Το 1981, ένα καπέλο, ένα μαστίγιο και ένα στραπατσαρισμένο χαμόγελο άλλαξαν την ποπ κουλτούρα για πάντα. Το “Raiders of the Lost Ark” δεν συστήνει μόνο έναν ήρωα. Παρουσιάζει έναν άνθρωπο. Έναν καθηγητή αρχαιολογίας με φοβίες, αμφιβολίες και την ικανότητα να γελά ακόμα και στην καταστροφή. Κι αυτός ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να είναι κανένας άλλος παρά ο Harrison Ford στον ρόλο του Indiana Jones.
Ο Steven Spielberg, από την άλλη, είχε φανταστεί τον ρόλο με το πρόσωπο του Tom Selleck.
Ο Indiana Jones είναι ένας από τους ελάχιστους χαρακτήρες στην ιστορία του σινεμά που δένει τόσο απόλυτα με το πρόσωπο του ηθοποιού που τον ενσάρκωσε. Δεν αρκεί να πεις ότι ο Ford έπαιξε τον Indy. Ο Ford είναι ο Indy. Το βλέμμα του, το βαρύ περπάτημα, το “καυστικό” σχόλιο. Αυτά δεν γράφτηκαν ποτέ σε σενάριο. Αναδύθηκαν οργανικά από τον ηθοποιό.
Κάπου εδώ, έρχομαι και σας θυμίζω ότι μιλάμε για το 1981. Πριν φορέσει το φεντόρα, ο Harrison Ford δεν ήταν σταρ πρώτης γραμμής. Είχε ήδη ενσαρκώσει τον Han Solo στο “Star Wars”, αλλά το κοινό τον έβλεπε ως μέρος ενός ensemble cast. Οι παραγωγοί τον θεωρούσαν καλό για δεύτερους ρόλους. Ο ίδιος, απογοητευμένος από το Hollywood, δούλευε ως ξυλουργός. Κάπου εκεί μπήκε στο κάδρο ο George Lucas. Ήθελε να ξαναδουλέψει με τον φίλο του, τον οποίο εμπιστευόταν πλήρως. Ο Steven Spielberg, από την άλλη, είχε φανταστεί τον ρόλο με το πρόσωπο του Tom Selleck.

Τα δοκιμαστικά πήγαν καλά. Η συμφωνία ήταν σχεδόν κλεισμένη. Όμως το τηλεοπτικό συμβόλαιο του Selleck με το “Magnum P.I.” του στέρησε την ευκαιρία. Η απόφαση να καλέσουν τον Ford ήρθε την τελευταία στιγμή. Στο στούντιο υπήρχε δισταγμός. Δεν ήθελαν ο Jones να μοιάζει πολύ με τον Solo. Τελικά, ο Lucas έπεισε τους πάντες. Και έτσι γεννήθηκε ο συνδυασμός που κανείς δεν είχε προβλέψει, αλλά όλοι τελικά αγάπησαν.
Ο Indy δεν ήταν καρικατούρα. Ήταν άνθρωπος. Και ο Ford φρόντισε να μείνει έτσι.
Ο χαρακτήρας του Indiana Jones είχε σχεδιαστεί ως αντιήρωας. Κυνικός, αλλά τίμιος. Πολυμαθής, αλλά συναισθηματικά περιορισμένος. Το σενάριο έδινε το περίγραμμα. Ο Ford έφερε την ψυχή. Άρνήθηκε να υποδυθεί τον Jones ως τέλειο. Ήθελε να φαίνεται κουρασμένος. Να χάνει μάχες. Ο ίδιος πρότεινε να προστεθούν μικρές στιγμές αμηχανίας, χιούμορ και ενστικτώδους αντίδρασης. Η διάσημη σκηνή με τον ξιφομάχο στην αγορά ήταν δική του ιδέα. Στο σενάριο προβλεπόταν αναμέτρηση. Ο Ford, καταβεβλημένος από γαστρεντερίτιδα, πρότεινε να τον πυροβολήσει. Γύρισαν τη σκηνή. Και έγινε ιστορική.
Η φυσικότητα του Ford, ο τρόπος που ισορροπεί την αυτοπεποίθηση με τον σαρκασμό, μετέτρεψε έναν pulp χαρακτήρα σε σύμβολο. Ο Indy δεν ήταν καρικατούρα. Ήταν άνθρωπος. Και ο Ford φρόντισε να μείνει έτσι. Ο Ford δεν χρειάστηκε να φωνάζει. Δεν έπαιζε υπερβολικά. Κρατούσε την ένταση με μικρές κινήσεις. Το κοινό δεν τον θαύμαζε από απόσταση. Συνδεόταν μαζί του. Ένιωθε δίπλα του.

Όσοι είδαν το “Raiders of the Lost Ark” στην πρώτη του προβολή, ένιωσαν ότι ζούσαν κάτι πρωτοφανές. Δεν επρόκειτο απλώς για μια περιπέτεια με καλούς και κακούς. Επρόκειτο για μια εμπειρία κινηματογραφική και σωματική. Κάθε σκηνή είχε ρυθμό. Κάθε ήχος, κάθε βλέμμα μετρούσε. Και στην καρδιά όλων αυτών βρισκόταν ένας ηθοποιός που δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει. Απλώς ήταν εκεί.
Ο Ford δεν αγαπά τη φήμη. Ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε ως σταρ.
Μετά το “Raiders”, η πορεία του Harrison Ford εκτοξεύθηκε. Όχι γιατί έγινε διάσημος – αυτό είχε ήδη συμβεί με το “Star Wars”. Αλλά γιατί απέκτησε προσωπικότητα brand. Το κοινό πλέον ήξερε τι πρεσβεύει. Έβλεπε τον Ford και σκεφτόταν αξιοπρέπεια, αποφασιστικότητα, λεπτό χιούμορ. Η καριέρα του απέκτησε πυρήνα. Από το “Witness” μέχρι το “The Fugitive”, κουβάλησε πάντα κάτι από τον Jones. Το βλέμμα του ανθρώπου που καταλαβαίνει περισσότερα απ’ όσα λέει. Που υποφέρει σιωπηλά, αλλά δεν το εγκαταλείπει ποτέ.
Ο Ford δεν αγαπά τη φήμη. Ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε ως σταρ. Όμως τον Indiana Jones τον σέβεται. Κάθε φορά που του δόθηκε η ευκαιρία, επέστρεψε. Όχι για τα χρήματα – είχε αρκετά. Αλλά επειδή τον ένιωθε μέρος του εαυτού του. Δεν προσπάθησε ποτέ να τον “αναβαθμίσει”. Δεν του έδωσε νέες διαστάσεις. Αντίθετα, παρέμεινε πιστός στο αρχικό υλικό. Ο Jones μεγάλωνε με τον Ford, όχι αντίστροφα. Και αυτή η συνέπεια έδωσε στο franchise διάρκεια. Όχι μόνο εμπορική. Συναισθηματική.

Κατά καιρούς, υπήρξαν φήμες για αντικατάσταση. Για reboot. Για νέους ηθοποιούς. Ο Ford ήταν κάθετος. “Όταν πεθάνω, ο Jones πεθαίνει μαζί μου”. Και είχε δίκιο. Ο Indiana Jones δεν είναι James Bond. Δεν είναι Batman. Δεν είναι ιδέα που μεταφέρεται. Είναι χαρακτήρας συγκεκριμένος, με πρόσωπο, σώμα, κίνηση και φωνή. Τον καθόρισε τόσο απόλυτα, που κάθε προσπάθεια αντικατάστασης μοιάζει με απομίμηση. Η δύναμη αυτής της ταύτισης δεν είναι τεχνική. Είναι συναισθηματική. Έδωσε ζωή σε κάτι που δεν υπήρχε. Και δεν αφήνει κανέναν να το καπηλευτεί.
Ο Indiana Jones υπήρξε, γιατί κάποιος τον πίστεψε αρκετά ώστε να τον ζήσει.
Ο ηθοποιός δεν ήταν ποτέ σίγουρος για την επιτυχία του Jones. Πάντα κρατούσε αποστάσεις από τον ενθουσιασμό. Στις συνεντεύξεις ήταν λιτός, σχεδόν απόμακρος. Αλλά στο γύρισμα, μεταμορφωνόταν. Γινόταν ο καθηγητής που χοροπηδάει από τρένο σε τανκ. Και αυτό δεν ήταν προσποίηση. Ήταν αυθεντικότητα. Το κοινό τον λάτρεψε γιατί δεν προσπαθούσε να γίνει ήρωας. Ήταν άνθρωπος που του συνέβαιναν ηρωικά πράγματα. Και αυτός ο ρόλος, αυτός ο συνδυασμός, δεν γράφεται.
Ο Indiana Jones δεν ανήκει στο σινεμά απλώς ως χαρακτήρας. Ανήκει ως μοναδική περίπτωση συγχώνευσης ανθρώπου και μυθοπλασίας. Και ο Harrison Ford, με όλα τα ελαττώματα και τις εμμονές του, έγινε το σώμα, η φωνή και το πνεύμα αυτής της συγχώνευσης.Κάθε φορά που βλέπουμε το “Raiders”, κάθε φορά που ακούμε τη μουσική του John Williams ή βλέπουμε κάποιον να βγάζει το καπέλο του με στυλ, θυμόμαστε αυτό: ο Indiana Jones υπήρξε, γιατί κάποιος τον πίστεψε αρκετά ώστε να τον ζήσει. Κάποιος που δεν ήταν καν η πρώτη επιλογή.