Όλα ξεκίνησαν με μία ανακοίνωση για ακόμα ένα live των Blind Guardian στην Αθήνα. Εν συνεχεία, με συνοπτικές διαδικασίες, έγινε sold-out. Σταθήκαμε, όμως, τυχεροί, αφού γρήγορα ανακοινώθηκε και δεύτερη ημέρα. Sold-out και αυτή. Τώρα, έχουμε την ανακοίνωση και μίας τρίτης ημέρας και ίσως κάποιοι να ρωτάτε «Μα καλά, ποιος πάει και τρίτη φορά να τους δει;». Έξι συντάκτες του DEPARΤ που βρέθηκαν στο Floyd από μία έως δύο φορές, σας δίνουν την απάντηση.

Φοίβος: Έχεις δει ήδη δύο μέρες την ίδια απόδοση, σχεδόν τα ίδια κομμάτια και την ίδια αλληλεπίδραση με το κοινό. Τι μπορεί να περιμένεις ώστε να πεις «και τρίτη φορά θα είμαι εκεί για τους Blind Guardian»;

Γιώργος Ξιφαράς: Αν έχεις πάει ήδη τουλάχιστον μία φορά, τότε υπάρχουν λίγα που χρειάζεται να σου πω για να σε πείσω. Υπάρχουν μπάντες που σαν κοινό μάς ταιριάζουν και οι Blind Guardian είναι από αυτές. Ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούν συγκρότημα και κοινό είναι σχεδόν μεταφυσικός και αυτό μετατρέπει κάθε εμφάνισή τους στη χώρα μας σε μοναδικότητα.

Άργύρης Δρόκαλος: Δεν είναι η “απαίτηση” των προσλαμβάνουσων από ένα live. Είναι κατά βάση καθαρά θέμα συναισθηματικό και σύνδεσης με την μπάντα συνολικά. Με λίγα λόγια, σε αυτήν την περίπτωση δεκάρα δεν δίνεις για το setlist, την απόδοση, την επανάληψη. Θες απλά να είσαι εκεί για να είσαι κοντά και να ζήσεις το ανεξήγητο καρδιοχτύπι μια ακόμη φορά. Και ας είναι η τρίτη σερί.

Πάνος Δημητρόπουλος: Η πρώτη μου εμπειρία σε συναυλία Blind Guardian ήταν πίσω στο μακρινό 1996. Δεν έχω δει μέτρια τους συναυλία. Aκόμα και αν έτυχε να ήταν κουρασμένοι, η ώθηση από το ελληνικό κοινό τους έδινε πάντα κίνητρο να αποδίδουν στο μέγιστο βαθμό.

Tην αίσθηση μετά το κλείσιμο που μου αφήνουν οι Βlind Guardian, δεν ξέρω αν το έχω ζήσει σε άλλο live

Γιώργος Χατζηκυριάκος: Επειδή είμαι 25 χρόνια άρρωστος με Blind Guardian. Άρρωστος.

Ανδρέας Ταβερνάρης: Είναι σαν να λέμε “την Παρασκευή έφαγες μακαρόνια με κιμά, το Σάββατο ξανά μακαρόνια με κιμά, μα θα τα φας και την Τετάρτη;“.

ΝΑΙ, ΘΑ ΤΑ ΦΑΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ, σοβαρά τώρα;

Έχω δει πάρα πολλές μπάντες να παίζουν ζωντανά, αυτήν την αίσθηση μετά το κλείσιμο που μου αφήνουν οι Βlind Guardian, δεν ξέρω αν την έχω ζήσει σε άλλο live.

Άρτεμις Μαστρογιαννοπούλου: Θεωρώ πως η συγκεκριμένη μπάντα και όλες οι εμφανίσεις της είναι μοναδικές. Οπότε, είναι σίγουρο πως όποιος τους έχει απολαύσει μία ή και περισσότερες φορές δεν περιμένει κάτι διαφορετικό. Απλά θα πάει, θα απολαύσει τα κομμάτια, θα ζήσει απόλυτα τη στιγμή και θα συνεχίσει να πηγαίνει, γιατί πραγματικά το νιώθει.

Δεν υπάρχει κάπου μέσα σου ο φόβος πως μπορεί η τρίτη φορά να είναι και η φαρμακερή; Για κάποιο λόγο να πας περιμένοντας ένα έπος και να είναι μια κακή μέρα;

ΓΞ: Υπάρχουν μπάντες που βρίσκονται σε ένα tier που δεν μπορούν να κάνουν κακές εμφανίσεις. Ή για να το θέσω καλύτερα, η κακή τους ημέρα είναι καλύτερη από το 90% των συναυλιών που θα δεις. Οι Blind Guardian λοιπόν εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία.

ΑΔ: Στην πραγματικότητα όταν είσαι στο σημειό να βλέπεις τρίτη φορά συνεχόμενη μια μπάντα, η διάθεση είναι αυξανόμενη. Άρα κανένας φόβος δεν υπάρχει εκεί, είσαι ήδη σε καλή διάθεση που κανένα στραβό δεν μπορεί να τη χαλάσει. Πόσο μάλλον όταν έχεις τη σιγουριά αποδεδειγμένα πολλαπλές φορές ότι πραγματικά δεν υπάρχουν πολλά που μπορεί να πάνε στραβά. Μάλλον δεν υπάρχουν καν.

ΠΔ: Αναφερόμαστε σε ένα συγκρότημα που έχει διοργανώσει το δικό του festival και το στήριξαν ως headliners! Ποτέ δε δημιουργησαν αλγεινές εντυπώσεις σε συναυλία τους. Οι τρεις πρωτεργάτες (Hansi, Andre, Marcus) έχουν μάθει να επικοινωνούν με τα μάτια και να διορθώνουν επιτόπου όποιες προκλήσεις παρουσιαστούν.

Τα live των Blind Guardian δεν είναι απλές συναυλίες. Είναι οικογενειακές συνάξεις.

ΓΧ: Κάθε φορά είναι καλύτερη. Και η φάση και η μπάντα. Tα live των Blind Guardian δεν είναι απλές συναυλίες. Είναι οικογενειακές συνάξεις.

ΑΤ: Σε τέτοια επίπεδα δε νομίζω ότι η “κακή” μέρα θα είναι τόσο κακή στην πραγματικότητα. Τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να σε απογοητεύσει.

ΑΜ: Αν το πάμε με τη λογική, ναι μπορεί να υπάρξουν κακές συναυλιακές ημέρες. Οι Blind Guardian όμως μόνο κακές ημέρες δεν έχουν. Μας έχουν αποδείξει αρκετές φορές πως το κάθε live τους είναι ξεχωριστό από όλες τις απόψεις. Οπότε ο φόβος αυτός δεν υπάρχει καν στο ορίζοντα.

Ιδανικά μιλώντας, τι θα ήθελες να είναι διαφορετικό στην τρίτη τους εμφάνιση; Από κομμάτια που θα ‘θελες να ακούσεις μέχρι και εκτελέσεις.

ΓΞ: Για μένα η απάντηση είναι εύκολη: Bright Eyes, A Past and Future Secret και And Then There Was Silence.

ΑΔ: Δεδομένου ότι οι μπάντες δεν είναι ούτε ρομπότ, ούτε είναι εύκολο να αλλάξουν πολλά στο setup τους από μέρα σε μέρα, σίγουρα καλές θα ήταν κάποιες διαφοροποιήσεις στο setlist. Μόνο αυτό. Που και να μην συμβεί, πάλι ίδια θα είναι η κατάληξη.

ΠΔ: Welcome to dying, Somewhere far beyond, Lord of the Rings, Run for the night, Mordred’s Song, The Curse of Feanor.

ΓΧ: Ήθελα κάτι περισσότερο από νέο δίσκο όπως το Life Beyond the Spheres και το American Gods (αν και διέρρευσε ότι θα το παίξουν τώρα). Φυσικά And then there was Silence, Α Past and Future Secret και Journey through the Dark που είναι τα αγαπημένα μου. Και κάποτε εύχομαι να παίξουν αυτό το ρημάδι το The Maiden and the Minstrel Knight.

ΑΤ: The Script for my Requiem και καπάκι Mordred’s Song, όπως ακριβώς στο δίσκο.

ΑΜ: Επειδή τα κομμάτια ήταν επιλεγμένα και καλά εκτελεσμένα, το μόνο που θα άλλαζα ήταν η σειρά. Να έκλεινε λίγο διαφορετικά η κάθε βραδιά, ίσως με ένα χαλαρό κομμάτι για να πέσουν και οι τόνοι.

Οι Blind Guardian μαζί με τους Kreator, τους Anathema και λίγες ακόμα μπάντες έχουν τα πρωτεία σε εμφανίσεις στην Ελλάδα. Γιατί πιστεύεις πως ενώ είναι στανταράκια, κάθε φορά θα κάνουν απανωτά sold out, ειδικά από τη στιγμή που ξαναήρθαν πρόσφατα;

ΓΞ: Εξαιρετική ερώτηση και ως ένα βαθμό χρήζει ειδικής ανάλυσης. Νομίζω ότι έχει να κάνει με την εντιμότητά τους απέναντι στο κοινό τους. Είναι συγκροτήματα που αντιμετωπίζουν κάθε εμφάνιση στη χώρα μας ως την τελευταία τους και αυτό δημιουργεί μνήμες που διαιωνίζονται από στόμα σε στόμα μετατρέποντας τους – δικαίως – σε μύθους.

ΑΔ: Ξεκάθαρα λόγω σχέσης κοινού-αγοράς με την μπάντα. Είναι κάποιες μπάντες που για πολλαπλούς λόγους όπως κοντινές ιδιοσυγκρασίες, σύνδεση κουλτούρας, μουσικό είδος που ταιρίαζει σε χώρα, θεματολογίες ή γιατί επένδυσαν στις εμφανίσεις τους σε κάποιες χώρες, πέτυχαν μία καλύτερη σύνδεση με το κοινό.

Πόσο μάλλον όταν η μπάντα αποδίδει φανταστικά κάθε μα κάθε φορά, δίνοντας ό,τι έχει και δεν έχει. Αυτό το αναγνωρίζει το κοινό και γεννά νέους οπαδούς που θα έρθουν τις επόμενες φορές. Το Σάββατο στους Blind Guardian, μπροστά μου, κάτω από ένα σκαλί, ήταν ένα κορίτσι που δεν θα ήταν παραπάνω από 13-14 χρονών. Όποτε το κοίταγα, όσο περνούσε η ώρα τα μάτια της έλαμπαν όλο και περισσότερο. Στο “Bard’s Song” σηκωνόταν στις μύτες, έκανα πίσω και της είπα να ανέβει στο σκαλί. Στο τέλος του live με ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά και γύρισε στο φίλο-πατέρα-whatever μεγαλύτερο της που ήταν μαζί και άρχισε να του λέει πόσο απίστευτα ήταν. Ε, αυτό το κορίτσι θα φέρει και φίλους της και θα πηγαίνουν στους Blind Guardian (και στους όποιους Blind Guardian) κάθε μα κάθε φορά.

Τι καλύτερο να έχεις μπροστά σου μία παρέα παιδικών φίλων που τα καταφεραν δίνοντας σάρκα και οστά στο όνειρό τους.

ΠΔ: Από το 1998, ως συντάκτης, παρακολουθούσα στενά τη σχέση των Γερμανών με το ελληνικό κοινό. Το συμπέρασμά μου είναι ότι μία ολόκληρη γενιά (μεταξύ αυτών και εγώ) βρήκε ένα συγκρότημα για να γεμίσει ένα κενό, στιχουργικά, στο Power metal που είχαμε ανάγκη, αυτο της fantasy λογοτεχνίας.

Επίσης, πάντα η Ελλάδα, είχε ένα φανατικό κοινό στο epic metal, που τουλάχιστον μέχρι και το Imaginations… τα επικά – λυρικά σημεία των Γερμανών τους κάλυπτε. Κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε γρήγορα ένας φανατικός, ισχυρός πυρήνας ακροατών που έδωσε μεγάλη ώθηση στη δημοφιλία τους. Τέλος, εξίσου σημαντικό, η αίσθηση της παρέας που έβγαζαν πάντα προς τα έξω. Τι καλύτερο να έχεις μπροστά σου μία παρέα παιδικών φίλων που τα καταφεραν δίνοντας σάρκα και οστά στο όνειρό τους.

ΓΧ: Οι Blind Guardian ενώνουν δύο αιώνες και δύο χιλιετίες. Τον κόσμο πριν τον κινηματογραφικό Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και τον κόσμο μετά. Μιλάνε στους νέους όπως μιλάνε και στους παλιούς. Κάτι η θεματολογία των τραγουδιών, η μοναδικότητα της μουσικής, η φωνή του Hansi, όλα αυτά δημιουργούν έναν μαγικό δεσμό με το κοινό, μια μυστικιστική αγάπη.

Νομίζω ότι έχει να κάνει με την εντιμότητά τους απέναντι στο κοινό τους.

ΑΤ: Είναι μπάντες που σε κάθε τους εμφάνιση (τουλάχιστον εδώ) τα δίνουν όλα. Όταν φεύγεις από ένα live με χαμόγελο που διαρκεί για ώρες και είσαι πλήρης συναισθημάτων, δε μπορεί παρά να δεθείς μαζί τους και να τους βλέπεις ξανά και ξανά.

ΑΜ: Εκτός από τη μουσική ιδεολογία, πιστεύω πως σημαντικό ρόλο παίζει η σχέση της μπάντας με το κοινό. Δεν είναι τυχαίο ότι έρχονται πολύ συγκεκριμένα ονόματα ξανά και ξανά στη χώρα μας και τόσο συχνά. Η σύνδεση που υπάρχει φαίνεται κάθε φορά στις συναυλίες και σε αυτό δεν χωράει καμία αμφιβολία. Είναι φανερό πως κάθε φορά που συναντούν το ελληνικό κοινό είναι ειλικρινά ανεπανάληπτοι και το πάθος που βγάζουν τα επιβεβαιώνει όλα. Άρα, δεν είναι δυνατόν να μην τους επιλέγουμε κάθε φορά, περιμένοντας πως και η επόμενη συναυλία θα είναι εξίσου ίδια ή και καλύτερη σε όλα τα επίπεδα.

Share.
Exit mobile version