Όταν το Reservoir Dogs έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Sundance το 1992, κανείς δεν περίμενε την επίδραση που θα είχε. Ο Quentin Tarantino ήταν ένας άγνωστος υπάλληλος video club με ένα χειρόγραφο σενάριο γεμάτο βία, ποπ αναφορές και αποσπασματική αφήγηση. Μέσα σε ενενήντα λεπτά, απέδειξε ότι το αμερικανικό σινεμά είχε μόλις βρει τη νέα του φωνή.
Έγραψε το σενάριο του Reservoir Dogs το 1990, σχεδιάζοντας να το γυρίσει με φίλους και μόλις 30.000 δολάρια.
Η ταινία εξιστορεί ένα αποτυχημένο σχέδιο ληστείας μέσα από τα μάτια των συμμετεχόντων. Χωρίς να δείξει ποτέ την ίδια τη ληστεία, ο Tarantino επιλέγει να εστιάσει στο πριν και το μετά. “Πηδάει” χρονικά, φλερτάρει με το θέατρο και αντλεί έμπνευση από τους Γαλλικούς Νέους Κυματοσκόπους, αλλά και από τα b-movies των 70s. Ο Quentin εργαζόταν στο Video Archives, ένα video club στο Μανχάταν Μπιτς της Καλιφόρνια. Εκεί διαμόρφωσε το κινηματογραφικό του γούστο, βλέποντας ασταμάτητα ταινίες από όλο τον κόσμο. Έγραψε το σενάριο του Reservoir Dogs το 1990, σχεδιάζοντας να το γυρίσει με φίλους και μόλις 30.000 δολάρια.
Η τύχη του άλλαξε όταν ο παραγωγός Lawrence Bender διάβασε το σενάριο και τον έφερε σε επαφή με τον ηθοποιό Harvey Keitel. Ο Keitel εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, που ανέλαβε να βοηθήσει στην παραγωγή και να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του. Χάρη σε αυτόν, ο προϋπολογισμός ανέβηκε στις 1,2 εκατομμύρια δολάρια και η ταινία πήρε επαγγελματική διάσταση.

Tο Reservoir Dogs αντλεί από το κλασικό φιλμ του Ringo Lam, City on Fire (1987), αλλά μετατρέπει την ιστορία σε κάτι τελείως καινούριο. Δεν υπάρχει συμβατική αφήγηση. Δεν υπάρχει καθαρή ηθική. Δεν υπάρχουν ονόματα, μόνο χρώματα. Ο Tarantino δημιουργεί ένα σύμπαν με άνδρες εγκλωβισμένους σε ρόλους, γεμάτους υποψία, προδοσία και αυταπάτες.
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε μόλις 35 ημέρες.
Τα γεγονότα εξελίσσονται κυρίως σε ένα εγκαταλελειμμένο αποθηκευτικό χώρο. Εκεί οι επιζώντες της ληστείας προσπαθούν να καταλάβουν τι πήγε στραβά. Η δράση ξετυλίγεται μέσα από διαλόγους, flashbacks και αποκαλύψεις. Ο ρυθμός είναι τεταμένος, η κάμερα παραμένει σταθερή και οι ηθοποιοί απογειώνουν το υλικό με ερμηνείες γεμάτες νεύρο και υποδόρια ένταση.
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε μόλις 35 ημέρες, κυρίως σε εγκαταλελειμμένα κτίρια στο Λος Άντζελες. Η αρχική σκηνή στο diner, όπου οι χαρακτήρες διαφωνούν για τα φιλοδωρήματα, ήταν πλήρως αυτοσχεδιασμένη. Ο Tarantino έγραψε τους διαλόγους αλλά επέτρεψε στους ηθοποιούς να προσθέσουν ατάκες. Εκείνη η εισαγωγή καθορίζει το ύφος της ταινίας: χιούμορ, διαφωνία και αιχμηρή κοινωνική παρατήρηση.
Ο Tim Roth, που υποδύεται τον Mr. Orange, χρειάστηκε να παραμείνει ακίνητος και αιμόφυρτος για το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ. Η σκηνή στην οποία μαθαίνουμε ότι είναι ο μυστικός αστυνομικός, αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα μη γραμμικής αφήγησης. Ο θεατής βιώνει την ένταση μέσα από την ενοχή και το ψυχολογικό βάρος του χαρακτήρα.
Ο Madsen ένιωθε άβολα με την σκηνή βασανισμού και ζήτησε να την κάνουν πιο “light”.
O ρόλος όμως που κλέβει την παράσταση, χωρίς αμφιβολία, είναι εκείνος του Michael Madsen. Ο ηθοποιός υποδύεται τον Mr. Blonde, έναν από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες του σύμπαντος Tarantino. Ήρεμος, κυνικός και απρόβλεπτος, ο Mr. Blonde μετατρέπεται σε θρύλο χάρη σε μία σκηνή: το βασανιστήριο του αστυνομικού δεμένου σε καρέκλα, υπό τους ήχους του “Stuck in the Middle with You” των Stealers Wheel.
Η σκηνή γυρίστηκε σε πραγματικό χρόνο και σχεδόν χωρίς κοψίματα. Ο Madsen χορεύει, παίζει με το ξυράφι, σταματά τη μουσική και κόβει το αυτί του θύματος. Είναι ένα από τα πιο σοκαριστικά και ταυτόχρονα αριστοτεχνικά στιγμιότυπα στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά. Η βία δεν προβάλλεται μόνο για να σοκάρει. Εισβάλλει απροσδόκητα σε έναν κόσμο όπου οι χαρακτήρες νομίζουν ότι έχουν τον έλεγχο. Ο ίδιος ο Madsen ένιωθε άβολα με την σκηνή και ζήτησε να την κάνουν πιο “light”. O Tarantino και ο ηθοποιός που έκανε το θύμα αρνήθηκαν και τα υπόλοιπα είναι κινηματογραφική ιστορία.
Ο Michael Madsen δεν έγινε ποτέ ο πιο εμπορικός ή αναγνωρίσιμος ηθοποιός της γενιάς του. Όμως ο ρόλος του στο Reservoir Dogs τον τοποθέτησε σε μια κατηγορία μόνο του. Ήταν εκείνος που ενσάρκωσε την ψυχρή, αυθεντική βία χωρίς να την ωραιοποιεί. Δεν ήταν καρικατούρα, ούτε comic relief. Ήταν απειλή. Στις επόμενες συνεργασίες του με τον Tarantino — στα Kill Bill και στο The Hateful Eight — ο Madsen ενσάρκωσε ξανά χαρακτήρες που ακροβατούσαν ανάμεσα στην ηθική ασάφεια και τη θανατερή σιωπή. Όμως ο Mr. Blonde έμεινε ανεξίτηλος.
Το δημιούργημα του Tarantino θα παραμείνει για πάντα ανεξίτηλο.
Το Reservoir Dogs δεν ήταν εισπρακτική επιτυχία στην Αμερική, αλλά απέκτησε τεράστια δυναμική μέσω φεστιβάλ και home video. Στην Ευρώπη, και ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, λατρεύτηκε ως instant cult classic. Άνοιξε τον δρόμο για το Pulp Fiction (1994) και καθιέρωσε τον Tarantino ως τον σημαντικότερο σεναριογράφο-σκηνοθέτη της γενιάς του.Η ταινία επηρέασε μια ολόκληρη γενιά δημιουργών. Σκηνοθέτες όπως ο Guy Ritchie και πολλοί Ιάπωνες ανεξάρτητοι φιλμογράφοι δανείστηκαν το στυλ του Tarantino: διακεκομμένη αφήγηση, ρετρό μουσικές, βία και φιλοσοφικοί διάλογοι για τα πιο ασήμαντα θέματα.
Το Reservoir Dogs δεν είναι απλώς το ντεμπούτο του Quentin Tarantino. Είναι η αναγέννηση του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά. Μέσα από μια απλή ιστορία προδοσίας, ο σκηνοθέτης έδειξε πως μπορείς να μιλήσεις για την ανθρώπινη φύση, τον ρόλο και την ταυτότητα, χωρίς να κάνεις υποχωρήσεις στο στυλ ή τη δομή. Και ο Michael Madsen, με μια μόνο σκηνή, έγραψε το όνομά του στην κινηματογραφική αιωνιότητα. Το δημιούργημα του Tarantino θα παραμείνει για πάντα ανεξίτηλο. Γιατί ήταν μόνο η αρχή μιας τρελής πορείας ενός σπουδαίου και παράλληλα τρελού μυαλού.