Στις λίστες με τα must προϊόντα της ποπ κουλτούρας για κάθε περίσταση, υπάρχει πάντα και ο αντίποδας: οι πιο εξειδικευμένες ή άγνωστες επιλογές. Για κάθε αναφορά στο It’s A Wonderful Life, θα βρεθεί και μία άλλη στο Black Christmas. Οι αναγνώστες αναζητούν διαρκώς κάτι καινούριο, με αφορμή όσα ήδη γνωρίζουν· αυτή είναι μια βασική και απαράβατη αρχή που δύσκολα αγνοείται. Σε αυτό το πλαίσιο, ο τρόμος εκτός mainstream αποκτά ξεχωριστή σημασία, ειδικά όταν συνδυάζεται με την ανάγκη για ανατριχιαστικές εμπειρίες που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα.
Η σινεφίλ φράξια του DEPART συγκέντρωσε μερικές εναλλακτικές προτάσεις τρόμου που ίσως θελήσετε να αναζητήσετε πέρα από τα καθιερωμένα. Παραγνωρισμένα sequel, άγνωστες επιλογές, μακάβριο, αγνός τρόμος· ό,τι κι αν αναζητάτε, πιθανότατα έχουμε κάτι που θα σας καλύψει.
Η πρώτη ταινία τρόμου που γυρίστηκε στη Σοβιετική Ένωση ίσως να μην είναι μια συνηθισμένη επιλογή, όμως αποτελεί ιδανική είσοδο σε αυτό που αποκαλούμε τρόμος εκτός mainstream. Βασισμένη σε ιστορία του Nikolai Gogol, αγκαλιάζει τον φολκλόρ χαρακτήρα της και εισάγει αρκετά ψυχεδελικά στοιχεία ώστε να προσφέρει ένα αυθεντικό τριπάρισμα τρόμου. Πρόκειται για μια εμπειρία που δύσκολα βρίσκει κανείς αλλού.

Ένας φοιτητής θεολογίας καλείται να φυλάξει επί τρία βράδια το σώμα μιας νεκρής κοπέλας που φημολογείται πως ήταν μάγισσα, προσευχόμενος για τη σωτηρία της ψυχής της. Ωστόσο, υπερφυσικές δυνάμεις τον πολιορκούν διαρκώς. Όσοι εκτιμάτε τις λαϊκές δοξασίες – οι οποίες, ας μην κοροϊδευόμαστε, βρίσκονται στον πυρήνα του υπερφυσικού τρόμου – αξίζει να του δώσετε μια ευκαιρία. Μέσα σε μόλις 78 λεπτά, η ταινία αφηγείται ένα παραμύθι με φαντασμαγορική σκηνοθεσία, το οποίο πιθανότατα θα σας έρθει ξανά στο μυαλό κάθε φορά που συζητιούνται φιλμ με επίκεντρο τη λαϊκή εκδοχή του ανεξήγητου. Και όταν φτάσει στο φινάλε, θα καταλάβετε απόλυτα γιατί βρίσκεται σε αυτή τη λίστα.
Σε έναν δίκαιο κόσμο, η τρίτη συνέχεια του “The Exorcist” θα θεωρούνταν αυτονόητα ισάξια της πρώτης ταινίας. Ωστόσο, ο σκεπτικισμός του κοινού απέναντι στα sequel – ειδικά όταν έχει προηγηθεί το κάκιστο “The Exorcist II: The Heretic” – το κρατά σε απόσταση. Κι αυτό είναι κρίμα, καθώς πρόκειται για ένα πραγματικό διαμάντι· ισορροπημένο, γκροτέσκο, ατμοσφαιρικό, με πάμπολλα στοιχεία που αξίζουν προσοχή.
Ο επιθεωρητής Kindermann από την πρώτη ταινία επιστρέφει για να εξιχνιάσει μια σειρά φόνων που συνδέονται με έναν κατά συρροήν δολοφόνο, ο οποίος έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Παρόλα αυτά, οι φόνοι συνεχίζονται. Όπως φαίνεται, κάποιοι παλιοί γνωστοί ίσως σχετίζονται με την υπόθεση με τρόπους που δεν είναι άμεσα προφανείς. Στη σκηνοθεσία βρίσκεται ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε το “The Exorcist”, William Peter Blatty (δείτε και το “The Ninth Configuration”), που δημιουργεί ένα μεγαλείο ψυχολογικού τρόμου με ισχυρή μεταφυσική βάση. Η ερμηνεία του Brad Dourif είναι καθηλωτική και, μαζί με το πιο ουσιαστικό jumpscare στην ιστορία του σινεμά, αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους λόγους να δείτε αυτή την υποτιμημένη πρόταση τρόμου εκτός mainstream.
Ο ασιατικός τρόμος έγινε ευρύτερα γνωστός κυρίως μέσα από τα ιαπωνικά και, σε δεύτερο βαθμό, τα κορεάτικα φιλμ. Ωστόσο, και η Ταϊλάνδη έχει αναπτύξει τη δική της ιδιαίτερη σχολή. Μια από τις σημαντικότερες ταινίες της είναι το “Shutter”, το οποίο ακροβατεί ιδανικά ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα. Ένα νεαρό ζευγάρι χτυπά με το αυτοκίνητο μια κοπέλα καθώς επιστρέφει στο σπίτι και την εγκαταλείπει. Σύντομα, διάφορες μεταφυσικές εμπειρίες αρχίζουν να τους κατακλύζουν. Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο όταν μαθαίνουν πως κανένα σώμα δεν βρέθηκε στην περιοχή. Η αλληλουχία των γεγονότων τούς οδηγεί σε παλιές, ξεχασμένες ιστορίες.
Η ταινία βασίζεται σε jumpscares, τα οποία λειτουργούν με τρομακτική ακρίβεια και παραμένουν αποτελεσματικά πολύ μετά το τέλος τους. Το σενάριο, αν και βασίζεται σε γνώριμες νόρμες, είναι καλογραμμένο και διατηρεί σταθερή την αίσθηση απειλής. Κυκλοφόρησε και ένα αμερικανικό remake το 2008, σκηνοθετημένο από Ιάπωνα. Αποφύγετέ το και προτιμήστε το πρωτότυπο. Είναι από τις καλύτερες επιλογές για όσους αγαπούν τον τρόμο εκτός mainstream. Και ναι, μπορεί να μην ξαναβγάλετε φωτογραφία με την ίδια άνεση. – Φοίβος
Ο γοητευτικός διάβολος του Vincent Price συναντά τον δάσκαλο του ατμοσφαιρικού τρόμου Roger Corman, και το αποτέλεσμα είναι μια μυθική οκταλογία-φόρος τιμής στα έργα δύο αρχετυπικών συγγραφέων του είδους: Edgar Allan Poe και H.P. Lovecraft. Από τις οκτώ ταινίες, μόνο σε μία δεν εμφανίζεται ο Price – το “Premature Burial” του 1962, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβε ο Ray Milland. Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσαμε να εντάξουμε οποιαδήποτε από αυτές στο αφιέρωμα. Ωστόσο, εδώ προτιμήσαμε μια επιλογή καθαρά προσωπική: “The Haunted Palace” του 1963. Η ταινία φέρει τίτλο δανεισμένο από ποίημα του Poe, ενώ η υπόθεσή της βασίζεται σε έργο του Lovecraft (The Case of Charles Dexter Ward).
Σε αυτή την ταινία, ο Price (σε διπλό ρόλο) υποδύεται αρχικά έναν μοχθηρό μάγο, ο οποίος διώκεται και καίγεται ζωντανός από τους χωρικούς, στον 18ο αιώνα. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την κατάρα που αφήνει πίσω του και την επιστροφή του διαδόχου του, αιώνες αργότερα, με στόχο μια στυγνή και αμείλικτη εκδίκηση. Ένα εκπληκτικό σάουντρακ, εντυπωσιακό technicolor, ατμόσφαιρα μοναδική και ένας επιβλητικός Vincent Price συνθέτουν μια εμπειρία που δύσκολα ξεχνιέται. Το “The Haunted Palace” είναι απαραίτητο για τους λάτρεις του τρόμου, του Lovecraft, αλλά και του σινεμά γενικότερα. Πρόκειται για έναν αυθεντικό εκπρόσωπο του τρόμου εκτός mainstream. Λίγες ταινίες μπορούν να το ισχυριστούν αυτό με τέτοια σιγουριά.
Το “Phantasm” δεν έχει λάβει την αναγνώριση που του αξίζει. Πρόκειται ίσως για τη μοναδική σειρά ταινιών τρόμου που βασίζεται πλήρως στον αφαιρετικό παραλογισμό. Το πνευματικό παιδί του Don Coscarelli ακολουθεί δύο έφηβους, οι οποίοι αντιλαμβάνονται κάτι πολύ παράξενο στο νεκροτομείο της κωμόπολής τους. Εκεί, μια μυστηριώδης – και εντυπωσιακή – φιγούρα από παράλληλη διάσταση, ο Tall Man (ερμηνευμένος με μαεστρία από τον Angus Scrimm), έχει κυριεύσει το χώρο και τους νεκρούς. Τους στέλνει μέσα από μια χωροχρονική πύλη με στόχο την κατάκτηση του κόσμου. Παράλληλα, διαθέτει την εμβληματική ιπτάμενη ασημένια μπάλα, που δεν γυαλίζει σαν ντίσκο, αλλά κρύβει μαχαίρια και μηχανισμούς που σοκάρουν. Μπερδευτήκατε; Καθόλου παράξενο. Δείτε το άμεσα. Και αμέσως μετά, συνεχίστε με το sequel. Για όσους αγαπούν τον τρόμο εκτός mainstream, το “Phantasm” είναι μια εμπειρία που δεν πρέπει να αγνοηθεί.
Το τρίτο μέρος της εποποιίας του John Carpenter θεωρείται το απόλυτο μαύρο πρόβατο στην ιστορία των horror sequels. Πρόκειται για μια ταινία που σχεδόν λιντσαρίστηκε, απλώς επειδή δεν περιλαμβάνει πουθενά τη φιγούρα του Michael Myers. Ο Carpenter, σε ρόλο παραγωγού, συνθέτη και γενικού δημιουργικού καθοδηγητή, αποφάσισε μαζί με τη συνεργάτιδά του, Debra Hill, να κατευθύνουν το franchise σε διαφορετική πορεία. Στόχος τους ήταν μια ανθολογική προσέγγιση με ιστορίες σχετικές με τη γιορτή του Halloween. Αυτή η απόφαση προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς η παγιωμένη προσδοκία του κοινού αποδείχθηκε ισχυρότερη από τη δημιουργική πρόθεση. Έτσι συνέβη και με αυτή την ταινία, που παραμένει ένα υποτιμημένο φιλμ τρόμου εκτός mainstream.
Το τρίτο “Halloween” παραλίγο να δολοφονήσει (pun intended) ολόκληρο το franchise. Ωστόσο, αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ταινία τρόμου, που αφηγείται την ιστορία μιας μοχθηρής παιχνιδοβιομηχανίας. Η εταιρεία κατασκευάζει αποκριάτικες μάσκες για παιδιά, με σκοπό να τα κυριεύσει ή/και να τα σκοτώσει. Είναι ακριβώς το είδος ταινίας που πολλοί θα ήθελαν να ξαναγυριστεί σήμερα. Διαθέτει αμιγώς ’80s χαρακτήρα, ένα μυθικό soundtrack συνθέτημα του ίδιου του Carpenter (ίσως μέσα στα καλύτερά του), και φυσικά την παρουσία του Tom Atkins. Ο Atkins ανήκει σε εκείνη τη μικρή κατηγορία ηθοποιών που σχεδόν πάντα φέρνουν κάτι αξιόλογο στην ταινία. Το φιλμ εντάσσεται επάξια στο αφιέρωμά μας, όχι μόνο για τον χαμηλών τόνων, «χουχουλιάρικο» τρόμο που αποπνέει, αλλά και για τις έξυπνες αναφορές του σε άλλες κλασικές ταινίες. Ξεχωρίζουν το “Invasion of the Body Snatchers” του Don Siegel και, βέβαια, η τοποθέτηση της γιορτής του Halloween στον αφηγηματικό του πυρήνα. Και φυσικά αυτό. – Κώστας