Το 1987, οι The Cure δεν αναζήτησαν απαντήσεις – προκάλεσαν ερωτήματα. Το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” ήταν ένα άλμπουμ που επέβαλε ρυθμό, χρώμα και χάος, σε μια εποχή που το συγκρότημα είχε κάθε λόγο να παίξει με ασφάλεια. Όμως αντί να συγκρατήσουν τον εαυτό τους, άφησαν κάθε πτυχή τους να φανεί – με ό,τι ρίσκο συνεπαγόταν αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν ένα διπλό άλμπουμ, κυκλοφορημένο στις 25 Μαΐου, που άλλαξε τις ισορροπίες τόσο στον ήχο τους όσο και στη θέση τους στη διεθνή μουσική σκηνή. Η επιτυχία του δεν προέκυψε από ένα σταθερό μουσικό ύφος. Ήρθε επειδή οι The Cure μετέτρεψαν τις αντιφάσεις τους σε κινητήρια δύναμη.
Στην ουσία του, το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” μοιάζει περισσότερο με δήλωση αυτονομίας παρά με ενιαίο καλλιτεχνικό όραμα. Για ένα συγκρότημα που πέρασε τα περισσότερα χρόνια του ’80 μέσα στον μετα-punk μινιμαλισμό και τη σκοτεινή εσωστρέφεια, η απόφαση να στραφεί προς το funk, το noise rock και το synth pop ήταν μια απρόβλεπτη και τολμηρή κίνηση. Παρ’ όλα αυτά, λειτούργησε. Το άλμπουμ μπήκε στο Top 40 του Billboard 200, έδωσε στους The Cure το πρώτο τους hit single στην Αμερική και διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για το επόμενο βήμα: την καθιέρωσή τους ως top-tier συγκρότημα.
Για να καταλάβει κάποιος τι σημαίνει πραγματικά το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me”, πρέπει να αφήσει στην άκρη την εμβληματική εικόνα του Robert Smith και να δει τι είχε χτίσει το συγκρότημα μέχρι τότε. Δύο χρόνια πριν, το “The Head on the Door” είχε φέρει την πρώτη ουσιαστική στροφή προς την ποπ. Λίγο αργότερα, η επιτυχία της συλλογής “Standing on a Beach” το 1986 άνοιξε ακόμα περισσότερο τον δρόμο στην αγορά των ΗΠΑ. Παράλληλα, οι The Cure συνέχισαν τις περιοδείες με αμείωτο ρυθμό, κερδίζοντας φήμη για τα μεγάλης διάρκειας live και για την εντυπωσιακή μουσική ποικιλία τους. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να μπουν ξανά στο στούντιο, ήθελαν να συμπεριλάβουν κάθε πλευρά της μέχρι τότε πορείας τους, σε μία μόνο κυκλοφορία.
Αντί να επιδιώξουν θεματική συνοχή, οι The Cure, με τον Smith στο τιμόνι, αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τις στιλιστικές τους αντιθέσεις. Δεν στόχευαν σε μια αλλαγή εικόνας. Απλώς αρνήθηκαν να φιλτράρουν τον εαυτό τους. Funk ρυθμοί, πλούσιες ενορχηστρώσεις, τραχιές κιθάρες και dance beats βρήκαν κοινό έδαφος στο ίδιο άλμπουμ. Η επιλογή τους να μη μείνουν πιστοί σε ένα μόνο μουσικό ύφος, ήταν συνειδητή. Ιδανική για μια μπάντα που ήθελε να μπει για τα καλά στο απρόβλεπτο τοπίο της αμερικανικής ποπ κουλτούρας.
Η σύνθεση της μπάντας εκείνη την περίοδο – Robert Smith, Simon Gallup, Boris Williams, Porl Thompson και Lol Tolhurst – ήταν ταυτόχρονα ώριμη και ασταθής. Η συμμετοχή του Tolhurst μειωνόταν σταδιακά, κυρίως λόγω της εξάρτησής του από ουσίες, και τελικά αποχώρησε. Παρ’ όλα αυτά, τα υπόλοιπα μέλη λειτούργησαν με φυσική συνοχή και ξεκάθαρη αίσθηση κατεύθυνσης. Ο Smith προτίμησε να αφήσει τη μουσική να προηγείται. Συχνά, τα όργανα ξεκινούσαν και έπαιζαν για αρκετή ώρα πριν ακουστούν φωνητικά. Έτσι άνοιγε ο δρόμος για πειραματισμούς που έβγαζαν πρόσθεταν βάθος και διαφορετικό νόημα στις συνθέσεις.
Από πλευράς παραγωγής, το άλμπουμ λειτούργησε κόντρα στη λογική της εποχής. Ηχογραφήθηκε στη νότια Γαλλία με τον σταθερό συνεργάτη τους, David M. Allen. Οι ηχογραφήσεις δεν απέδωσαν μόνο ένα φιλόδοξο tracklist. Παρήγαγαν και πλήθος B-sides που εμπλούτισαν το συνολικό υλικό. Εκείνη την εποχή, τα budgets για στούντιο ήταν περιορισμένα και τα ψηφιακά μέσα σχεδόν ανύπαρκτα. Γι’ αυτό και το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει ακόμα πιο εντυπωσιακό. Δεν είχε σημασία μόνο η ποσότητα των κομματιών. Σημασία είχε ο καλλιτεχνικός όγκος και η ένταση των ιδεών. Οι Cure είχαν φτάσει σε σημείο όπου μπορούσαν να αναδείξουν κάθε πτυχή της μουσικής τους ταυτότητας. Ακόμη κι αν αυτές οι πτυχές έμοιαζαν αντίθετες μεταξύ τους, κατάφεραν να συνυπάρξουν χωρίς να αλληλοαναιρούνται.
Η μπάντα επέλεξε να γεμίσει το άλμπουμ με ηχητικές εκπλήξεις, διαμορφώνοντας από νωρίς την ατμόσφαιρα. Αντί να βάλει τον ακροατή σε γνώριμο πλαίσιο, τα πρώτα κομμάτια προκαλούσαν ένταση. Η σειρά των τραγουδιών μοιάζει να βασίστηκε στο τι αντίκτυπο θα είχαν. Αν υπάρχει κάποιο στοιχείο που συνδέει τα πάντα, αυτό είναι η έντονη δυναμική. Οι The Cure ήξεραν πώς να κρατούν τον ακροατή σε εγρήγορση. Παρέμεναν πάντα συγκεντρωμένοι στον στόχο. Κάθε αλλαγή στον τόνο λειτουργούσε σαν μικρή επανεκκίνηση, ενθαρρύνοντας τον ακροατή να μείνει μέχρι το τέλος.
Όταν τον ρώτησαν τι σημαίνει το τραγούδι, ο Smith είπε πως αποτύπωνε «ένα παιδικό όνειρο – ή εφιάλτη – που έγινε πραγματικότητα στην εφηβεία». Σε άλλη συνέντευξη είχε πει ότι, όταν ήταν παιδί, χάθηκε σε ένα δάσος. Αργότερα, όμως, διέψευσε εντελώς αυτή την ιστορία. Όπως και να ’χει, η ασάφεια τελικά λειτουργεί υπέρ του κομματιού. Το τραγούδι μοιάζει προσωπικό, αλλά παραμένει αινιγματικό και λίγο απόμακρο.
Όταν φτάνει επιτέλους το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι του άλμπουμ δεν εμφανίζεται σαν κεντρικός άξονας. Αντίθετα, λειτουργεί ως σημείο καμπής. Το “Just Like Heaven” μπήκε στο Top 40 των ΗΠΑ και άλλαξε την εικόνα των The Cure στη συνείδηση του αμερικανικού κοινού. Από σκοτεινό συγκρότημα με περιορισμένο fanbase, μετατράπηκαν σε avant-garde δημιουργούς ποπ τραγουδιών. Η δομή του τραγουδιού είναι καθαρή και λιτή. Διαρκεί λιγότερο από τέσσερα λεπτά και αποφεύγει κάθε περιττή λεπτομέρεια. Ξεχωρίζει από το υπόλοιπο άλμπουμ, που έχει γενικά πιο εκτεταμένες φόρμες. Το τραγούδι είναι άμεσο χωρίς όμως να γίνεται φτηνό. Είναι συναισθηματικό χωρίς να καταφεύγει στο δράμα. Αυτή η ισορροπία το κράτησε ζωντανό μέχρι σήμερα.
Ωστόσο, το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” δεν στηρίζεται σε ένα μόνο hit. Η αξία του βρίσκεται στο μοντέλο που πρότεινε για το τι μπορεί να πετύχει μια μπάντα όπως οι The Cure χωρίς να κάνει εκπτώσεις. Ο εκλεκτικισμός του άλμπουμ ήταν μία επιλογή με αρκετό ρίσκο. Αν το είχε επιχειρήσει κάποιο λιγότερο δεμένο σχήμα, ίσως το αποτέλεσμα να έμοιαζε χαοτικό. Όμως η μπάντα ήξερε πολύ καλά τι διακυβευόταν εκείνη τη στιγμή. Είχαν πάψει πια να λειτουργούν ως underground σχήμα και δεν είχαν λόγο να γυρίσουν πίσω.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν την κυκλοφορία του άλμπουμ έδειξαν πόσο μελετημένο ήταν το φαινομενικό χάος. Η “Kissing Tour”, που ξεκίνησε μετά την κυκλοφορία, αύξησε σημαντικά το κοινό τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Παράλληλα, επιβεβαίωσε ότι μπορούσαν να σταθούν ως headliners και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Όταν οι The Cure επανήλθαν το 1989 με το “Disintegration”, είχαν πλέον υιοθετήσει έναν πιο κινηματογραφικό και μελαγχολικό ήχο. Όμως το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” είχε ήδη ανοίξει τον δρόμο για αυτή τη μετάβαση. Χωρίς τον ευρύ πειραματισμό του 1987, η ένταση του “Disintegration” ίσως να μην είχε έρθει ποτέ ή να μην είχε την ίδια βαρύτητα.
Με την πολυτέλεια του χρόνου, μπορούμε να πούμε ότι το άλμπουμ λειτούργησε και σαν τεστ αντοχής για τη συνοχή της μπάντας. Η αποχώρηση του Tolhurst, οι εσωτερικές εντάσεις και οι αμφιβολίες του Smith για την πορεία τους θα μπορούσαν να είχαν διαλύσει τα πάντα. Όμως το άλμπουμ αποδεικνύει τι μπορεί να κάνει μια μπάντα όταν σταματά να κυνηγά τη συνοχή και εστιάζει στο εύρος των δυνατοτήτων της.
Από την πλευρά της μουσικής βιομηχανίας, το άλμπουμ ανέτρεψε τις συνήθεις προσδοκίες για το τι μπορούν να καταφέρουν οι εναλλακτικές μπάντες στο mainstream. Αμφισβήτησε ανοιχτά την ιδέα ότι η μουσική συνέπεια είναι απαραίτητη για την εμπορική επιτυχία. Οι The Cure δεν απλοποίησαν τον ήχο τους για να κερδίσουν κοινό. Αντίθετα, τον ενίσχυσαν με ακόμα περισσότερη πολυμορφία. Με αυτόν τον τρόπο, έδειξαν πώς μπορεί να εξελιχθεί ο post-punk ήχος όταν του δοθεί χώρος να αναπτυχθεί φυσικά.
Το 1987, η επιλογή να κυκλοφορήσει ένα διπλό άλμπουμ έδειχνε σιγουριά – όχι μόνο για το υλικό, αλλά και για την πίστη ότι το κοινό θα ακολουθούσε. Οι The Cure ρίσκαραν συνειδητά, κι αυτό που φαινόταν ασταθές αποδείχθηκε ανθεκτικό. Το γεγονός ότι τόσα κομμάτια εξακολουθούν να έχουν απήχηση και παίζονται ακόμα ζωντανά δείχνει πως το στοίχημα πέτυχε. Τελικά, το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” δεν λειτούργησε ως παρέκκλιση αλλά ως μοντέλο. Είναι το σημείο όπου μια μπάντα αποδέχεται τις αντιφάσεις της και σταματά να τις εξηγεί. Το άλμπουμ αποτυπώνει μια μεταβατική φάση, αλλά και κάτι πιο σπάνιο: τι συμβαίνει όταν η φιλοδοξία συναντά τη δυναμική την κατάλληλη στιγμή.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: The Cure