Η μαύρη Βίβλος των Ghost & του Tobias Forge

Ναι, αν ψάξουμε στα διαδικτυακά κιτάπια, ως starting point των Ghost θα μπορούσαμε να ορίσουμε αρκετές ημερομηνίες. Την ημέρα κυκλοφορίας του Opus Eponymous, το βράδυ που ο Tobias Forge ανέβασε μερικά κομμάτια στο Myspace. Μια ακόμα καλή εικασία θα ήταν εκείνο το απόγευμα που βρέθηκε στο studio του Gustaf Lindström για να ηχογραφήσει το “Stand By Him”.

Βέβαια, ίσως καμία από τις παραπάνω ημερομηνίες να μην είχε σημασία αν ο Fenriz δεν «χάζευε» στο internet. Ακούγεται παράξενο. Ίσως, όμως, αν δεν είχε ακούσει ο Νορβηγός τη μουσική των Ghost και δεν την είχε συστήσει στον Lee Dorrian, το έγχειρημα του Tobias Forge να μην είχε βρει δισκογραφική «στέγη».

Κάθε ένα από τα παραπάνω γεγονότα έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία. Όλα μαζί, μοιάζουν σαν μία ιδιαίτερη συναστρία. Μία ξεχωριστή ουράνια ευθυγράμμιση η οποία έφερε σε σειρά πρόσωπα και καταστάσεις φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους. Μάλιστα, το έκανε με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργηθούν οι Ghost. Θα το έλεγε κάποιος και σατανική σύμπτωση.

Τελικά, το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι αν στις 3 Μαρτίου του 1983 δε γεννιόταν ο ιθύνων νους των Ghost, τίποτα από τα παραπάνω δε θα είχαν συμβεί. Ο Tobias Forge ήταν ο καταλύτης ώστε όλα αυτά να αποκτήσουν σημασία, άλλωστε τόση ώρα μιλάμε για το μουσικό όραμα του ανθρώπου που δε θέλησε να γίνει στη ζωή του τίποτα άλλο πέρα από μουσικός.

TA ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ TOBIAS FORGE

Ο Tobias είχε μυηθεί στο rock’n’roll ως παιδάκι, από τον κατά 13 χρόνια μεγαλύτερο μεγαλύτερο αδελφό του, Sebastian. Τα γούστα του Sebastian πέρασαν και σε εκείνον: μουσική, κόμικς και ταινίες τρόμου. Όταν έφερε στο σπίτι το άλμπουμ Love Gun των Kiss του 1977, ο νεαρός Tobias υπνωτίστηκε από το ζωηρό και καρτουνίστικο εξώφυλλο του. Θυμάται τον αδερφό του να του λέει: «Παρ’ το, φαίνεται να σου αρέσει περισσότερο από όσο σε μένα».

O ίδιος, αναπολώντας τα παιδικά του χρόνια, θεωρεί ότι μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη του ως άνθρωπος έπαιξε το γεγονός ότι οι γονείς του δεν του συμπεριφέρθηκαν ποτέ ως παιδί, τουλάχιστον όχι με την κλασική έννοια. Τη μητέρα του τη θυμάται ως έναν άνθρωπο άκρως ελευθεριακό, που του εξηγούσε ό,τι συνέβαινε στον πλανήτη, Χαρακτηριστικά, μιλώντας στον Lou Brutus, περιγράφει: «Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου δεν υπήρχε καθόλου λογοκρισία. Ποτέ δεν προσπάθησαν να με ξεκόψουν από την πραγματικότητα. Σκέψου πως όταν ήμουν πέντε χρονών ήξερα ποιοι ήταν o Ronald Reagan και η Margaret Thatcher, γνώριζα για τον πόλεμο στο Ιράκ».

Η μαμά του έπαιξε σημαντικό ρόλο και στα μουσικά του γούστα. Από μικρή ηλικία τον σύστησε σε συγκροτήματα όπως οι Beatles, οι Rolling Stones, οι Pink Floyd και ο Jimi Hendrix. Από την άλλη, o Sebastian ήταν αυτός που τον έβαλε σε έναν πιο βαρύ μουσικό κόσμο, με συγκροτήματα όπως οι AC/DC, οι Motörhead, οι Metallica αλλά punk θρύλους όπως οι Sex Pistols και οι Ramones. Μάλιστα ήταν αυτός που του χάρισε τους πρώτους δίσκους της συλλογής, με το Love Gun να συμπληρώνουν τα Shout at the Devil των Mötley Crüe & το Stay Hungry των Twisted Sister.

Ο TOBIAS ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΜΟΙΑΣΕΙ ΣΤΟΝ DEE SNIDER ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΖΩΗΣ

Με αυτά τα ερεθίσματα, ο μικρός Tobias προσπάθησε να παραστήσει τον θρυλικό frontman των Twisted Sister. Ντυνόταν με ένα συνδυασμό ρούχων της μητέρας του και του αδερφού του και ανέβαινε στον καναπέ για να παραστήσει τον rock star. Δεν του πήρε και πολύ χρόνο να καταλάβει ότι δεν του έφτανε μόνο να απολαμβάνει τη μουσική, ήθελε και να τη δημιουργεί.

Εδώ λοιπόν εμφανίζεται ο μπαμπάς Forge. Ερασιτέχνης μουσικός ο ίδιος και επαγγελματίας φωτογράφος, του έμαθε να παίζει κιθάρα όταν ήταν παιδί. «Δε θέλησα ποτέ μου να κάνω κάτι άλλο από το παίζω μουσική.», θυμάται ο Tobias Forge. Βετεράνος πολλών συγκροτημάτων στα μέσα της εφηβείας του, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σχολείο στα 16. Για την επόμενη δεκαετία, πέρασε μέσα από μια σειρά συγκροτημάτων ποικίλων μουσικών ειδών. Από το death metal των Repugnant, στο indie-rock των Subvision, και από εκεί στο alt-rock με τους Magna Carta Cartel, μέχρι και το hair metal των Crashdïet. «Μεταξύ 19 και 29, ήμουν ένας πολύ αποτυχημένος μουσικός», λέει ο ίδιος σαρκαστικά.

Ο Tobias Forge απείχε πολύ από το να τα καταφέρει ως μουσικός. Ζούσε σε ένα διαμέρισμα στο μέγεθος ενός υπνοδωματίου στη Σουηδία και ονειρευόταν να παίξει κιθάρα για τους Red Hot Chili Peppers. «Πάντα φανταζόμουν τον εαυτό μου περισσότερο σαν μουσικό τύπου Frusciante», θυμάται ο Forge. «Είμαι κιθαρίστας, αλλά και κατά περίπτωση δεύτερος τραγουδιστής, και απλά ένα είδος δεύτερου βιολιού σε μια μπάντα».

ΠΩΣ Ο TOBIAS ΟΔΗΓΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ GHOST

Πριν από περίπου 15 χρόνια, ο Forge άρχισε να γράφει μια νέα σειρά από heavy metal κομμάτια. Ήταν διαφορετικά από ό,τι είχε κάνει μέχρι τότε και είχαν μία έντονη αποκρυφιστική προσέγγιση. Για τη σύνθεση τους χρησιμοποιούσε μία μαύρη Gibson SG, το ίδιο μοντελό με αυτό που έπαιζαν κιθαρίστες όπως ο Angus Young και ο Tony Iommi. Και οι δύο εντάσσονται στις κιθαριστικές μορφές στις οποίες ήθελε να μοιάσει και επηρέασαν τον ήχο του. Επανέρχομαι στα κομμάτια, οι συνθέσεις αυτές λοιπόν, προορίζονταν για ένα νέο project που είχε σκεφτεί ο Tobias.

«Αρχικά ήταν απλά ένα πείραμα. Όταν φυτεύτηκαν οι σπόροι, άνθισαν με τη μορφή ενός τραγουδιού… Νομίζω ότι στους περισσότερους συνθέτες έχει συμβεί κάτι παρόμοιο. Εκεί που κάθεσαι και δοκιμάζεις ιδέες και ήχους, προκύπτουν πράγματα που φαντάζουν κάπως παράταιρα στην τωρινή σου μπάντα. Σου αρέσουν όμως, μοιάζουν εμπνευσμένα. Έτσι συνέβη και σε εμένα. Εκείνη η ιδέα, τότε, τη δεδομένη στιγμή, είχε κάποια δύναμη που μου κέντρισε το ενδιαφέρον.» Με τα παραπάνω, ο Tobias Forge περιγράφει πώς έγραψε το πρώτο κομμάτι των Ghost, ”Stand by Him“.

Είχε ένα φιλόδοξο σχέδιο, αλλά αυτή η φιλοδοξία ερχόταν σε σύγκρουση με την ανάγκη του να πληρώνει τους λογαριασμούς και να ζήσει την οικογένειά του. Εργαζόταν σε ένα τηλεφωνικό κέντρο για μια σουηδική τηλεφωνική εταιρεία όταν άρχισαν να δημιουργούνται στο μυαλό του οι Ghost. «Είναι τόσο γελοίο, γιατί δεν ξέρω τίποτα από τηλέφωνα ή υπολογιστές», θυμάται γελώντας. «Απλώς τελειοποίησα την τέχνη του να λέω μ@λ@κίες».

Όσο ήταν εκεί, άρχισε να γράφει τα πρώτα κομμάτια και να σχεδιάζει τις πρώτες ιδέες. Εκεί ήταν, επίσης, που ζωγράφισε το λογότυπο των Ghost ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο με έναν πελάτη. «Καθόμουν εκεί και απλά ευχόμουν να είχα μια άλλη ζωή», περιγράφει ο Tobias Forge.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΖΩΗ

Ο Tobias Forge παραδέχεται ότι οι Ghost ήταν η τελευταία του ζαριά. Έπαιζε σε συγκροτήματα από τα μέσα της εφηβείας του, χωρίς να έχει να επιδείξει κάτι το εξιοσήμειωτο. Τώρα πλησίαζε τα 30, παντρεμένος, με δίδυμα παιδιά. «Εκείνη τη στιγμή, το 2009, ήμουν σε σημείο απόγνωσης», θυμάται. «Είχα συμπληρώσει ήδη ένα χρόνο ως γονιός και αντιμετώπιζα το γεγονός ότι, γαμώτο, χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα. Έτσι αποφάσισα να κάνω κάτι, τους Ghost».

Το 2006, ο Tobias πρόσθεσε ένα ακόμη project στο πολυπληθές βιογραφικό του. Είχε αρχίσει να γράφει τραγούδια εμπνευσμένα από τους παλιούς δίσκους των Blue Öyster Cult, Mercyful Fate και Misfits που άκουγε μεγαλώνοντας. Λάτρευε τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα συγκροτήματα χρησιμοποιούσαν το κλασικό ροκ, το μέταλ και το πανκ για να περάσουν λαθραία μεγάλες ποπ μελωδίες, για να μην αναφέρουμε το αποκρυφιστικό τους ύφος.

Ο Tobias βάφτισε αυτό το μονομελές συγκρότημα Ghost, αν και αρχικά ήταν μόνο μία από τις πολλές μουσικές του ασχολίες. Αυτό άρχισε να αλλάζει κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου τον Μάρτιο του 2008, όταν μπήκε σε ένα στούντιο στη Στοκχόλμη μαζί με τον φίλο του, τον μπασίστα των Repugnant, Gustaf Lindström, για να ηχογραφήσουν ένα demo τριών τραγουδιών που είχε γράψει ο Tobias, Prime Mover, Stand By Him και Death Knell. Προς το τέλος του Σαββατοκύριακου, οι δυο τους άκουσαν ξανά την ηχογράφηση που είχαν κάνει και ο Tobias Forge σχολιάζε, «Αν άρεσε σε εμάς, ξέραμε ότι θα άρεσε και σε άλλους ανθρώπους».

Μπορεί να του άρεσαν τα τραγούδια που είχε γράψει, αλλά το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να τα τραγουδήσει ο ίδιος. «Ήμουν πάντα μεγάλος θαυμαστής του Slash και του Keith Richards», και συνεχίζει «Ήθελα να είμαι ο cool κιθαρίστας και όχι ο τραγουδιστής».

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΦΙΑΛΤΗ

Η 12η Μαρτίου του 2010 ήταν η μέρα που η ζωή του Tobias Forge έμελλε να αλλάξει για πάντα. Αυτό όμως θα γινόταν με τη μορφή αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Είχε ανεβάσει τα τραγούδια που είχε ηχογραφήσει με τους Ghost στο MySpace, και στη συνέχεια πέρασε τις επόμενες ώρες κάνοντας πρόβες με τους Repugnant. Σκεφτόταν πως θα μπορούσε να περιοδεύσει με την τότε μπάντα του, και παράλληλα, να διαδώσει τη μουσική των Ghost. Εκείνο το βράδυ, επισκέφθηκε τη μητέρα του στο διαμέρισμά της. Τσεκάροντας τον υπολογιστή του, είδε τη σελίδα του στο MySpace να εκρήγνυται.

«Η γυναίκα μου έλειπε, τα παιδιά κοιμόντουσαν, η μαμά μου κοιμόταν στον καναπέ», θυμάται. «Καθόμουν εκεί, απλά χαρούμενος με αυτό που συνέβαινε».

«Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Η μαμά μου ανέβηκε και το σήκωσε», συνεχίζει, με τη φωνή του να σπάει από τη συγκίνηση. «Επέστρεψε και όλα πάγωσαν».

Ο αδελφός του Σεμπάστιαν είχε καταρρεύσει και πέθανε στο σπίτι του. Έπασχε από μια αδιάγνωστη καρδιακή πάθηση. Κανείς δεν περίμενε τον θάνατό του, και λιγότερο απ’ όλους ο μικρός αδελφός του που τον είχε ως είδωλο. «Ένιωσα σαν να έκανα μια περίεργη ανταλλαγή: το συγκρότημα για τον αδελφό μου.»

 

Ο LEE DORRIAN, O TOBIAS FORGE KAI... O FENRIZ

Ο Lee Dorrian δε γνώριζε ούτε τον Tobias Forge, ούτε το τι του είχε και αγνοούσε πλήρως τη μουσική του. Ευτυχώς για όλους μας, η μουσική τους έφτασε στα αυτιά του Fenriz. Ο drummer των Darkthrone τα έστειλε επί τόπου στον Dorrian ο οποίος με τη σειρά του αντέδρασε ως εξής: «Άρχισα να ακούω το demo μια Παρασκευή και μέχρι την Κυριακή πρέπει να το είχα ακούσει 30 φορές. Δεν ακουγόταν σαν τίποτα άλλο. Ήταν ποπ και σατανικό. Ήταν τελείως μοναδικό».

Μέσα σε μια εβδομάδα, είχε προσφέρει στους Ghost ένα συμβόλαιο για τρία άλμπουμ με τη Rise Above και πλήρωσε τον Tobias για να πάει σε ένα υπόγειο στούντιο στο Linköping και να ηχογραφήσει το Opus Eponymous. «Ο Tobias ήταν ένας πολύ καλός τύπος, απόλυτα φιλικός. Αλλά ήταν 1.000% συγκεντρωμένος σε αυτό. Ήταν τα πάντα γι’ αυτόν».

Εκείνη η πρώτη διαφημιστική φωτογραφία της μπάντας με τις στολές της -αυτή με την ακριβή ρόμπα που έκανε τον Lee Dorrian να αναρωτηθεί σε τι διάολο είχε επενδύσει- τραβήχτηκε από την αδελφή του Tobias στο σαλόνι ενός φίλου. «Ήμουν εγώ, ένας τύπος που κατέληξε να είναι στο συγκρότημα λίγο αργότερα, ο γείτονάς του, ένας φίλος του και κάποιος άλλος», περιγράφει ο Tobias Forge. «Ήταν εντελώς ψεύτικο».

H ANAZHTHΣΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΚΑΙ Η ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Επικοινώνησε με αρκετούς τραγουδιστές για να ρωτήσει αν ήθελαν να τραγουδήσουν τα κομμάτια των Ghost. Mεταξύ αυτών και με τον πρώην frontman των Candlemass, Messiah Marcolin, τον JanneJBChristoffersson των Grand Magus και τον πρώην τραγουδιστή του Yngwie Malmsteen, Mats Levén. Κανείς τους δεν δέχτηκε.

Με δισταγμό, ο Tobias συνειδητοποίησε ότι αν ήθελε να δει τους Ghost να μακροημερεύουν, έπρεπε να πιάσει το μικρόφωνο ο ίδιος. Ή περίπου ο ίδιος. Στο μυαλό του, αυτό το project θα είχε μπροστάρη μια μακάβρια φιγούρα με παπική στολή και μακιγιάζ – ένα είδος σατανικού αντι-πάπα με το όνομα Papa Emeritus. Ο ίδιος, ο Tobias Forge, λάτρευε τη θεατρικότητα καλλιτεχνών όπως οι Kiss και ο King Diamond, και ήθελε να βάλει τη δική αποκρυφιστική υπογραφή σε όλο αυτό.

H ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ PAPA EMERITUS

Μετά τους Slipknot, οι μπάντες με μάσκες ήταν δεκάδες, αλλά αυτό ήταν κάτι πιο δυσοίωνο. Οι φωτογραφίες έδειχναν μια ομάδα από σκιερές φιγούρες με σκοτεινές κάσκες, που πλαισίωναν κάποιον ή κάτι που έμοιαζε με ένα είδους αντί-πάπα. Από την κεντημένη μίτρα, τη θανατηφόρα μάσκα και, ναι, μέχρι την πανάκριβη ρόμπα.

«Ήταν λίγο συγχρονισμός, λίγο φιλοδοξία, και… απελπισία», διήγειται ο Tobias Forge για τον αντίκτυπο που θα είχε η μπάντα του. Όχι μόνο στο νέο αφεντικό της εταιρείας του, αλλά και στη metal σκηνή γενικότερα. «Από την άλλη πλευρά, προετοιμαζόμουν όλη μου τη ζωή γι’ αυτό», προθέτει.

OPUS EPONYMOUS

Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ για το Opus Eponymous. Θυμάμαι πάντως όταν το άκουσα ότι μου έβγαλε την ίδια αίσθηση που είχα όταν άκουσα πρώτη φορά το Don’t Break The Oath. Σε καμία περίπτωση δε μιλάμε για ίδια albums μουσικά, όμως, η αποκρυφιστική τους τοποθέτηση ταυτίζεται σε πολλά. Η κύρια διαφορά του Opus Eponymous εντοπίζεται στο ότι είναι πολύ πιο προσιτό συγκριτικά με τους δύο πρώτους δίσκους των Mercyful Fate. 

Ακόμα θυμάμαι τις φήμες που ήθελαν ο μυστηριώδης τραγουδίστης των Ghost να είναι ο King Diamond χωρίς τα χαρακτηριστικά του φαλσέτα. Το εξαιρετικό όμως στοιχείο του OE δεν είναι τα φωνητικά, είναι το riffing. Βαρύ και pop συγχρόνως. Μη με ρωτάτε πώς γίνεται αυτό, δεν ξέρω, στοιχηματίζω όμως ότι αυτό ήταν που εντυπωσίασε και τον Fenriz.  

Ο θόρυβος γύρω από τους Ghost άρχισε να αυξάνεται, βοηθούμενος από μερικούς καταξιωμένους μουσικούς της σκηνής. Μία κόπια του Opus Eponymous βρέθηκε στα χέρια του Phil Anselmo, ο οποίος άρχισε να παραληρεί για αυτό το νεό σουηδικό συγκρότημα που ακουγόταν σαν τους Mercyful Fate και τους Blue Öyster Cult. Ο Brian Slagel, ιδρυτής της Metal Blade, έδωσε ένα αντίτυπο στον James Hetfield.

«Είμαι fan τους», δήλωνε ο τραγουδιστής των Metallica στο σουηδικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο SVT το 2011. «Δεν είχα ιδέα πώς έμοιαζαν μέχρι που είδα το βίντεο. Άκουσα πρώτα τη μουσική και σκέφτηκα ότι ήταν υπέροχη, πολύ μοναδική, πολύ μελωδική και μια ανάσα φρέσκου αέρα για το metal».

OI ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΤΩΝ GHSOST

Η πρώτη live εμφάνιση των Ghost πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ Hammer Of Doom στο Wurzburg της Γερμανίας, στις 23 Οκτωβρίου 2010. Την επόμενη μέρα, πέταξαν στο Λονδίνο για να παίξουν στο Live Evil Festival στο 500 θέσεων Underworld club του Camden.

«Δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που να τους ξέρουν», θυμάται ο Lee Dorrian, ο οποίος παρακολούθησε τη συναυλία τους. «Οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα ούτε ποιοι ήταν, ούτε τι μουσική έπαιζαν. Όταν εμφανίστηκαν, ήταν σαν να σκέφτονται “Ουάου, τι στο διάολο είναι αυτό;“».

Η μπάντα περιόδευσε με τους Paradise Lost, τους Trivium και τους Mastodon και εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Metal Hammer τον Απρίλιο του 2012 με τις λέξεις “Join Their Cult“. Το αυξημένο προφίλ ενίσχυσε μόνο το μυστήριο που αποτελούσε επίσης βασικό μέρος της γοητείας των Ghost. Ο Tobias παρέμενε στο χαρακτήρα του στις συνεντεύξεις, ενώ άλλα μέλη της μπάντας απλά δεν μιλούσαν. Το κοινό αναρωτιόταν ποιος βρισκόταν πίσω από αυτές τις μάσκες, πράγμα που ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε ο Tobias.

«Ποτέ δεν το έκανα επειδή είμαι ντροπαλός ή επειδή δεν ήθελα να με βλέπουν», λέει για την εσκεμμένη ανωνυμία. «Πέρασα όλη μου τη ζωή φανταζόμενος και ονειρευόμενος πράγματα. Δεν μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο τα πράγματα είναι υπερεκτεθειμένα στις μέρες μας.»

INFESTISSUMAM

Ενώ στο Opus Eponymous τα κομμάτια ήταν σχετικά σύντομα, περίπου στα τέσσερα λεπτά, στο Infestissumam οι Ghost «σπάνε» αυτή τη νόρμα. Τα κομμάτια του άλμπουμ, εκτός του Ghuleh είχαν γραφτεί μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 2011. Το συγκρότημα σχεδίαζε να ηχογραφήσει το άλμπουμ μετά την περιοδεία του στη Βόρεια Αμερική. Ωστόσο οι Ghost αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από την περιοδεία και τόσο το συγκρότημα όσο και η Rise Above Records συμφώνησαν ότι το άλμπουμ θα έπρεπε να κυκλοφορήσει από άλλη εταιρεία.

Οι Ghost ξεκίνησαν τελικά την ηχογράφηση του άλμπουμ τον Οκτώβριο του 2012 στο Νάσβιλ του Τενεσί, με παραγωγό τον Nick Raskulinecz. Ο Tobias Forge δήλωσε ότι επέλεξαν τον Raskulinecz επειδή «Είναι καλός στο να δουλεύει με ένα συγκρότημα χωρίς να το μετατρέπει σε κάτι άλλο. Το κάνει να ανθίζει απλά ως το συγκρότημα που είναι… Αποδείχτηκε ότι δεν ήθελε να αλλάξει πολλά πράγματα, και γι’ αυτό πήρε τη δουλειά.»

Σχετικά με τον δίσκο τώρα, είναι αρκετά βαρύς και συγχρόνως, περισσότερο pop. Είναι επίσης ομολογουμένως πολύ catchy. Το Infestissumam είναι μια λογική συνέχεια όχι τόσο του προηγούμενου άλμπουμ των Ghost, αλλά μάλλον μοιάζει περισσότερο με προάγγελος των επόμενων δίσκων.

Μπορεί κάποιος να πει ότι η δεύτερη δουλειά των Ghost δεν είναι ένα τεχνικά τέλειο άλμπουμ, αλλά το Infestissumam είναι ένα concept-ικό αριστούργημα. Είναι η πνοή που χρειαζόταν ο χώρος του ευρύτερου heavy metal και μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι μόλις δόθηκε, η μπάντα που το έκανε γνώρισε την αποθέωση. Είναι το album για το οποίο προσευχόμασταν… και ο Σατανάς μάς έγνεψε καταφατικά.

MELIORA

Εδώ, οι Ghost έρχονται με πιο απειλητική διάθεση, σκοτεινότεροι και κυρίως, πιο μεγαλοπρεπείς. Ήταν ο δίσκος σταθμός στην πορεία τους, αυτός που τους έφερε στην κορυφή του hard rock και heavy metal ήχου. Και αν διαφωνείτε με αυτό, τότε σίγουρα συμφωνείτε με το ότι τους έφερε στις προτιμήσεις των ακροατών αυτών των ειδών.

Θυμάμαι ακόμα ένα review σε κάποιο ξένο μέσο που χαρακτήριζε το Meliora ως μία μετριότητα. Μάλιστα, προδίκαζε ότι όταν πέσουν οι μάσκες τους, λίγοι θα ασχολούμαστε μαζί τους. Αφού η προφητεία αυτή αποδείχθηκε όσο πιο λάθος γινόταν, ο δίσκος αυτός τους άνοιξε το δρόμο για να βρεθούν στο πλάι των Iron Maiden.

Και ναι, μπορούμε να μιλάμε με τις ώρες για τις επιρροές των Ghost, που στο Meliora σε κάποια σημεία είναι χτυπητές. Όμως, μέσα σε 10 τραγούδια συνολικής διάρκειας 41 λεπτών και 35 δευτερολέπτων, ενώνονται όλες και δημιουργούν κάτι που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο στη σημερινή heavy μουσική.

Κάποιοι μπορεί να πουν για τη διάρκεια του άλμπουμ, αλλά πραγματικά διαρκεί τόσο όσο. Απλά εδώ να θυμίσω έναν δίσκο που λέγεται Paranoid. Κάτι άλλο που πετυχαίνει το Meliora είναι οι Ghost να μετατραπούν σε εκείνα τα συγκροτήματα που ξεπερνούν τα όρια του rock ή του metal.

ARE YOU ON THE SQUARE?

Ενώ μέχρι τότε οι Ghost έχουν καταφέρει αρκετά πράγματα, τους λείπει κάτι. Δεν έχουν ακόμα αυτό το hit που θα τους εκτοξεύσει και θα τους εισάγει στη μουσική αιωνιότητα.

Φτάνουμε λοιπόν στο φθινόπωρο του 2016 όπου οι Ghost ετοιμάζονται για την κυκλοφορία ενός σχετικά fun EP, του Popestar. Θα περιείχε μία σειρά διασκευών κλασικών τραγουδιών της ‘80s pop και μια νέα σύνθεση, το Square Hammer. Ένα τραγούδι με ένα riff τόσο catchy,  σχεδόν εθιστικό και ένα ρεφρέν τόσο τραγουδιστό που κόλλαγε σε όποιον το άκουγε έστω μία φορά.

«Το riff ήταν αυτό που γέννησε το τραγούδι», δήλωσε στο Loudwire το 2019 ο mainman των Ghost, Tobias Forge. «Στην πραγματικότητα, το έκλεψα από ένα από τα προηγούμενα τραγούδια μου! Η ολοκλήρωση του τραγουδιού πήγε πολύ γρήγορα μετά από αυτό».

«Το Square Hammer ήταν σίγουρα η σκέψη μου ότι χρειαζόμαστε ένα μεγάλο αναγνωρίσιμο κομμάτι. Χρειαζόμασταν ένα 2 Minutes To Midnight», πρόσθεσε ο Tobias. Το κομμάτι έγινε τεράστια επιτυχία, φτάνοντας τελικά στο Νο1 του Billboard Mainstream Rock chart – το πρώτο τραγούδι σουηδικής μπάντας που το κατάφερε.  Το βίντεο για το Square Hammer ήταν άλλη μια τυπική περίπτωση του evil-imagery-meets-daft-fun. Αποτίοντας φόρο τιμής στην εμβληματική ταινία τρόμου Nosferatu του 1922, βλέπουμε τον Papa Emeritus III και τους Ghouls να παρακολουθούν μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Papa Emeritus III. Σύντομα, παράξενα πράγματα συμβαίνουν και ένας γιγάντιος Papa αφήνεται ελεύθερος σε μια ανυποψίαστη πόλη.

PREQUELLE

Οι Ghost με αυτά και με αυτά έχουν πλέον φτάσει στην κορυφή. Την περιοδεία με τους Iron Maiden ακολούθησε και άλλη μία με τους Metallica και κάπου εκεί εξαντλήθηκαν οι επιλογές για μπάντες που μπορούν να παίξουν από πάνω τους. Ενώ λοιπόν όλα μοιάζουν ρόδινα στον πλανήτη Ghost, ξεσπά μία εσωτερική διαμαχή στο στρατόπεδο των Σουηδών. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, τα Ghouls κατηγορούν τον Tobias Forge ότι «κλέβει» τις συνθέσεις τους.

Η διαμάχη αυτή θα αποτελέσει και την αφορμή να μάθουμε ποιοι βρίσκονται πίσω από τα κουστούμια. Αυτό που όμως, δεν μπορούσαμε να ξέρουμε είναι αν οι ισχυρισμοί ισχύουν. Και αν ίσχυαν, τώρα που ο Tobias Forge τους αντικατέστησε όλους, οι Ghost πώς θα ακούγονται; Βασικά, θα ακούγονται;

Υπάρχει εμφατικότερη απάντηση από το Prequelle; Πόσο ταιριάζει εδώ ένα «ΠΩΣ ΤΟΥΣ ΠΕΤΣΟΚΟΨΕΣ ΕΤΣΙ ΡΕ TOBIAS;». Το Prequelle είναι ένα αρμονικό και σφιχτό σύνολο με σεμιναριακή παραγωγή και mastering. Ο καλύτερος Forge που είχαμε ακούσει μέχρι τότε, ενώ η ενορχήστρωση έχει μία πρωτόγνωρη ποικιλία με διάφορα πνευστά και έγχορδα να εντάσσονται στην παλέτα τους.

Και εδώ έρχεται η μεγάλη μου απορία. Πώς γίνεται κάποιοι να σέβονται τους Kiss και τον Alice Cooper και να μη συγκλονίζονται με τους Ghost; Μία Glam Rock μπάντα που παντρεύει το glitter με doom και τσαμπουκαλεμένες κιθάρες με μελωδικά και κολλητικά ρεφρέν που είναι φτιαγμένα για sing-alongs στην αρένα.

IMPERA

Οι Ghost -που έχουν καταφέρει να κλέψουν την καρδιά μου πολλάκις, είτε με τις studio επιδόσεις τους, είτε με τη συναυλιακή τους παρουσία- με είχαν διχάσει με το Impera, έντονα. Από τη μία έχουμε ένα album με αρχή-μέση-και τέλος, από την άλλη μου αφήνει την αίσθηση πως ο Tobias αυτήν τη φορά δεν τόλμησε καθόλου να πειραματιστεί.

Tο πρόβλημα μου με το Impera είναι ότι ο Tobias δεν έκανε μισό συνθετικό βήμα εκτός του comfort zone του. Αυτό το αντιλαμβάνομαι ως πρόβλημα γιατί τον θεωρώ ικανότατο συνθέτη και το ότι ο δίσκος είναι αρκετά καλός, οφείλεται στο γεγονός πως το ταλέντο του είναι αισθητά πάνω από τον μέσο όρο (και βάλε).

Από την άλλη όμως, πώς να πεις κακή κουβέντα για ένα album τόσο καλά δεμένο; Συζητάμε για το αν είναι heavy metal ή hard rock ή glam ή και εγώ δεν ξέρω τι άλλο και δεν ακούμε τα θέματα που έχει γράψει ο Ghost (ας τον κόψουμε τον πληθυντικό, μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας).

Tο Impera είναι ξεκάθαρο ότι γράφτηκε για να γίνει τεράστια επιτυχία και αυτόν το σκοπό τον εξυπηρετεί στον απόλυτο βαθμό. Οπότε δε γίνεται να παραβλέψω τη δυσκολία του εγχειρήματος και συγκρίνοντας τη με το αποτέλεσμα, είμαι υποχρεωμένος να βγάλω το καπέλο στον Papa Emeritus IV και ας νιώθω ότι μου λείπει κάτι.

EINAI TEΛΙΚΑ ΟΙ GHOST TOY TOBIAS FORGE ΜΕΓΑΛΗ ΜΠΑΝΤΑ;

Έχουμε ακούσει κατά καιρούς για το πόσο φλώροι είναι. Έχει ειπωθεί ότι χωρίς το concept δε θα τους πρόσεχε κανείς. Όλες οι παραπάνω γνώμες, ασχέτως αν διαφωνώ μαζί τους, είναι απόλυτα σεβαστές. Το ζήτημα είναι πως καμία δεν απαντάει στο ερώτημα «Είναι τελικά Ghost καλή μπάντα ή απλά ένα κατασκεύασμα marketing;». Μεγαλό μέρος του κειμένου έχει αφιερωθεί στο να περιγραφεί πώς οι Ghost πήραν φήμη. Να αναδείξω το θέμα του αυθόρμητου, εκεί δηλαδή που το – εξαιρετικό ομολογουμένως – marketing τους δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Και βέβαια, σχετικά με το “φλώροι”, δεν πιστεύω να υπάρχει κάποιος που να θεωρεί τον εαυτό του πιο ακραίο μουσικά από τον Fenriz.

Υπερθεματίζοντας, θα πω ότι το marketing, όσο εξαιρετικό και αν είναι, δε γίνεται από μόνο του να κόψει εισιτήρια. Χρειάζεται να έχεις και περιεχόμενο, και μάλιστα ποιοτικό. Ειδικά αν είσαι μία μπάντα που «βγήκες» μέσα στην εποχή της ακραίας υπερπληροφορίας και κατανάλωσης υλικού. Για να μπορέσεις να βγεις στον αφρό και να διατηρηθείς, πρέπει να έχεις κάτι. Και οι Ghost το έχουν, λέγεται Tobias Forge. Ένας πανέξυπνος συνθέτης που καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα σε πολλά μουσικά είδη, χωρίς να τον ενοχλεί η ετερόκλητη τους φύση Να με συγχωρείτε αλλά για να το πετύχει αυτό πρέπει να είσαι σπουδαίος. Οπότε ναι, οι Ghost είναι σπουδαία μπάντα, μάλιστα είναι η σπουδαιότερη που ιδρύθηκε από το 2010 και μετά.

Artist: Morrissey

Album: I Am Not a Dog on a Chain

Label: BMG

Release Date: 20/03/2020

Genre: Indie Rock

Ghost: Papa Emeritus IV (Φωνή, μπάσο), Fredrik Åkesson (Κιθάρα)

Share.
Exit mobile version