Και όμως, σε ένα παράλληλο σύμπαν, άρθρο με αυτόν τον τίτλο θα ήταν αρκετός λόγος για τον Κώστα και τον Φοίβο να μαζέψουν τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού και να έρθουν να με κάψουν. Η ταινία του James Cameron “The Terminator” συχνά μνημονεύεται ως το σημείο εκκίνησης ενός υπερεπιτυχημένου franchise, το φιλμ που ανέδειξε τον Arnold Schwarzenegger και η βάση για μία από τις σημαντικότερες ταινίες του Hollywood.
Όλοι αυτοί οι λόγοι, αν και απόλυτα αληθινοί, καταλήγουν να αδικούν το έργο. Για μένα, η ουσία του βρίσκεται στο είδος του. Συχνά ξεχνάμε ότι ένα από τα πιο εμβληματικά action franchise όλων των εποχών ξεκίνησε από μια horror ταινία. Αυτό προκύπτει από την ίδια της τη δομή και την πρόθεση της πίσω από κάθε σκηνή. Κάτω από το μέταλλο και τα κυκλώματα υπάρχει ένας κινηματογραφικός εφιάλτης σχεδιασμένος να προκαλεί φόβο περισσότερο από εντυπωσιασμό, σε μια ταινία της οποίας η «γυαλάδα» θόλωσε από τον θρίαμβο του sequel.
Το slasher DNA του “The Terminator”
Αν και σήμερα μπορεί το franchise να είναι συνδεδεμένο με εντυπωσιακά ψηφιακά εφέ και μεγάλες σκηνές δράσης, η πρώτη ταινία θυμίζει περισσότερο ένα slasher movie με sci-fi υπόβαθρο. Ο κακός μπορεί να μην φοράει μάσκα ούτε κρύβεται σε κάποια κατασκήνωση, όμως η λογική είναι ίδια. Ένας ασταμάτητος δολοφόνος κυνηγά έναν άνθρωπο σε όλη την πόλη και αφήνει πίσω του διαρκώς θύματα. Η ένταση της ταινίας δεν στηρίζεται στη μάχη ή στη νίκη των ηρώων. Ο τρόμος προκύπτει από τη βεβαιότητα πως το «τέρας» θα συνεχίσει να κινείται μέχρι ο στόχος του να πάψει να αναπνέει.

Το “The Terminator” χτίζει αυτό το αίσθημα φόβου μέσα από συγκεκριμένες σκηνές, όπως η στιγμή που η Sarah καταλαβαίνει ότι κάποιος εντοπίζει γυναίκες με το όνομά της στον τηλεφωνικό κατάλογο ή όταν στο πάρκινγκ ο ήχος από βήματα που πλησιάζουν γίνεται προειδοποίηση πως η βοήθεια είναι πολύ μακριά. Το Los Angeles είναι σκοτεινό, βρώμικο, ψυχρό. Τα σοκάκια του είναι στενά, τα κλαμπ πνιγμένα στον κόσμο και τα διαμερίσματα μικρά. Κάθε μέρος μοιάζει σαν σημείο όπου η βοήθεια δεν προλαβαίνει να φτάσει. Η μουσική με synths χτυπά σαν μηχανική καρδιά ή σαν συναγερμός. Όταν ο T-800 του Schwarzenegger μπαίνει στο κάδρο, εμφανίζεται ξαφνικά και θυμίζει τις κλασικές horror ταινίες όπου ο δολοφόνος ξεπροβάλλει τη στιγμή που οι χαρακτήρες χαλαρώνουν. Μπορεί να βρίσκεται πίσω από οποιαδήποτε πόρτα. Μπορεί να περνά δίπλα σου στο πεζοδρόμιο.
Ο James Cameron χτίζει τον τρόμο
Αυτή η προσέγγιση δείχνει καθαρά τις προθέσεις του James Cameron, επηρεασμένες από την άνοδο του αστικού horror της εποχής που βασιζόταν στην ένταση αντί τα εντυπωσιακά εφέ. Πήρε λοιπόν αυτήν τη λογική και τη μετέφερε σε ένα φουτουριστικό περιβάλλον γεμάτο ανάγκη για επιβίωση και δημιούργησε μια low budget ταινία που μιλάει άπταιστα τη γλώσσα του τρόμου. Καταδίωξη αντί για καθαρές μάχες, κλειστοφοβία αντί για θέαμα, η αστυνομία χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια και μια πρωταγωνίστρια που συναντά την αμφιβολία σε κάθε της βήμα. Η Sarah Connor της Linda Hamilton δεν έχει την εκπαίδευση ή τα όπλα που θα αποκτήσει στο μέλλον. Είναι μια απλή σερβιτόρα της οποίας η καθημερινότητα ξαφνικά μετατρέπεται σε εφιάλτη και όσοι προσπαθούν να τη βοηθήσουν είτε αγνοούν τον κίνδυνο είτε δεν προλαβαίνουν να σωθούν. Με αυτόν τον τρόπο ο James Cameron φέρνει την παράδοση του «τελευταίου επιζώντα» στο horror μέσα από όσα η ηρωίδα αναγκάζεται να υποστεί και όχι επειδή κάτι την έχει ορίσει για αυτόν τον ρόλο.
Άλλος ένας λόγος που η ταινία λειτουργεί τόσο καλά είναι ο «κακός» της. Ο Εξολοθρευτής είναι πραγματικά ασταμάτητος και εξαφανίζει ό,τι βρίσκεται μπροστά του χωρίς ίχνος συναισθήματος. Όταν μπαίνει στο Tech Noir, η σκηνή δείχνει μια απειλή που έχει ήδη υπολογίσει την κάθε της κίνηση. Δεν υπάρχει λόγος, δεν υπάρχει δισταγμός. Έχει έναν στόχο: να σκοτώσει τη Sarah Connor και αυτή η απόλυτη προσήλωση είναι που γεννά τον τρόμο. Και κάθε φορά που ο θεατής πιστεύει ότι καταστράφηκε, επιστρέφει. Ακόμα και όταν καίγεται η ανθρώπινη κάλυψή του και αποκαλύπτεται το μεταλλικό κρανίο από τη σκοτεινή έμπνευση του Cameron, αυτός συνεχίζει χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.
Αν όλα τα παραπάνω ακούγονται οικεία στους fans του horror, υπάρχει λόγος. Ο Terminator του Schwarzenegger έχει πολλά κοινά με φιγούρες όπως ο Michael Myers. Είναι μια παρουσία που δεν μπορείς να σταματήσεις με λογική και συνεχίζει να προχωρά χωρίς δισταγμό. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στην εμφάνιση. Αντί για υπερφυσικά κίνητρα, η απειλή πηγάζει από τον ψυχρό προγραμματισμό μιας μηχανής που βλέπει την ύπαρξη της ανθρωπότητας ως πρόβλημα. Και το χειρότερο απ’ όλα, είναι προϊόν ανθρώπινης κατασκευής.
Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο τρόμος στο “The Terminator” δεν γεννήθηκε λόγω περιορισμών στην παραγωγή. Ο James Cameron είχε ήδη αποφασίσει να δημιουργήσει μια horror ταίνια και λόγω και του low budget (άλλα όχι για αυτό), επέλεξε μια προσέγγιση με guerilla αισθητική που ταίριαζε σε αυτό που είχε στο μυαλό του. Έστηνε σκηνές σε δημόσιους χώρους χωρίς άδεια και έφευγε γρήγορα πριν κάποιος σταματήσει τους ηθοποιούς ή το συνεργείο. Έτσι, πραγματικοί περαστικοί εμφανίζονται τυχαία στο φόντο, χωρίς να γνωρίζουν τον κίνδυνο που εξελίσσεται μπροστά στην κάμερα. Ακόμα και ένας αστυνομικός που σταμάτησε στα γυρίσματα πείστηκε ότι πρόκειται για φοιτητική ταινία όταν η παραγωγός Gale Anne Hurd του έδωσε μια γρήγορη εξήγηση. Fan fact, ο James Cameron δάνεισε τη φωνή του στον τηλεφωνητή της Sarah.
Χαρακτήρες που κουβαλάνε τον φόβο
Φυσικά, για να στήσεις καλά τον τρόμο στη μεγάλη οθόνη χρειάζεσαι και τις ανάλογες ερμηνείες. Ο Schwarzenegger για παράδειγμα, περιόρισε τις κινήσεις των ματιών του όταν πυροβολούσε, πρόβαρε τον τρόπο που γεμίζει όπλα ώστε να φαίνεται όσο πιο απάνθρωπος γίνεται. Παράλληλα απέφυγε την επαφή με τη Linda Hamilton και τον Michael Biehn στα γυρίσματα για να κρατά ψυχική απόσταση. Η σωματική του παρουσία θυμίζει κλασικούς κακούς του horror που απειλούν μέσα από την κίνηση και όχι από την έκφραση. Κάθε του ενέργεια μοιάζει σαν να προέρχεται από ψυχρή επεξεργασία και όχι από αντίδραση. Αυτή η απουσία προσωπικότητας δημιουργή μια ανησυχία που σε διαπερνά.
Ο Michael Biehn υποδύεται εξαιρετικά έναν τραυματισμένο στρατιώτη που μόλις και μετά βίας αντέχει. Οι προειδοποιήσεις του μοιάζουν με παραλήρημα. Το σώμα του έχει σημάδια από μάχες που δεν θα έπρεπε να έχουν συμβεί ακόμα και όταν μιλά για καμένες πόλεις και αδίστακτες μηχανές δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό σε αυτά που λέει μόνο φόβος και αγώνας για επιβίωση. Η ταινία ζητά από τον θεατή να τον πιστέψει σταδιακά όπως κάνει και η Sarah μέσα από τις ολοένα και περισσότερες αποδείξεις καταστροφής γύρω τους.
Ένα ακόμα ατού του “The Terminator” είναι ο τρόπος που παρουσιάζει την τεχνολογία, δείχνοντας όχι μόνο τον φόβο για την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και την αυξανόμενη εξάρτηση από ψηφιακά συστήματα, δίκτυα και εργαλεία παρακολούθησης που επηρεάζουν διακριτικά τη ζωή μας. Καθημερινά αντικείμενα όπως ένας τηλεφωνικός κατάλογος, ένας τηλεφωνητής ή ένα Walkman γίνονται καθοριστικά είτε για τη σωτηρία είτε για τον θάνατο των χαρακτήρων. Μηνύματα χάνονται. Λάθη φέρνουν τον δολοφόνο ακόμα πιο κοντά. Η ευκολία της τεχνολογίας δημιουργεί ανοίγματα για την απειλή. Το χείροτερο από όλα είναι ότι ο James Cameron με το “The Terminator” δεν ενδιαφέρεται να προεδοιποιήσει για όλα αυτά, απλά να δείξει ότι ζούμε ήδη ανάμεσα σε συστήματα από τα οποία εξαρτόμαστε χωρίς να τα ελέγχουμε πραγματικά.
The Terminator ή Judgment Day;
Και τελικά επανερχόμαστε στον τίτλο. Είναι το “The Terminator” καλύτερο από το “Judgment Day”; Η απάντηση χωράει σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά τη σημασία τους όπου το sequel υπερέχει χωρίς κόπο. Το δεύτερο όμως, που έχει να κάνει με τα γούστα του θεατή, δεν είναι τόσο απλό. Το “Judgment Day” είναι υπόδειγμα action. Το “The Terminator” είναι υπόδειγμα τρόμου. Και αν για το δεύτερο δεν είστε σίγουροι, δοκιμάστε να βρείτε πέντε πιο πετυχημένες μίξεις horror και sci-fi. Λογικά θα σας έρθει στο μυαλό το “Alien” και μέχρι εκεί. Ο τρόμος του “The Terminator” είναι η μορφή ενός εφιάλτη που ο James Cameron κάποτε σχεδίασε μέσα σε πυρετό. Και αυτός ο εφιάλτης ζει ακόμα στην οθόνη σιωπηλός, μεθοδικός, συγκεντρωμένος και ασταμάτητος.

