Σε ένα συντηρητικό σχολείο στην Αριζόνα, ο ντροπαλός μαθητής Μαρκ (Christian Slater) θα αρχίσει να μεταδίδει μια πειρατική ραδιοφωνική εκπομπή, στην οποία υποδύεται τον κυνικό και βωμολόχο “Happy Harry Hard-on”, έναν χαρακτήρα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την καταπιεσμένη φιγούρα που προβάλει στην καθημερινότητά του. Η εκπομπή του Μαρκ γίνεται ανάρπαστη ανάμεσα στους συμμαθητές του. Όταν ένας από τους ακροατές/ συμμαθητές του όμως αποφασίζει να βάλει τέλος στην ζωή του, η εκπομπή του θα μπει στο στόχαστρο την συντηρητικής διεύθυνσης του σχολείου.
Η πρώτη μου επαφή με το “Pump up the Volume”ήταν κάποια στιγμή στα τέλη των 90ς, πριν μπω ακόμα στην δικιά μου εφηβεία όταν έκανα ζάπινγκ, και η ανάλαφρη ατμόσφαιρα εφηβικής κωμωδίας μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Μέχρι που σε κάποιο σημείο η ιστορία η ιστορία πήρε μια πολύ σκοτεινή στροφή την οποία δεν περίμενα, και τέλειωσα την μέρα μου βάζοντας ένα από τα Star Wars στο VHS. Μέχρι να βάλω ξανά την ταινία για το παρόν review αυτό το ελάχιστο που είχα δει ήταν χαραγμένο στην μνήμη μου.
Αυτή η σεναριακή ανατροπή η οποία έρχεται αρκετά νωρίς, είναι το δυνατό χαρτί της ταινίας. Το σημείο της πλοκής το οποίο ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για το δεκάχρονο μυαλό μου (το οποίο παρεμπιπτόντως κατανάλωνε ταινίες όπως το Evil Dead σε καθημερινή βάση), φέρνει στην επιφάνεια ένα πραγματικά δύσκολο και διαχρονικό ζήτημα, αυτό της λογοκρισίας.
Και αυτό είναι και το βασικό θέμα το οποίο πραγματεύεται η ιστορία μας. Η εκπομπή του Μαρκ θα κατηγορηθεί από της συντηρητικές αρχές του σχολείου ως η αιτία της αυτοκτονίας του συμμαθητή του. Ό Μαρκ συντετριμμένος από το γεγονός και από της ενοχές του θα βρει αλληλεγγύη στα αγκαλιά της εξίσου καταπιεσμένης Nora, και μαζί θα προσπαθήσουν να κρατήσουν την εκπομπή ζωντανή και να αποκαλύψουν το πόσο πιεστική και διεφθαρμένη είναι στην πραγματικότητα η διεύθυνση του σχολείου τους.
Ο ρεαλισμός με τον οποίο ο Καναδός Allan Moyle (ο οποίος υπογράφει και το σενάριο αλλά και την σκηνοθεσία της ταινίας) προσεγγίζει το θέμα του είναι η μεγάλη γοητεία της ταινίας. Παρόλο που πραγματεύεται θέματα όπως η εφηβική κατάθλιψη, και η ελευθερία του λόγου, (τα οποία ήταν μεγάλα ζητήματα στις αρχές του 2000 και φαίνεται να επιστρέφουν, κάνοντας την ταινία ακόμα πιο διαχρονική) καταφέρνει να κρατήσει το χιούμορ την ειλικρίνεια και την επαναστατικότητα με την οποία θα αντιμετώπιζε αυτή την κατάσταση ένας άνθρωπος στην εφηβική του ηλικία.
Φαίνεται να καταλαβαίνει τα προβλήματα της νεολαίας της εποχής, και να τα αντιμετωπίζει σε βάθος. Μας θυμίζει ότι το ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσεις τους νέους δεν είναι να τους επιβάλεις την δική σου ηθική αλλά να τους αφήσεις να βρουν την δική τους. Ότι η καταπίεση φέρνει αντίδραση, και ότι η αντίδραση των νέον είναι κομμάτι της προόδου όχι κάτι που πρέπει να πολεμηθεί, αλλά κάτι που πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά στα πλαίσια του κοινωνικού διαλόγου.
Αν όμως λόγο των παραπάνω ζητημάτων, σας έδωσα την εντύπωση ότι πρόκειται για μια δυσάρεστη ταινία, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την πραγματικότητα. Για όσους έχουν ζήσει έστω και λίγο στα 90ς, με τους πειρατικούς σταθμούς, με τα μπινελίκια ως τρόπο αντίδρασης στους συντηρητικούς γηραιότερους και με τους εφηβικούς έρωτες, η ταινία είναι ιδιαίτερα νοσταλγική και γλυκιά. Και φυσικά, λόγο του θέματός της όσοι αγαπούν την μουσική από τέλι 80ς αρχές 90ς, η ταινία είναι φτιαγμένη για αυτούς με το “Everybody Knows” του Leonard Cohen να αποτελεί το θέμα της εκπομπής του Mark, αλλά και με άλλους καλλιτέχνες της underground σκηνής της εποχής (Pixies, Soundgarden, Peter Murphy, Beastie Boys και Sonic Youth μεταξύ άλλων).
Η ταινία θα προβληθεί στα πλαίσια του Midnight Express, την Παρασκευή 7/7 στις 23:30 στην Ριβιέρα.