δευτερεύοντες χαρακτήρες μένουν στην επιφάνεια και ορισμένα εφέ δείχνουν κάπως ξεπερασμένα. Η διάρκεια, που ξεπερνά τις δύο ώρες, θα μπορούσε να είναι μικρότερη χωρίς να χαθεί κάτι ουσιαστικό από την ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα από αυτά δεν χαλάει το τελικό αποτέλεσμα.
Το “The Conjuring: Last Rites” ξεχωρίζει χάρη στην αυτογνωσία του. Αναγνωρίζει την πορεία του και αξιοποιεί αυτή την οικειότητα για να προσφέρει ένα φινάλε που συνδυάζει τη νοσταλγία με την αναγκαιότητα. Δεν ενδιαφέρεται να ξεπεράσει τις προηγούμενες ταινίες, αλλά να τις ολοκληρώσει με ειλικρίνεια και ακιοπρέπεια. Ίσως αυτή η προσέγγιση να μην ικανοποιήσει όσους αναζητούν ασταμάτητο τρόμο, όμως υπενθυμίζει γιατί αυτό το franchise πέτυχε: γιατί πάντα έδινε σημασία στους ανθρώπους πίσω από τις στοιχειωμένες πόρτες.
Αυτό που τελικά καταφέρνει να προσφέρει έιναι ένα κλείσιμο φτιαγμένο με φροντίδα και προδέρμ. Οι σκηνές τρόμου λειτουργούν όπως πρέπει, οι χαρακτήρες κρατούν το ενδιαφέρον και η σκηνοθεσία δείχνει αρκετά καλή ώστε να αποχαιρετήσουμε τη σειρά τη σωστή στιγμή. Αν αυτή είναι πράγματι η τελευταία υπόθεση των Warren, τότε αποτελεί ένα ταιριαστό αντίο, αρκεί να μην επιστρέψουν. Γιατί ναι, αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος, ότι ίσως το Hollywood αποφασίσει να επιστρέψει για να ξεζουμίσει ακόμα μία ίδεα μέχρι να διαλύσει τελείως το legacy της.
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Movie: The Conjuring: Last Rites
Year: 2025
Genre: Horror, Thriller, Mystery
Director: Michael Chaves
Vera Farmiga, Patrick Wilson, Mia Tomlinson, Ben Hardy
The Conjuring: Last Rites
Το “The Conjuring: Last Rites” κλείνει το franchise με σεβασμό και έναν διακριτικό συναισθηματισμό που ταιριάζει σε ένα φινάλε. Μπορεί να μην τρομάζει όσο θα θέλαμε, αλλά κρατά ζωντανό το πνεύμα της σειράς, αφήνοντας τους Warrens να αποσυρθούν με αξιοπρέπεια και με μια αίσθηση ολοκλήρωσης.