Το metal είναι γεμάτο καλλιτέχνες που δεν φοβούνται να πειραματιστούν. Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι πιο ακραίοι μουσικοί της σκηνής δημιουργούν side projects που δεν έχουν καμία σχέση με το metal; Από black metal ηγέτες που στράφηκαν στη folk και την ambient, μέχρι death metal πρωτοπόρους που κατέληξαν να παίζουν garage rock και blues, κάποιοι μουσικοί τόλμησαν να ακολουθήσουν εντελώς διαφορετικά ηχητικά μονοπάτια και δικαιώθηκαν.
Αν νομίζατε ότι ο Satyr των Satyricon, ο Fenriz των Darkthrone ή ο Nergal των Behemoth είχαν μόνο μία μουσική ταυτότητα, ετοιμαστείτε να αναθεωρήσετε!
Το όνομα Satyr, κατά κόσμον Sigurd Wongraven, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τους Satyricon, μία από τις πιο εμβληματικές μπάντες της νορβηγικής black metal σκηνής. Ωστόσο, το 1995, την ίδια χρονιά που οι Satyricon κυκλοφόρησαν το “The Shadowthrone“, ο Satyr αποφάσισε να δείξει μια διαφορετική πλευρά του. Έτσι, δημιούργησε το side project Wongraven, μέσα από το οποίο εξερεύνησε έναν εντελώς διαφορετικό ήχο.

Το Wongraven ήταν ένα one-man project που απομακρύνθηκε από τον επιθετικό χαρακτήρα του black metal. Αντί γι’ αυτό, εστίασε σε ατμοσφαιρικές, ακουστικές συνθέσεις με folk, medieval και ambient επιρροές. Το μοναδικό του άλμπουμ, “Fjelltronen“, απέδωσε μια κινηματογραφική αίσθηση εμπνευσμένη από τα νορβηγικά τοπία, με πιάνο, synths, ακουστικές κιθάρες και φλάουτο. Παρότι το project δεν είχε συνέχεια, το “Fjelltronen” παραμένει ένα κρυμμένο διαμάντι.
Το 1993, πριν οι Summoning αποκτήσουν τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, ο Protector δημιούργησε το side project Die Verbannten Kinder Evas. Αυτή η νέα μουσική προσπάθεια βυθιζόταν στη νεοκλασική και ambient μουσική, αφήνοντας πίσω τις metal ρίζες του. Με όνομα εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Heinrich Heine, το project είχε έναν ξεκάθαρο στόχο: να προσφέρει μια λυρική, ατμοσφαιρική εμπειρία, χωρίς κιθάρες και τύμπανα.
Χρησιμοποιώντας συνθεσάιζερ, αιθέρια γυναικεία φωνητικά και αργόσυρτες μελωδίες, οι Die Verbannten Kinder Evas είχαν περισσότερα κοινά με τη μουσική των Dead Can Dance και των Arcana, παρά με τον black metal κόσμο του Protector. Τα τέσσερα άλμπουμ τους — “Die Verbannten Kinder Evas“, “Come Heavy Sleep“, “In Darkness Let Me Dwell” και “Dusk and Void Became Alive“— αναδεικνύουν μια διαφορετική πλευρά της δημιουργικότητας του Lederer. Μέσα από αυτά, αποδεικνύεται ότι η σκοτεινή ατμόσφαιρα δεν χρειάζεται κιθάρες και blast beats για να είναι επιβλητική.
Όταν κάποιος σκέφτεται τον Fenriz (Gylve Nagell), το πρώτο που έρχεται στο μυαλό είναι το black metal των Darkthrone, η DIY αισθητική του και η old-school προσέγγισή του στη μουσική. Όμως, στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, αποφάσισε να κάνει μια εντελώς διαφορετική καλλιτεχνική στροφή. Έτσι, δημιούργησε το side project Neptune Towers, εξερευνώντας έναν ήχο που δεν είχε καμία σχέση με το metal.
Το Neptune Towers δεν είχε καμία σχέση με το black metal. Αντίθετα, ήταν ένα dark ambient/space music εγχείρημα, που έμοιαζε περισσότερο με soundtrack για ένα ψυχρό, δυστοπικό sci-fi σύμπαν, παρά με οτιδήποτε είχε κάνει ο Fenriz μέχρι τότε. Από μικρός λάτρευε τους Tangerine Dream, Klaus Schulze και Kraftwerk, και αυτή η επιρροή αποτυπώθηκε απόλυτα σε αυτό το side project.
Ο Nergal είναι μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες του extreme metal. Με τους Behemoth, ανέβασε τον πήχη στο blackened death metal, φέρνοντας έναν θεατρικό, επικό και σχεδόν ιερόσυλο αέρα στη σκηνή. Ωστόσο, η μουσική του ανησυχία δεν περιορίστηκε ποτέ αποκλειστικά στα ακραία μονοπάτια. Κάποια στιγμή, αντί για blast beats και ογκώδη riffs, στράφηκε προς το σκοτεινό folk και το blues. H στροφή αυτή οδήγησε στη γέννηση του side project Me and That Man, ένα εγχείρημα που ελάχιστοι θα περίμεναν από αυτόν.
Επηρεασμένος από τους Johnny Cash, Leonard Cohen, Nick Cave και Tom Waits, δημιούργησε ένα σκοτεινό, blues-folk σχήμα. Η μουσική του εστιάζει σε ατμοσφαιρικές κιθάρες, μινιμαλιστικές ενορχηστρώσεις και βαριά, αφηγηματικά φωνητικά.
Οι περισσότεροι καλλιτέχνες του extreme metal πειραματίζονται με side projects που παραμένουν κοντά στον ακραίο ήχο. Συνήθως, κινούνται σε διαφορετικές πτυχές του metal ή ενσωματώνουν folk και industrial επιρροές. Ο Ivar Bjørnson, όμως, πήρε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Αντί να ακολουθήσει μια ακόμη παραλλαγή του heavy ήχου, στράφηκε σε κάτι εντελώς απογυμνωμένο από κιθάρες και παραδοσιακές metal δομές. Έτσι, δημιούργησε το side project Bardspec, ένα electronic/ambient/psychedelic εγχείρημα που μοιάζει περισσότερο με εσωτερικό ταξίδι συνείδησης παρά με metal κυκλοφορία.
Το Bardspec συνδυάζει ambient ηχοτοπία, industrial ρυθμούς, ατμοσφαιρικά synths και ψυχεδελικές δομές. Το αποτέλεσμα είναι ένας υπνωτικός, σχεδόν κινηματογραφικός ήχος. Το ντεμπούτο άλμπουμ, “Hydrogen“, απομακρύνεται εντελώς από τις Viking και progressive metal επιρροές των Enslaved. Αντ’ αυτού, αντλεί έμπνευση από καλλιτέχνες όπως οι Tangerine Dream, Brian Eno και Klaus Schulze. Ο ίδιος περιγράφει τη μουσική του Bardspec ως «μινιμαλιστικό ambient doom», όπου τα διαστημικά synths και οι ατμοσφαιρικές επαναλήψεις οδηγούν σε ένα υπνωτικό, εσωτερικό ταξίδι.
Ο Kristoffer Rygg, περισσότερο γνωστός ως Garm από τους Ulver, δεν δίστασε ποτέ να αφήσει τις ρίζες του πίσω για να ανακαλύψει νέες μουσικές διαδρομές. Από το folk-infused black metal των πρώτων Ulver μέχρι τον ηλεκτρονικό avant-garde πειραματισμό, πάντα κινούνταν έξω από τα όρια των ειδών. Ωστόσο, ένα από τα πιο απρόβλεπτα και αχαρτογράφητα ταξίδια του ήταν το side project Æthenor. Πρόκειται για ένα μουσικό σχήμα που εξερευνά drone, free jazz, noise και experimental ηλεκτροακουστικά μονοπάτια, μακριά από οτιδήποτε είχε κάνει μέχρι τότε.
Η μουσική των Æthenor βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό, με κάθε κυκλοφορία τους να μοιάζει περισσότερο με ηχητικό πείραμα. Τα κομμάτια τους αναπτύσσονται αργά, εξερευνώντας drone, ambient ατμόσφαιρες και ελεύθερο αυτοσχεδιασμό.
Ο Jake Rogers είναι γνωστός ως ο χαρισματικός frontman των Visigoth, μιας μπάντας που αναβιώνει το παραδοσιακό epic heavy metal, με ήχους που θυμίζουν Manilla Road, Manowar και Cirith Ungol. Με τη χαρακτηριστική του φωνή και τις πολεμικές θεματολογίες, έχει αφήσει το στίγμα του στη σύγχρονη heavy metal σκηνή. Ωστόσο, πέρα από τα ηρωικά του κατορθώματα με τους Visigoth, ο Rogers έχει εξερευνήσει μια εντελώς διαφορετική πλευρά της μουσικής του ταυτότητας. Μέσα από δύο side projects, βυθίζεται σε έναν κόσμο γεμάτο μελαγχολία, folk ατμόσφαιρες και ατμοσφαιρικό black metal, ξαφνιάζοντας όσους τον γνωρίζουν μόνο από το κλασικό heavy metal. Αυτά τα projects είναι οι Gallowbraid και οι Caladan Brood.
Το Gallowbraid είναι το προσωπικό black/folk metal side project του Jake Rogers, εμπνευσμένο από μπάντες όπως οι Agalloch, Ulver και οι πρώιμοι Opeth. Το 2010, κυκλοφόρησε το “Ashen Eidolon“, ένα EP που απέδειξε ότι ο Rogers δεν είναι απλώς ένας heavy metal τραγουδιστής. Αντίθετα, είναι ένας πολυοργανίστας με βαθιά κατανόηση της ατμόσφαιρας και της μελωδίας.
Οι Caladan Brood είναι ένα ακόμη epic, ατμοσφαιρικό black metal side project, στο οποίο συμμετέχει ο Rogers, αντλώντας ξεκάθαρη έμπνευση από τους Summoning. Το όνομά τους προέρχεται από το μυθικό σύμπαν του Malazan Book of the Fallen του Steven Erikson. Η μουσική τους αποτίει φόρο τιμής στην υπερβατική επικότητα των Summoning, αλλά με μια πιο ατμοσφαιρική προσέγγιση.
Το 2013, οι Caladan Brood κυκλοφόρησαν το μοναδικό τους άλμπουμ, “Echoes of Battle“, που κέρδισε αμέσως τους οπαδούς του epic/atmospheric black metal. Με synth-heavy ενορχηστρώσεις, πολεμικά ρεφρέν και dungeon synth ατμόσφαιρες, κατάφεραν να μεταφέρουν το κοσμικό, μεγαλοπρεπές συναίσθημα του Malazan Book of the Fallen μέσα από τη μουσική τους.
Ο Kvohst (Mat McNerney) είναι ένας καλλιτέχνης που δεν ακολούθησε ποτέ την πεπατημένη. Από τις avant-garde black metal εξορμήσεις του με τους Dødheimsgard και τους Code, μέχρι την πλήρη αλλαγή ύφους με τους Grave Pleasures, έχει αποδείξει πως δεν φοβάται να εξερευνήσει νέες μουσικές διαδρομές. Ωστόσο, η διάθεσή του για πειραματισμό δεν σταμάτησε εκεί. Μέσα από το side project του, εξερεύνησε ακόμα πιο εναλλακτικές και ατμοσφαιρικές προσεγγίσεις, δείχνοντας μια διαφορετική πτυχή της δημιουργικότητάς του.
Με τους Grave Pleasures, ο Kvohst άφησε πίσω του το black metal και βούτηξε στα βαθιά νερά του post-punk και του goth rock. Η μουσική του απέκτησε μια αισθητική που θυμίζει Bauhaus, Joy Division και Killing Joke, ενώ παράλληλα φέρει μια δόση από τον σκοτεινό, εφιαλτικό ρομαντισμό των Nick Cave & The Bad Seeds.
Το side project ξεκίνησε αρχικά ως Beastmilk, ένα συγκρότημα που συνδύαζε το post-punk με μια πιο apocalyptic rock αισθητική. Το “Climax“, το πρώτο και μοναδικό τους άλμπουμ, θεωρήθηκε από πολλούς ένα χαμένο goth rock διαμάντι. Ξεχώρισε για τα απόκοσμα φωνητικά, τις κιθαριστικές μελωδίες που θύμιζαν The Cure και τους στίχους που περιέγραφαν έναν σκοτεινό, σχεδόν δυστοπικό κόσμο. Μετά τη διάλυση των Beastmilk, ο Kvohst ανέλαβε την πρωτοβουλία και δημιούργησε τους Grave Pleasures, διατηρώντας το ίδιο μουσικό όραμα. Ωστόσο, αυτή τη φορά, ο ήχος τους έγινε πιο post-punk, με πιο καθαρές και ατμοσφαιρικές ενορχηστρώσεις.
Ο Mikael Åkerfeldt, ηγέτης των Opeth, είναι γνωστός για το πώς μετέτρεψε μια death metal μπάντα σε έναν από τους πιο προοδευτικούς και ατμοσφαιρικούς σχηματισμούς της σκηνής. Από το progressive death metal των πρώτων ημερών, μέχρι την ’70s prog rock αισθητική των τελευταίων άλμπουμ, έχει αποδείξει πως η μουσική του αντίληψη ξεπερνά κάθε όριο του metal.
Ωστόσο, η πιο ριζική απομάκρυνση του από το metal ήρθε με το side project Storm Corrosion, μια συνεργασία με τον Steven Wilson (Porcupine Tree). Μαζί, εγκατέλειψαν εντελώς τη δομή τόσο του metal όσο και του progressive rock, δημιουργώντας κάτι απολύτως ατμοσφαιρικό, μινιμαλιστικό και avant-garde.
Chris Reifert (Autopsy): Painted Doll
Ο Chris Reifert, μία από τις πιο εμβληματικές μορφές του old-school death metal, έχει αφήσει το στίγμα του με συγκροτήματα όπως οι Death και οι Autopsy. Η μουσική του ήταν πάντα ωμή και ακραία. Και μετά… ήρθαν οι Painted Doll, ένα side project που ξάφνιασε όσους είχαν συνηθίσει τον Reifert αποκλειστικά στο ακραίο metal.
Αντί για death metal, το Painted Doll είναι ένα garage/psychedelic rock side project που αντλεί έμπνευση από τα τέλη των ’60s και τις αρχές των ’70s. Ο ήχος του φέρνει έντονες αναφορές σε συγκροτήματα όπως οι The Zombies, 13th Floor Elevators, Blue Öyster Cult και The Kinks, δημιουργώντας μια νοσταλγική αλλά ταυτόχρονα φρέσκια προσέγγιση.