O Russell Mulcahy έκανε το το μεγάλου μήκους ντεμπούτο το 1984 με το, cult πλέον, “Razorback”. Πέρασαν δύο χρόνια και ο σκηνοθέτης έφυγε από την Αυστραλία με προορισμό το Hollywood. Εκεί κατάφερε να δημιουργήσει και τη μεγαλύτερη επιτυχία της κινηματογραφικής του καριέρας, το πρώτο “Highlander”.
Η τεράστια επιτυχία του “Highlander”, αυτό και αν θα αποκτούσε cult status στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, είχε σαν αποτέλεσμα ο ίδιος ο Mulcahy να γυρίσει ένα κατώτερο σίκουελ πέντε χρόνια αργότερα. Ακολούθησε και μια τηλεοπτική σειρά στα ‘90s και γενικότερα η ποπ κουλτούρα αγκάλιασε σφιχτά το φαινόμενο “Highlander”. Δυστυχώς ή εύτυχως, κάθε προσπάθεια που ακολούθησε παρέμενε κατώτερη από την πρώτη εκείνη ταινία του 1986.
Στη Νέα Υόρκη, ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με αντίκες (Christopher Lambert) προσκαλείται σε μονομαχία με ξίφη στο χώρο στάθμευσης του Madison Square Garden από ένα μυστηριώδη άγνωστο άνδρα. Ο πρωταγωνιστής μας τον αποκεφαλίζει, με αποτέλεσμα ωστόσο να συλληφθεί από την αστυνομία.
Αρχίζει τότε να φέρνει στη μνήμη του τη ζωή του στη Σκωτία του μεσαίωνα, όπου ζούσε ως Connor McLeod. Όταν σώθηκε ως εκ θαύματος από έναν βαρύτατο τραυματισμό, οι αντίπαλοί του πίστεψαν ότι είχε κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Connor είναι αθάνατος εκτός κι αν κάποιος του πάρει το κεφάλι, όπως θα του εξηγήσει σύντομα ένας άνδρας ονόματι Ramirez (Sean Connery).
Οι βασικές αρετές της ταινίας μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο ονόματα: Sean Connery και Clancy Brown. Ο πρώτος φέρνει κύρος και εμπειρία στην ταινία, σε ακόμα μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση για χάρη του ρόλου του. Mην ξεχνάμε ότι την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο “The Name of the Rose” του Jean-Jacques Annaud και την επόμενη στο “The Untouchables” του Brian De Palma. Δηλαδή σε τρεις ταινίες με ρόλους εντελώς διαφορετικούς.
Ο δεύτερος ενσαρκώνει τον «κακό» του φιλμ και είναι, όπως πάντα, απολαυστικός. Οι σκηνές μάχης είναι δεξιοτεχνικά χορογραφημένες και μολονότι ο Mulcahy δεν είναι σίγουρα Kurosawa, παραμένουν συναρπαστικές. Οκ, ο Christopher Lambert δεν ήταν ποτέ καλός ηθοποιός και δεν έγινε σε αυτήν την ταινία. Τέτοια φιλμ, όμως, αντλούν τη γοητεία τους ακριβώς από κάτι τέτοια ελαττώματα. Το soundtrack, επίσης, είναι ένα κόσμημα, απολύτως χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1980.
Πέρα από τα παραπάνω, το “Highlander” είναι μια ταινία που δείχνει την ηλικία της. Ωστόσο, είναι από τις σπάνιες φορές που αυτό αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της γοητείας της. Γιατί, δυστυχώς, μια τόσο ψυχαγωγική ταινία που νοιάζεται περισσότερο για την ανερυθρίαστη διασκέδαση του κοινού της παρά για τον ρεαλισμό των ειδικών εφέ της δύσκολα θα έπαιρνε σήμερα το πράσινο φως από τα χολιγουντιανά στούντιο.
Αυτό διότι τα studios σήμερα μοιάζουν προσηλωμένα στο να παράγουν σωρηδόν υπερπαραγωγές αψεγάδιαστης όψης και προσεγμένων εφέ. Φυσικά, αυτό μόνο του δεν είναι κακό, γίνεται όταν για χάρη αυτών θυσιάζεται ό,τι έχει να κάνει με την αφήγηση και το σκηνοθετικό ύφος. Έτσι, τελικά, έχουμε ταινίες εντελώς ομοιογενείς και γι’ αυτό, εν τέλει, ανιαρές.
Ναι, αν περιμένεις να δεις μια ταινία που να συναγωνίζεται σε ποιότητα εφέ τις ταινίες της Marvel, πιθανότατα το “Highlander” θα σε απογοητεύσει. Όμως, αν αυτό που ζητάς είναι μια εξωφρενικά απολαυστική ιστορία, που συνδυάζει επική φαντασία, ηρωισμό, νοσταλγία, μουσικάρες, εμβληματικούς ηθοποιούς και τον Christopher Lambert, εκπληκτικές χορογραφίες δράσης και τα πανέμορφα σκωτσέζικα τοπία, τότε you are in for a treat, όπως λέγαμε και στο χωριό μου. Δε χρειάζεται να δεις το σίκουελ, ούτε και τη σειρά, αλλά αν δε δεις το πρώτο φιλμ του 1986 θα χάσεις.
Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Chad Stahelski, σκηνοθέτης των John Wick, ετοιμάζει ένα remake του Highlander. Γενικά, είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιου τύπου εγχειρήματα. Ειδικά, όμως, ο δημιουργός των John Wick έχει αποδείξει πόσο ικανός είναι στις χορογραφίες δράσης και στα αξιομνημόνευτα set-pieces. Οπότε, δεν έχουμε παρά να ευχηθούμε, εάν τελικά αυτό το project υλοποιηθεί, να διαθέτει έστω ένα μέρος της ψυχαγωγικής αξίας της αρχικής ταινίας.