“Is all that we see or seem, But a dream within a dream?” είχε γράψει σε ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα ο μεγάλος Αμερικάνος συγγραφέας Έντγκαρ Άλαν Πόε. Και αυτός φαίνεται να είναι ο βασικός φιλοσοφικός προβληματισμός πίσω από την πολυαγαπημένη ταινία του Christopher Nolan, το Inception.
Αν η ιστορία της ταινίας ακούγεται μπερδεμένη, αυτό είναι σκόπιμο.
Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία επιτρέπει σε κάποιον να διεισδύει στα όνειρα των άλλων, ο πρωταγωνιστής μας Cobb (Leonardo DiCaprio) είναι ένας “εξαγωγέας” — ένας εταιρικός πράκτορας που, μαζί με την ομάδα του, εισχωρεί στα όνειρα άλλων με σκοπό την εξαγωγή πληροφοριών. Όμως, η γνωριμία του με τον πλούσιο επιχειρηματία Saito (Ken Watanabe) μέσα στον ονειρόκοσμο του προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία. Να καθαρίσει το όνομά του και να επιστρέψει στην πατρίδα και τα παιδιά του.
Για να το καταφέρει, όμως, πρέπει να κάνει κάτι πιο δύσκολο από αυτό που έχει συνηθίσει: να τοποθετήσει μια καινούργια ιδέα στο μυαλό του νεαρού ανερχόμενου επιχειρηματία Robert Fischer (Cillian Murphy), εισχωρώντας σε πολλαπλά επίπεδα μέσα στα όνειρά του. Όμως η ίδια η πολύπλοκη ιστορία του Cobb, μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια του, στην μορφή της νεκρής γυναίκας του, Mal (Marion Cotillard). Και έτσι θα χρειαστεί την συνδρομή πολλών άλλων.

Αν η ιστορία της ταινίας ακούγεται μπερδεμένη, αυτό είναι σκόπιμο. Η αφήγηση έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε ο θεατής να βιώσει την ίδια την ταινία σαν ένα όνειρο. Ο Nolan αντιλαμβάνεται εύστοχα τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στους αφηγηματικούς κανόνες του κινηματογράφου και τη φύση των ονείρων, τοποθετώντας μας σε έναν κόσμο όπου τα όρια φαντασίας και πραγματικότητας παραμένουν επιτηδευμένα δυσδιάκριτα.
Η ανάμνηση της ταινίας λειτουργεί όπως και η μνήμη ενός ονείρου.
Οι σκηνές της ταινίας ξεκινούν σχεδόν πάντα στη μέση της δράσης — κάτι που, όπως μας εξηγεί ο Cobb, χαρακτηρίζει τα ίδια τα όνειρα. Ακόμη και οι σκηνές που θεωρητικά παρουσιάζουν την πραγματικότητα, περιλαμβάνουν καταδιώξεις, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και εξαιρετικά βολικές συμπτώσεις. Ενδεικτική είναι η σκηνή στη Μομπάσα, στην οποία, παρά το γεγονός ότι η αφήγηση μας έχει διαβεβαιώσει πως πρόκειται για τον πραγματικό κόσμο, η κινηματογραφική της δομή ακολουθεί επακριβώς τους κανόνες με τους οποίους ο Cobb περιγράφει τη φύση των ονείρων.
Ακόμη και μετά τη λήξη της προβολής, η ανάμνηση της ταινίας λειτουργεί όπως και η μνήμη ενός ονείρου. Σε αυτό συμβάλλει και το εξαιρετικά έξυπνο φινάλε. Θυμάσαι αρκετά ώστε να περιγράψεις πόσο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική ήταν η εμπειρία, αλλά οι λεπτομέρειες και οι σκηνές μπερδεύονται μεταξύ τους.
Αυτό θυμίζει έντονα τη δομή των ταινιών του David Lynch και του Luis Buñuel, οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, έχουν τελειοποιήσει τη μεταφορά των ονείρων στον κινηματογράφο. Ο Nolan, ωστόσο, προσθέτει τη δική του προσωπική πινελιά, παρουσιάζοντας τη συγκεκριμένη θεματολογία με έναν πρωτότυπο τρόπο, μέσα από τη συναρπαστική δομή ενός καλοκαιρινού blockbuster.
Τεχνικά, η ταινία, δεν έχει γεράσει ούτε μέρα.
Αυτή ακριβώς είναι, νομίζω, η μεγάλη γοητεία της ταινίας. Ο Nolan, πέρα από την υπαρξιακή φιλοσοφία που διατρέχει το έργο, δημιουργεί και έναν φόρο τιμής στην ίδια την τέχνη του κινηματογράφου. Παρά τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει τις ταινίες του, αυτή τη φορά κλείνει το μάτι, σχεδόν με nerd τρόπο, στους λάτρεις της έβδομης τέχνης, ενσωματώνοντας αναφορές στα αγαπημένα του κινηματογραφικά είδη.
Μας προσφέρει έναν συνδυασμό υπαρξιακού δράματος, επιστημονικής φαντασίας και κατασκοπικού θρίλερ. Οι επιρροές του — από το Matrix και τις ταινίες του James Bond έως το The Shining του Kubrick — έχουν σαφείς οπτικές αναφορές στο Inception, με έναν ολόκληρο ονειρόκοσμο να βασίζεται στη Bond ταινία On Her Majesty’s Secret Service (1969), την αγαπημένη του Nolan.
Ένα ακόμη στοιχείο που έχει συντελέσει στη διαχρονική απήχηση του Inception είναι το περίφημο, αμφίσημο φινάλε του. Η κάμερα μένει καρφωμένη στη σβούρα που γυρίζει, χωρίς ποτέ να μας αποκαλύπτει αν τελικά πέφτει ή όχι. Είναι ο Cobb στην πραγματικότητα ή σε κάποιο τελευταίο, βαθύτερο όνειρο; Ο Nolan δεν έχει δώσει ξεκάθαρη απάντηση και, σύμφωνα με δηλώσεις του, δεν σκοπεύει να το κάνει ποτέ. Όχι γιατί θέλει να παραπλανήσει το κοινό, αλλά γιατί θεωρεί πως το ίδιο το ερώτημα είναι πιο σημαντικό από την απάντηση.
Είναι μια ταινία που παραμένει ανατρεπτική, κομψή, απρόβλεπτη και αινιγματική.
Τεχνικά, η ταινία —όπως όλες του— δεν έχει γεράσει ούτε μέρα. Αν δεν την είχα δει και μου έλεγαν ότι κυκλοφόρησε φέτος, δεν θα μου φαινόταν καθόλου παράξενο. Με τη γνωστή, λιτή χρήση ψηφιακών εφέ, τις θεαματικές σκηνές καταδίωξης και την εντυπωσιακή φωτογραφία του συχνού του συνεργάτη Wally Pfister, ο Nolan μας μεταφέρει σε έναν ονειρόκοσμο τόσο πειστικό, που είναι δύσκολο να μη φανεί αληθινός. Όλη αυτή η τεχνικά άρτια οπτική εμπειρία υπογραμμίζεται από τη μινιμαλιστική, αλλά επιβλητική μουσική του Hans Zimmer.
Το Inception είναι μια ταινία που επανεφευρίσκει τους τρόπους με τους οποίους το σινεμά μπορεί να προκαλέσει το μυαλό, να ξεγελάσει τις αισθήσεις και να γεννήσει ερωτήματα που δεν απαντώνται ποτέ πλήρως. Παραμένει ανατρεπτική, κομψή, απρόβλεπτη και αινιγματική, ανεξαρτήτως εποχής ή συγκυρίας.Εκεί που τελειώνει η αφήγηση, αρχίζει η δική μας προβολή πάνω στην ιστορία. Κι εκεί, όπως στη σβούρα του Cobb, το μόνο που έχει σημασία είναι: σταμάτησε ή όχι;