Η ταινία “Donnie Darko”, σε σκηνοθεσία Richard Kelly και πρωταγωνιστή τον Jake Gyllenhaal, έκανε πρεμιέρα το 2001. Οι πρώτες μέρες προβολής δεν έδειχναν ότι το φιλμ θα μπροούσε να αντέξει το στοίχημα του χρόνου. Η εμπορική της πορεία ήταν απογοητευτική. Βγήκε στους κινηματογράφους λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο, με την πτώση ενός κινητήρα αεροσκάφους να παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή. Παρόλα αυτά, η ταινία δεν χάθηκε από το προσκήνιο. Συνέχισε να κυκλοφορεί, πέρασε στο DVD και σταδιακά άρχισε να αποκτά κοινό. Έτσι, από μια υποτιμημένη και περίεργη δουλειά, εξελίχθηκε σε κάτι πιο ισχυρό: μια ιδιόρρυθμη ταινία που συνέβαλε στον επαναπροσδιορισμό των προσδοκιών γύρω από την επιστημονική φαντασία και τις αφηγήσεις με ασαφή στοιχεία.
Ο χρόνος που λυγίζει αντί να εξηγείται
Η ταινία του Richard Kelly δεν ξεδιπλώνεται με λογική σειρά, αλλά μοιάζει να καταρρέει εσωτερικά. Δεν προσφέρει εξηγήσεις, παρά μόνο σκόρπιες εικόνες και στιγμές. Αντί για ξεκάθαρη πλοκή, αφήνει να εννοηθεί ένα μοτίβο που δεν ολοκληρώνεται. Ο Donnie, ένας έφηβος από τα προάστια, αρχίζει να υπνοβατεί. Τον υποδύεται ο Jake Gyllenhaal με ένταση που πότε συγκρατείται και πότε ξεσπά. Ο Donnie βλέπει έναν άντρα ντυμένο με ένα τρομακτικό κοστούμι κουνελιού. Το όνομα του είναι Frank, και του λέει ότι ο κόσμος θα τελειώσει σε 28 ημέρες. Ένα πρωί, ένας κινητήρας αεροπλάνου πέφτει στο δωμάτιο του Donnie. Το σχολείο του καταστρέφεται από άγνωστη αιτία. Οι άνθρωποι γύρω του δείχνουν παράξενοι. Ή μήπως είναι ο ίδιος που αλλάζει; Ο χρόνος μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Συνομιλίες που έχουν ειπωθεί ακούγονται ξανά με μικρές διαφορές. Η πραγματικότητα χάνει τη συνοχή της και αρχίζει να παραμορφώνεται.
Αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν για να ερμηνευτούν πλήρως. Το “Donnie Darko” στηρίζεται στην αβεβαιότητα και αίσθηση σύγχυσης που προκαλεί. Η ταινία κρατά απόσταση από το κοινό και δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις. Ο θεατής καλείται να ενώσει μόνος του τις πληροφορίες που μοιάζουν ασύνδετες. Το παράδοξο αποτελεί τον βασικό της άξονα. Η ιστορία δεν επικεντρώνεται στην έννοια του ταξιδιού στον χρόνο. Ασχολείται με την αίσθηση που αφήνει ο χρόνος όταν καταρρέει. Στο κάτω-κάτω, είναι μια ιστορία για το πώς μοιάζει ο χρόνος όταν διαλύεται.
Όταν η κανονικότητα γίνεται απειλητική
Το σκηνικό διαφέρει από όσα έχουμε συνηθίσει. Δεν βρισκόμαστε σε κάποιο δυστοπικό μέλλον, αλλά στο 1988, στα αμερικανικά προάστια. Υπάρχουν σπίτια μεσαίας τάξης, συναντήσεις γονέων, σχολικές εκδηλώσεις. Ο Richard Kelly χρησιμοποιεί αυτό το οικείο περιβάλλον σαν εργαλείο αποσταθεροποίησης. Όσο πιο φυσιολογικά δείχνουν τα πάντα, τόσο πιο εύθραυστα αποδεικνύονται στην πορεία. Ο Patrick Swayze παίζει έναν “μέντορα” που πίσω από τις παραστάσεις αυτοβελτίωσης κρύβει κάτι ανησυχητικό. Η Beth Grant υποδύεται μια δασκάλα που νοιάζεται περισσότερο για τους κανόνες παρά για τους μαθητές της. Κανείς τους δεν λειτουργεί σαν κακός από ταινία τρόμου. Αντίθετα, αντιπροσωπεύουν πρόσωπα της εξουσίας που επηρεάζουν τη ζωή χωρίς να φαίνονται.

Αυτή η αντίθεση — το ασυνήθιστο που φωλιάζει μέσα στην καθημερινότητα — είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του “Donnie Darko”. Η ταινία δεν υιοθέτησε την αισθητική της τότε επιστημονικής φαντασίας. Δεν βλέπουμε φανταχτερά εφέ, λέιζερ ή περίπλοκους όρους. Αντί για αυτά, η μεταφυσική περνά μέσα από την παράνοια. Η χρονική διαστρέβλωση εμφανίζεται ως προέκταση της εφηβικής σύγχυσης. Και με αυτή τη συνθήκη, το “Donnie Darko” άνοιξε τον δρόμο για μια δεκαετία πιο ρεαλιστικών ταινιών του είδους.
Ενώ αρκετοί σκηνοθέτες επέμεναν στο εντυπωσιακό θέαμα, ο Richard Kelly προτίμησε/υποχρεώθηκε εργαλεία χαμηλού κόστους για να δείξει κάτι βαθύτερο. Η ταινία δεν εξηγεί τι ακριβώς είναι το “εφαπτόμενο σύμπαν”. Ούτε απαιτεί από το κοινό να ακολουθήσει μια επιστημονική ανάλυση. Η δύναμή της κρύβεται στην επιλογή να μην προσφέρει απαντήσεις. Αντίθετα, αφήνει τον θεατή να μείνει μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν «κουμπώνει». Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο Donnie το βιώνει.
Ο Donnie και όσοι τον περιβάλλουν
Η ερμηνεία του Gyllenhaal παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ταινίας. Ο Donnie που παρουσιάζει δεν θυμίζει γυαλισμένο νεαρό ήρωα. Είναι απόμακρος, επιφυλακτικός, με περιέργο χιούμορ και βλέμμα που προσπαθεί να κρύψει τον φόβο. Η ψυχική του κατάσταση δεν παρουσιάζεται σαν θέαμα. Αντίθετα, η αβεβαιότητα εκφράζεται μέσα από τη συμπεριφορά του. Η ανησυχία που βγάζει δεν χρειάζεται όνομα ή κατηγορία. Λειτουργεί μέσα στο κάδρο χωρίς διάγνωση, και αυτό την κάνει πιο πειστική.
Οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν το καστ αποφεύγουν κάθε υπερβολή. Η Mary McDonnell ενσαρκώνει τη μητέρα του Donnie με σοβαρότητα, χωρίς να καταφεύγει σε συναισθηματισμούς. Η Maggie Gyllenhaal, που είναι και αδελφή του Jake στην πραγματική ζωή, παίζει τη μεγαλύτερη αδελφή του με μία υπέροχη διακριτική ειρωνεία. H Drew Barrymore και ο Noah Wyle, ως δάσκαλοι που συγκρούονται με τη σκληρή εκπαιδευτική δομή, προκαλούν νοητική αναστάτωση και αμφιβολίες. Και φυσικά η Gretchen της Jena Malone. Συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη του Donnie, ως κομμάτι της αλληλουχίας που τον οδηγεί στην τελική του πράξη.
Μια ιστορία χωρίς τελεία
Η δομή της ιστορίας θυμίζει παζλ που αποφεύγει συνειδητά την οριστική λύση. Κάθε σκηνή με τους χαρακτήρες μοιάζει τυχαία, όμως τελικά εντάσσεται σε έναν κλειστό κύκλο. Ακόμα και οι παράλογοι διάλογοι για τα Στρουμφάκια ή τη φράση “cellar door” αφήνουν κάτι στο πίσω μέρος του μυαλού. Όταν η ταινία τελειώνει, το κοινό δεν παίρνει ξεκάθαρες απαντήσεις. Αντί γι’ αυτό, μένει με ένα αίσθημα επανάληψης και αλλαγής. Κάτι έχει συμβεί, όμως δεν υπάρχει αφηγητής να το επιβεβαιώσει. Το νόημα της ταινίας γεννά συζήτηση — δεν μεταφέρεται παθητικά.
Το στυλ της ταινίας ενισχύει την ένταση. Η αισθητική δεν επιδιώκει εκλέπτυνση, αλλά διατηρεί έναν πιο μουντό χαρακτήρα. H χρωματική παλέτα παραμένει γκριζαρισμένη, με χαμηλές αντιθέσεις. Η κάμερα κινείται απλά, χωρίς εντυπωσιακά πλάνα ή τεχνικά κόλπα. Η μουσική χρησιμοποιείται με τρόπο που προκαλεί αντίθεση, περιλαμβάνοντας τραγούδια από τους Echo & the Bunnymen και Tears for Fears. Έτσι, η μουσική αντί να ενισχύει την ατμόσφαιρα, δημιουργεί ρωγμές και στιγμές έντασης. Ο ρόλος της δεν είναι να προσφέρει συνοχή, αλλά να εντείνει την αίσθηση ανησυχίας.
Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν μια σειρά από «απομιμήσεις» του “Donnie Darko”. Αντί γι’ αυτό, άλλαξε ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι ταινίες του είδους. Οι χαρακτήρες μπορούσαν πλέον να κινούνται με βάση το ένστικτο. Δεν χρειάζονταν πάντα λογικές εξηγήσεις για κάθε τους πράξη. Η αφήγηση μπορούσε να εξελίσσεται χωρίς παραδοσιακές κορυφώσεις ή αποκαλύψεις. Η ταινία απέδειξε πως η ασάφεια μπορεί να λειτουργεί ως δημιουργικό εργαλείο.
Αποδείχθηκε επίσης ότι οι έφηβοι ήρωες δεν χρειάζεται να εκπροσωπούν στάδια ενηλικίωσης. Ο Donnie του Gyllenhaal δεν προσπαθεί να μάθει πώς να ζήσει. Προετοιμάζεται για το τέλος. Δεν προσπαθεί να ωριμάσει μέσα από κλασικά μοτίβα. Αντίθετα, καταλαβαίνει πως ο κόσμος γύρω του είναι ασταθής. Ίσως είναι ο μόνος που μπορεί να τον επαναφέρει σε ισορροπία. To φιλμ δεν του προσφέρει αναγνώριση ή λύτρωση. Αντί για επιβράβευση, έρχεται η διαγραφή. Η γνώση που αποκτά έχει κόστος — την ίδια του την ύπαρξη.
Αυτή η προσέγγιση που επέλεξε ο Richard Kelly άλλαξε τις προσδοκίες του κοινού. Έκανε μια ολόκληρη γενιά θεατών να νιώθει άνετα με το μυστήριο. Η συναισθηματική αποστασιοποίηση έπαψε να θεωρείται αδυναμία. Το «να μη βγάζεις νόημα» έγινε κάτι βιώσιμο. Αυτή η επιρροή φάνηκε αργότερα σε ταινίες χωρίς ξεκάθαρο φινάλε. Από το “Under the Skin” μέχρι το “Enemy” και το “Annihilation”, η αμφισημία έγινε το θεμέλιο — όχι η εξαίρεση.
Όταν το μυστήριο γίνεται εργαλείο
Το “Donnie Darko” άλλαξε και τον τρόπο που το κοινό αλληλεπιδρά με τις ταινίες. Δεν προσφέρεται για χαλαρή, αποσπασματική προβολή. Απαιτεί προσοχή, επανάληψη και επεξεργασία. Θέλει σκέψη και συζήτηση. Η επιτυχία του δεν ήρθε από διαφημίσεις ή θετικές κριτικές. Ξεκίνησε από στόμα σε στόμα. Κάποιος το είδε και το πρότεινε σε άλλον. Και μετά συζήτησαν όλοι τι είδαν. Ήταν μια από τις πρώτες ταινίες των ‘00s που πέτυχαν μακροπρόθεσμα. Όχι χάρη στα στούντιο, αλλά επειδή το κοινό αποφάσισε να την επαναξιολογήσει.
Και εξακολουθεί να αρνείται να χωρέσει σε απλές ετικέτες. Αν το πεις ταινία με θέμα το ταξίδι στο χρόνο, χάνεις το νόημα. Οι χρονικοί βρόχοι εδώ είναι κυρίως συναισθηματικοί. Αν το πεις εφηβικό δράμα, αγνοείς τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις. Αν το χαρακτηρίσεις απλώς «ταινία-καλτ», μειώνεις τη σημασία του. Γιατί η μεγαλύτερη επιτυχία τού “Donnie Darko” είναι ότι άλλαξε τις προσδοκίες του κοινού απέναντι στην κινηματογραφική αφήγηση. Υπάρχουν ταινίες από εκείνη την εποχή που ήταν πιο σαφείς, πιο δυνατές και πιο επιτυχημένες στο box office. Όμως ελάχιστες άσκησαν τόσο υπόγεια επιρροή σε σκηνοθέτες και θεατές. Το “Donnie Darko” άλλαξε τον τρόπο σκέψης όσων το παρακολούθησαν — χωρίς πάντα να του το αναγνωρίζουν.