Στις 11 Ιουλίου 2000, ο drummer των Metallica, Lars Ulrich, κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, κατηγορώντας το Napster για μαζική παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. Μαζί του είχε ένα κουτί με εκτυπωμένα ονόματα περισσότερων από 300.000 χρηστών της πλατφόρμας, οι οποίοι φέρονταν να είχαν διακινήσει παράνομα τη μουσική του συγκροτήματος. Η εικόνα αυτή έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαδικασία και έμεινε ως χαρακτηριστικό στιγμιότυπο μιας εποχής όπου η μουσική βιομηχανία προσπαθούσε να καταλάβει τι σημαίνει η μετάβαση στον ψηφιακό κόσμο.
Η παρουσία του Ulrich στη Γερουσία σηματοδότησε την αρχή μιας από τις πιο γνωστές κόντρες ανάμεσα στην πνευματική ιδιοκτησία και την ψηφιακή ελευθερία. Το Napster, που είχε ξεκινήσει μόλις έναν χρόνο νωρίτερα από τους Shawn Fanning και Sean Parker, είχε ήδη γίνει ευρέως γνωστό. Η δομή peer-to-peer της πλατφόρμας έδινε τη δυνατότητα στους χρήστες να ανταλλάσσουν απευθείας αρχεία MP3, χωρίς να χρειάζεται να αγοράσουν φυσικά αντίτυπα. Μέσα σε λίγους μήνες, το Napster είχε φτάσει τους 80 εκατομμύρια χρήστες, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος άκουγε μουσική.
Για τους Metallica, το καμπανάκι χτύπησε όταν ένα ημιτελές demo του “I Disappear” – τραγούδι που είχε ηχογραφηθεί για το soundtrack της ταινίας “Mission: Impossible II” – ανέβηκε στο Napster και άρχισε να παίζει σε ραδιοφωνικούς σταθμούς σε όλη τη χώρα. Η ανεξέλεγκτη αυτή διαρροή οδήγησε το συγκρότημα να καταθέσει αγωγή στις 13 Απριλίου 2000, κατηγορώντας την πλατφόρμα για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων και εκβιασμό. Δεν ήταν όμως οι μόνοι, λίγο μετά, και ο Dr. Dre προχώρησε σε νομικές κινήσεις. Την ίδια περίοδο, και πολλές δισκογραφικές εταιρείες κατέθεσαν αγωγές. Η αγωγή των Metallica, ωστόσο, ξεχώρισε επειδή ήταν η πρώτη φορά που ένας καλλιτέχνης στρεφόταν απευθείας κατά μιας P2P πλατφόρμας.
Η κατάθεση του Ulrich και οι αντιδράσεις
Ο Ulrich τόνισε πως το θέμα δεν είχε να κάνει με τη φήμη ή τα χρήματα, αλλά με τη συναίνεση και τον έλεγχο της ίδιας της δημιουργίας. Εξέφρασε την ανησυχία του τόσο για τους γνωστούς όσο και για τους νεότερους καλλιτέχνες, λέγοντας πως το ανεξέλεγκτο μοίρασμα αρχείων απαξιώνει τη δουλειά των μουσικών. Παρ’ όλα αυτά, η αντίδραση του κοινού ήρθε αμέσως και ήταν έντονη. Ο Ulrich παρουσιάστηκε ως άπληστος και εκτός εποχής. Παρουσιαστές βραδινών εκπομπών, σκιτσογράφοι και αρκετοί μουσικοί τον σατίρισαν για τη στάση του.

Η ένταση κορυφώθηκε όταν ο Shawn Fanning εμφανίστηκε στα MTV Video Music Awards του 2000 φορώντας μια μπλούζα των Metallica, πάνω στην οποία υπήρχε το ειρωνικό μήνυμα: «Δανείστηκα αυτή τη μπλούζα από έναν φίλο. Αν μου αρέσει, μπορεί και να πάρω μία». Όταν λίγο αργότερα ο Ulrich ανέβηκε στη σκηνή, το κοινό τον αποδοκίμασε.
Η αγωγή ζητούσε αποζημίωση ύψους 10 εκατομμυρίων δολαρίων, υπολογίζοντας 100.000 δολάρια για κάθε τραγούδι που είχε κατέβει χωρίς άδεια. Οι Metallica συνεργάστηκαν με την εταιρεία NetPD για να παρακολουθεί τη δραστηριότητα του Napster και να καταγράψει τους χρήστες που φέρονταν να παραβιάζουν πνευματικά δικαιώματα. Δημιουργήθηκε έτσι μια λίστα με εκατοντάδες χιλιάδες ονόματα, την οποία το συγκρότημα παρέδωσε στην πλατφόρμα ζητώντας να αποκλειστούν οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί. O Napster τελικά ικανοποίησε το αίτημα, αν και πολλοί χρήστες βρήκαν αμέσως τρόπους να επιστρέψουν με νέες ταυτότητες. Παράλληλα, αρκετά αμερικανικά πανεπιστήμια κατονομάστηκαν στην αγωγή επειδή επέτρεπαν τη χρήση της πλατφόρμας στα δίκτυά τους.
Καθώς οι Metallica προχωρούσαν νομικά, παράλληλα άνοιξε μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από τον ρόλο της μουσικής στο ψηφιακό περιβάλλον. Οι υποστηρικτές του Napster επικαλέστηκαν μελέτες που έδειχναν πως η ανταλλαγή αρχείων βοήθησε στην αύξηση των πωλήσεων δίσκων, αφού έδινε στον κόσμο τη δυνατότητα να ανακαλύψει περισσότερη μουσική. Κάποιοι καλλιτέχνες αγκάλιασαν ανοιχτά την πλατφόρμα. Οι Limp Bizkit χρησιμοποίησαν χρήματα από χορηγία του Napster για να οργανώσουν μια περιοδεία με δωρεάν συναυλίες, ενώ το “Kid A” των Radiohead, που είχε διαρρεύσει νωρίτερα στην πλατφόρμα, έφτασε στο νούμερο ένα των αμερικανικών charts — κάτι που η μπάντα δεν είχε καταφέρει ποτέ στο παρελθόν. Καλλιτέχνες όπως ο Chuck D, η Courtney Love και οι The Offspring στήριξαν δημόσια το Napster, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο τη διάσπαση απόψεων.
Παρόλα αυτά, η υπόθεση προχώρησε δικαστικά. Τον Μάρτιο του 2001, η δικαστής Marilyn Hall Patel του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ εξέδωσε προσωρινή διαταγή που υποχρέωνε το Napster να σταματήσει την ανταλλαγή τραγουδιών των Metallica, διαφορετικά θα οδηγούνταν σε κλείσιμο. Τον Ιούλιο του 2001, το Napster ήρθε σε συμβιβασμό με τους Metallica και τον Dr. Dre. Η συμφωνία προέβλεπε ότι η πλατφόρμα έπρεπε να μπλοκάρει τη μουσική κάθε καλλιτέχνη που δεν είχε δώσει άδεια για διαμοιρασμό των έργων του. Τον ίδιο μήνα, το σχέδιο οικονομικής διάσωσης της εταιρείας – μια εξαγορά 94 εκατομμυρίων δολαρίων από τη Bertelsmann AG – ακυρώθηκε λόγω νομικών εμπλοκών. Η Napster υπέβαλε τελικά αίτηση πτώχευσης και προχώρησε σε εκκαθάριση το 2002.
Το τέλος του Napster και η αρχή μιας νέας εποχής
Το κλείσιμο του Napster αποτέλεσε μια τακτική επιτυχία για τους Metallica, όμως η συνολική μάχη είχε ήδη περάσει σε άλλο επίπεδο. Κάθε φορά που έκλεινε μια πλατφόρμα, εμφανιζόταν κάποια άλλη – Kazaa, LimeWire, BitTorrent και άλλες – συνεχίζοντας τον κύκλο της δωρεάν πρόσβασης και της αναστάτωσης στη μουσική βιομηχανία. Τα εγγράψιμα CD, το internet και η εξάπλωση των προγραμμάτων P2P έκαναν τα παραδοσιακά επιχειρηματικά μοντέλα να δείχνουν όλο και πιο ξεπερασμένα.
Ειρωνικά, οι καλλιτέχνες που στην αρχή είχαν πληγεί από την ανταλλαγή αρχείων τελικά προσαρμόστηκαν. Οι επίσημες ψηφιακές αγορές, όπως το iTunes (2001), και οι πλατφόρμες streaming, όπως το Spotify (2008), διαμόρφωσαν ένα νέο μοντέλο για το πώς καταναλώνεται η μουσική. Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση για το αν οι δημιουργοί αμείβονται δίκαια δεν σταμάτησε. Πολλοί άρχισαν να αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα έσοδα από το streaming, και οι προβληματισμοί γύρω από τη βιωσιμότητα της δημιουργικής δουλειάς έγιναν πιο έντονοι.
Η στάση του Ulrich – που τότε είχε χαρακτηριστεί ξεπερασμένη – έχει επανεκτιμηθεί με τα χρόνια. Σε συνεντεύξεις που έδωσε αργότερα, παραδέχτηκε ότι είχε υποτιμήσει τον δεσμό που ένιωθαν πολλοί με το Napster, καθώς και την έννοια της «ελευθερίας» που τους θύμιζε η χρήση του. Παρ’ όλα αυτά, οι ανησυχίες που είχε εκφράσει για την απαξίωση της δημιουργικής δουλειάς και την απώλεια ελέγχου πάνω στο περιεχόμενο, επανέρχονται σήμερα στις συζητήσεις γύρω από τα δικαιώματα των δημιουργών στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα.
Σήμερα, η κληρονομιά του Napster δεν περιορίζεται απλώς στη συλλογική μνήμη. Το όνομά του και η τεχνολογική του βάση έχουν αλλάξει αρκετές φορές χέρια μέσα στα χρόνια. Η πιο πρόσφατη εξαγορά έγινε το 2024 από την Infinite Reality, μια εταιρεία που δραστηριοποιείται στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης και των ψηφιακών μέσων. Η υπόθεση Metallica εναντίον Napster δεν εξελίχθηκε μόνο ως μια δικαστική διαμάχη, αλλά και ως μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αντιλήψεις: από τη μία το παραδοσιακό μοντέλο, που δίνει έμφαση στην έννοια της ιδιοκτησίας, και από την άλλη ένα νέο ψηφιακό περιβάλλον που δίνει προτεραιότητα στην πρόσβαση και την ανταλλαγή. Αυτή η αντιπαράθεση ανέδειξε μια βαθύτερη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται την αξία της δημιουργικής δουλειάς και τα δικαιώματα όσων τη δημιουργούν.
Είκοσι χρόνια μετά, η υπόθεση εξακολουθεί να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς. Δεν κρίθηκε απλώς στις αίθουσες των δικαστηρίων, αλλά στις αποφάσεις που κλήθηκε να πάρει ολόκληρη η μουσική βιομηχανία για να σταθεί σε έναν κόσμο που άλλαζε με ταχύτητα. Άλλοι αντέδρασαν, άλλοι παρακολούθησαν σιωπηλοί, και άλλοι έμαθαν να κινούνται μέσα στο νέο τοπίο. Όμως η σύγκρουση ανάμεσα στη δημιουργία και την τεχνολογική διανομή παραμένει ανοιχτή — και άρκως επίκαιρη.