‘Απαντες, όταν ακούμε τη φράση «Μεγάλος drummer», στο μυαλό μας έρχονται διάφοροι. Από τους Lombardo και Hoglan, στους Vinnie Paul και Dave Grohl, μέχρι τον εκλιπόντα Neil Peart. Ένα όνομα, που δεσπόζει σε κάθε τέτοια λίστα, δεν είναι άλλο από τον πάλαι ποτέ drummer των Dream Theater, τον Mike Portnoy.
O Michael Stephen Portnoy – όπως είναι το πλήρες του όνομα – είδε το πρώτο φως στο Long Island της Νέας Υόρκης. Δεν του ήταν δύσκολο να έρθει σε επαφή με το θαυμαστό κόσμο της μουσικής, αφού ο πατέρας του εργαζόταν ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Λόγω αυτού, από μικρή ηλικία είχε πρόσβαση σε μία τεράστια μουσική «δεξαμενή». Μερικές από τις μπάντες που ξεχώρισε ήταν οι Rush, Queen, Led Zeppelin, The Who, Iron Maiden και Beatles.
Παρότι έλαβε μουσική εκπαίδευση στο Λύκειο, ο Mike Portnoy δηλώνει αυτοδίδακτος. To ταλέντο του συστήνεται για πρώτη φορά στον κόσμο το 1982. Αρχικά, συμμετείχε σε διάφορα σχήματα, παίζοντας διασκευές γνωστών hard rock και heavy metal κομματιών. Λίγο αργότερα, όμως, θα βρεθεί πίσω από τα τύμπανα για να παίξει jazz. Όλα αυτά μέχρι το 1984, όταν και έρχεται η παρθενική δισκογραφική εμφάνιση με το “Power For The People” των Rising Power.
Όσο μεγάλωνε σε ηλικία, τόσο αυξανόταν και η επιθυμία του να εμβαθύνει περαιτέρω στη μουσική. Το 1985 αποφασίζει να αιτηθεί για διάφορες μουσικές υποτροφίες. Εν τέλει, καταφέρνει να λάβει αυτή με το όνομα του drummer των Journey, Steve Smith, και να εισαχθεί στο φημισμένο Berklee. Την ίδια περίοδο συμμετέχει σε μία ακόμα μπάντα, τους Inner Sanctum. Μάλιστα, ένα τραγούδι τους το είχε συμπεριλάβει στην αίτησή του.
Εκτός από την υψηλή εκπαίδευση, που θα λάβει στο κολέγιο, ο Mike θα γνωριστεί και με δύο άλλους νεαρούς μουσικούς, τους δύο John. Φυσικά, ο λόγος για τον κιθαρίστα John Petrucci και τον μπασίστα John Myung. Οι περισσότεροι συμφοιτητές τους ήταν «θιασώτες» της κλασικής ή της jazz μουσικής. Έτσι, τα κοινά τους μουσικά γούστα, γρήγορα θα τους καταστήσουν φίλους και bandmates.
Αρχικά, το συγκρότημά τους δεν είχε όνομα. Όμως, στην αναμονή για μία συναυλία των Rush θα «βαφτίσουν» τη μπάντα τους Majesty. Αιτία για το όνομα ήταν η ομόφωνη άποψή τους ότι το κλείσιμο του “Bastille Day” (των Rush), ακούγεται μεγαλοπρεπές (majestic).
Το 1986, και αφού έχουν διακόψει τις σπουδές τους για να συγκεντρωθούν στην μπάντα, ένα συγκρότημα από το Las Vegas απειλεί τους Majesty με νομικές διώξεις. Λόγος αυτής της δικαστικής διαμάχης δεν είναι άλλος από το κοινό τους όνομα. Θα δοκιμάσουν διάφορα εναλλακτικά ονόματα, όπως “Magus”, “M1” και “M2”, προτού καταλήξουν στο “Glasser“.
Θα το κρατήσουν για περίπου μία εβδομάδα, μέχρι να το αλλάξουν εκ νέου λόγω της δυσφορίας του κοινού της μπάντας. Τελικά, τη λύση, ως από μηχανής θεός, θα τη δώσει ο Howard Portnoy (ο πατέρας του Mike), αφού θα σκεφτεί το όνομα… Dream Theater.
Με τους Dream Theater, σε διάστημα 22 ετών, ο Portnoy θα ηχογραφήσει δέκα studio albums, πέντε live albums και δύο EP. Σε όλη τη διάρκεια της θητείας του στους DT, ο πολυσχιδής μουσικός θα συμμετάσχει και σε διάφορα άλλα μουσικά σχήματα. Ενδεικτικά, να αναφέρουμε τους Liquid Trio Experiment και OSI, ενώ θα πραγματοποιήσει συμμετοχές σε συγκροτήματα, όπως οι Avenged Sevenfold, οι Fates Warning και πολλοί ακόμα.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 2010, συνέβη το αδιανόητο. Ο Mike Portnoy, με μία επίσημη δήλωσή του, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τους Dream Theater. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι μετά από 25 χρόνιας αδιάλειπτης παρουσίας στο συγκρότημα, χρειαζόταν ένα μεγάλο διάλειμμα. Τα υπόλοιπα μέλη διαφώνησαν με την πρόταση του να τεθούν οι Dream Theater στον πάγο. Έτσι, πάρθηκε η απόφαση να συνεχίσουν χωρίς αυτόν. Όμως, όλα αυτά θα ανατραπούν στις 25 Οκτωβρίοτ του 2023, όταν και οι Dream Theater ανακοίνωσαν την επιστροφή του στην μπάντα.
O Mike Portnoy στη διάρκεια της καριέρας του έχει τιμηθεί με πάνω από 14 βραβεία. Έχει κυκλοφορήσει βιβλίο σχετικά με το drumming, καθώς και αρκετά διδασκαλικά DVDs. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους και ικανότερους drummers των τελευταίων δεκαετιών και όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του, κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο με τρομακτικό ταλέντο αλλά και μεγάλη όρεξη για δουλειά. Δεν είναι μόνο ότι καταφέρνει να παίζει αυτά που μοιάζουν «αδύνατα», αλλά και ότι τα κάνει να φαίνονται εύκολα.