“An abyss that laughs at creation,
A circus complete with all fools,
Foundations that lasted the ages,
Then ripped apart at their roots“
Η απόπειρα καταγραφής της τόσο σύντομης όσο και απόλυτα επιδραστικής ζωής του Ian Curtis, δε θα μπορούσε να είναι απλή υπόθεση. Γεννημένος στο θρυλικό (για άλλους λόγους) Old Trafford, και μεγαλωμένος σε ένα προάστιο του μουντού, γκρίζου, σχεδόν μόνιμα ασπρόμαυρου Μάντσεστερ, ο Ian πέρασε την εφηβεία του με τρόπο διαφορετικό από τα υπόλοιπα παιδιά.
Οι παιδικοί του ήρωες δεν ήταν ούτε ο Best, ούτε ο Lowe, αλλά ο Burroughs και ο Ballard, ο Morrison και ο Bowie. Πολύ γρήγορα, ο δυστοπικός Ian Curtis, αρχίζει να γράφει τους δικούς του στίχους, τη δική του ποίηση, εμπνευσμένος όχι μόνο από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, αλλά (κυρίως) από το βιομηχανικό τοπίο της περιοχής.
“Mother I tried please believe me,
I’m doing the best that I can.
Ι’m ashamed of the things I’ve been put through,
I’m ashamed of the person I am.“
Για τον Ian Curtis η σπιτική θαλπωρή είναι μέγγενη και η οικογενειακή στέγη μια θηλειά
Σε μια κίνηση – συνδυασμό ρομαντισμού κι απερισκεψίας, παντρεύεται πολύ μικρός την πρώτη του (ουσιαστικά) σχέση, την Deborah. Kάτι που ενώ θα τον βοηθήσει στο να σταματήσει τους αλόγιστους πειραματισμούς με πάσης φύσεως ουσίες, εν τούτοις θα τον βυθίσει ακόμα περισσότερο στην αγαπημένη του μιζέρια.
Η σπιτική θαλπωρή είναι μέγγενη, η οικογενειακή στέγη είναι θηλειά. Καθετί που μοιάζει ευχή για κάθε φυσιολογικό άνθρωπο, για τον Curtis είναι κατάρα, αλλά κι απ’ την άλλη, η σχέση του με αυτό που έχει επικρατήσει ως “φυσιολογικό”, είναι σε συνάρτηση αυτής με τη Deborah: σε διάσταση.
“Confusion in her eyes that says it all.
She’s lost control.
And she’s clinging to the nearest passer by,
She’s lost control“
Στις 4 Ιουλίου του 1976 σε μια βραδιά γεμάτη συμβολισμούς, γεννιέται μια ολόκληρη σκηνή. Το live των Sex Pistols στο Lesser Free Trade Hall, δίνει το ερέθισμα σχεδόν σε όλους όσους βρέθηκαν εκεί, να ασχοληθούν με τη μουσική.
O Ian Curtis είναι ένας πρωτοπόρος του post-punk, ένας πιονέρος, όμως, η μάχη του με τους δαίμονες συνεχίζεται
Κι ασχολήθηκαν. Κι ασχολήθηκαν καλά. Πιο καλά απ’όλους ο Ian και δύο τύποι ακόμα που κάθονταν παραδίπλα (Hook – Sumner) αλλά αυτό είναι υποκειμενικό. Ή και όχι.
“I can’t see why all these confrontations,
I can’t see why all these dislocations,
No family life, this makes me feel uneasy,
Stood alone here in this colony.
In this colony, in this colony, in this colony, in this colony.“
Στη ζωή καμιά φορά δεν αρκεί να καταβάλεις εσύ την απόλυτη δυνατή προσπάθεια για να πετύχεις τους στόχους σου. Πρέπει και λίγο να σε θέλει. Και αυτό βρήκε απόλυτη εφαρμογή στο κουαρτέτο, αφού θαρρείς και συνετέλεσε το σύμπαν να βρεθούν τόσοι χαρισματικοί άνθρωποι στον ίδιο χώρο.
Curtis, Sumner, Hook, Morris στη μπάντα, Rob Gretton να τους μανατζαρει, Tony Wilson να τους προμοταρει και Martin Hannett στην παραγωγή, εχέγγυο επιτυχίας για τους πρώην Warsaw, νυν Joy Division, των οποίων η φήμη σταδιακά εξαπλώνεται πέρα από τα στενά πλαίσια της Βορειοδυτικής Αγγλίας. Οι Joy Division είναι οι απόλυτοι εκπρόσωποι της post punk σκηνής, το Μάντσεστερ είναι πρωτοπόρο, ο Curtis είναι πιονέρος. Και συνεχίζει τη μάχη με τους δαίμονες του.
“Someone take these dreams away
That point me to another day
A duel of personalities
That stretch all true realities“
Η ζωή του Ian Curtis γίνεται πιο μαύρη από ποτέ, κάτι που στον ίδιο, ίσως και να ήταν ευχάριστο
Το “Unknown Pleasures” είναι ένας θρίαμβος, ένας ύμνος στη μίζερη, πλην όμως ανθρώπινη πλευρά ενός τόσο διάσημου, και τόσο μοναχικού καλλιτέχνη. Σύμφωνοι, Hook και Sumner μόνο τυχαίοι δεν είναι, και αφήνουν το στίγμα τους σε κάθε σύνθεση της μπάντας, ποτέ άλλοτε όμως μια μπάντα δεν είναι τόσο δουλειά του ενός. Κάθε τραγούδι, κάθε στίχος, κάθε μελωδία, είναι τόσο Curtis, περισσότερο Curtis κι από όσο είναι το σπίτι του για παράδειγμα, το οποίο έχει αρχίσει ήδη να διαλύεται.
Η μάχη με τους δαίμονες του φαίνεται να χάνεται, και σαν να μη φτάνει αυτό, τα θέματα επιληψίας ξανακάνουν την εμφάνιση τους. Ο Ian, γίνεται έρμαιο στα χέρια γιατρών σχετικών και μη και αναπόφευκτα, καταλήγει πειραματόζωο. Η σκηνή δεν τον χωράει πια, η κατάρρευση διαδέχεται η μία την άλλη. Το σκηνικό, μοιάζει πιο μαύρο από ποτέ. Δηλαδή για τον Curtis, απόλυτη ευτυχία.
“Listen to the silence, let it ring on
Eyes, dark grey lenses, frightened of the Sun
We would have a fine time living in the night
Left to blind destruction, waiting for our sight“
Το “Closer” είναι ο πιο μαύρος δίσκος στην ιστορία της μουσικής, αποπνέει μαυρίλα και κατάθλιψη από την πρώτη μπότα, μέχρι το τελευταίο του ακόρντο – σε ένα υποθετικό σενάριο που ο Curtis δε θα αυτοκτονούσε ποτέ, και οι Joy Division θα συνέχιζαν να βγάζουν δίσκους και να δίνουν συνεντεύξεις, νομίζουμε ότι ο αυτόχειρας εύκολα θα επέλεγε αυτό ως το προσωπικό του αγαπημένο άλμπουμ. Το οποίο έρχεται σε απόλυτη αντιδιαστολή φυσικά με την τελευταία ηχογράφηση της μπάντας, το κομμάτι θρύλο που τους έκανε γνωστούς ως τα πέρατα της γης και τους εξασφάλισε την αμερικανική περιοδεία.
O Ian Curtis, ο τραγουδιστής κι αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Joy Division, θα βρεθεί νεκρός στο σπίτι του
“Why is the bedroom so cold?
Turned away on your side
Is my timing that flawed?
Our respect run so dry?
Yet there’s still this appeal
That we’ve kept through our lives“
Αντί επιλόγου, και όλων αυτών που έχουν κατά καιρούς γραφτεί (περί The Idiot του Iggy, ή το Stroszek – αλήθεια, ποιος ήταν μπροστά να το επιβεβαιώσει;) θα σταθούμε στην κίνηση του Tony Wilson να πληρώσει ντελαλη για να ανακοινώσει το θάνατο του. Στις 18 Μαίου του 1980, ο Ian Curtis, ο τραγουδιστής κι αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Joy Division, νικημένος από τους δαίμονες του, βρίσκονταν νεκρός στο σπίτι του.
Μαζί του, μια ολόκληρη σκηνή, μια ολόκληρη γενιά που μεγάλωσε τόσο πολύ σε δύο χρόνια, κι ένα ολόκληρο κίνημα. Το ήθελε, το επεδίωξε ή δεν έκανε τίποτα για να το αποφύγει, ακόμα και μέσα από αυτή την κίνηση, γιγάντωσε το μύθο του και πέρασε στην αθανασία, μαζί με τους αγαπημένους του, τους παιδικούς του ήρωες.
“And love.
Love will tear us apart.
Again.“