Μια φορά κι έναν καιρό, στα χρόνια που η trip-hop σκηνή του Bristol άλλαζε τη μουσική, γεννήθηκε μια μπάντα που δεν υπάκουε σε νόμους. Οι Kosheen αναδύθηκαν από τις σκιές, χωρίς να εγκλωβίζονται σε ένα συγκεκριμένο μουσικό ύφος, διαμορφώνοντας τη δική τους ξεχωριστή πορεία. Το όνομά τους, που έτυχε να μοιάζει με τον συνδυασμό του «ko» (παλιό) και του «shin» (νέο) στα ιαπωνικά, αποτύπωνε ιδανικά τη φιλοσοφία τους. Μας συστήθηκαν ως μια μουσική δύναμη που προτιμούσε να εξελίσσεται και να αψηφά κάθε είδους προσδοκίες.
Το Bristol ήταν ανέκαθεν ένα σημείο συνάντησης για νέους ήχους. Mια πόλη όπου οι ατμοσφαιρικές μελωδίες των Portishead, οι καινοτόμοι ρυθμοί των Massive Attack και ο πειραματισμός του Tricky είχαν ήδη διαμορφώσει το μουσικό τοπίο του Ηνωμένου Βασιλείου. Όμως, στα τέλη των ‘90s, ένα τρίο εμφανίστηκε με στόχο να ενώσει τη μελαγχολική υφή του trip-hop με την ενέργεια του drum and bass. Οι Kosheen ήταν μια συνεχώς εξελισσόμενη ιδέα που κατά τη διάρκεια της ζωής της θα ταξίδευε σε πολλά διαφορετικά ηχητικά μονοπάτια.
Στην καρδιά αυτού του φαινομένου βρίσκονταν τρεις άνθρωποι: ο Markee “Substance” Morrison, ο Darren “Decoder” Beale και η Siân Evans, μια φωνή ικανή να διαπεράσει την πιο έντονη ηλεκτρονική καταιγίδα. Μαζί, δημιούργησαν έναν ήχο που δεν ήταν ούτε καθαρά ηλεκτρονικός ούτε απόλυτα αναλογικός, αλλά μια μοναδική ισορροπία σκληρότητας και χάρης. Η μουσική τους έδενε δυναμικά breakbeats με ατμοσφαιρικές μελωδίες, γεφυρώνοντας τη dance σκηνή με τον κόσμο του ραδιοφώνου. Σε μια εποχή όπου τα μουσικά είδη καθόριζαν την εμπορική επιτυχία, οι Kosheen ακολούθησαν τον δικό τους δρόμο. Προσπάθησαν, και το κατάφεραν, να κατακτήσουν underground και mainstream κοινό ταυτόχρονα.
Σε αντίθεση με πολλά ηλεκτρονικά σχήματα της εποχής, οι Kosheen δεν κρύφτηκαν ποτέ πίσω από laptops και sequencers
Το “Resist”, το ντεμπούτο των Kosheen, ήταν μια αντίφαση από μόνο του. Είχε τη δυναμική του drum and bass χωρίς να ανήκει απόλυτα στο είδος, ενώ φλέρταρε με την ποπ χωρίς να ακολουθεί τις συνηθισμένες της φόρμες. Ήταν ένας χορευτικός δίσκος, αλλά με μια πιο εσωτερική διάσταση. Κομμάτια όπως το “Hide U” και το “Catch” έγιναν hits διεθνώς, παρότι δεν έμοιαζαν με τα club beats της εποχής. H μουσική των Kosheen διέφερε, έμοιαζε σαν νυχτερινός αστικός δρόμος φωτισμένος από νέον, με βροχή να κυλά στα παράθυρα.
«Θέλαμε να ξεφύγουμε από την ακαμψία του drum and bass, χωρίς να χάσουμε την ενέργειά του», είχε πει ο Morrison. Και το πέτυχαν. Οι ζωντανές τους εμφανίσεις τους διαφοροποίησαν ακόμα περισσότερο. Σε αντίθεση με πολλά ηλεκτρονικά σχήματα της εποχής, οι Kosheen δεν κρύφτηκαν ποτέ πίσω από laptops και sequencers. Στα live τους έμοιαζαν με κανονική μπάντα. Ένας ντράμερ έδινε ασταμάτητα ρυθμό, ένας κιθαρίστας πρόσθετε υφές στον ηλεκτρονικό ήχο και η Evans κυριαρχούσε στη σκηνή.

Η επιτυχία τους δεν βασίστηκε μόνο στη δουλειά στο στούντιο, αλλά και στην ενέργεια των live εμφανίσεών τους. Η Evans, μια frontwoman διαφορετική από κάθε άλλη στην ηλεκτρονική σκηνή, είχε μια ροκ δυναμική που σπάνια συναντούσες στο είδος. Οι Kosheen δεν ήταν απλώς ένα project με beats και λούπες. Ήταν μια ζωντανή, εξελισσόμενη μπάντα, ικανή να ξεσηκώσει τόσο τους θαμώνες των κλαμπ όσο και τα φεστιβαλικά πλήθη.
Ο ήχος των Kosheen έχει εξελιχθεί, αλλά το πνεύμα τους παραμένει άθικτο
Για πολλούς, το “Resist” ήταν η κορυφαία στιγμή των Kosheen, όμως η μπάντα είχε διαφορετικά σχέδια. Στο δεύτερο άλμπουμ τους, “Kokopelli”, υιοθέτησαν έναν πιο σκοτεινό, ροκ ήχο, απομακρύνοντας κάποιους drum and bass οπαδούς. Το “All In My Head”, το lead single του άλμπουμ, βασίστηκε σε ένα κιθαριστικό riff, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι οι Kosheen δεν είχαν σκοπό να περιοριστούν σε ένα συγκεκριμένο ύφος.
Η Evans, που μεγάλωσε σε μια κοινότητα καταληψιών και αργότερα έζησε σε ένα tipi στο δάσος Brechfa, δεν ακολουθούσε ποτέ την πεπατημένη. «Πάντα λάτρευα την αφήγηση ιστοριών», είχε πει σε μια συνέντευξη. «Αν η μουσική πρέπει να αλλάξει για να ειπωθεί σωστά η ιστορία, τότε ας αλλάξει» Το “Kokopelli” υιοθέτησε έναν πιο βαρύ ήχο, αντλώντας στοιχεία από το εναλλακτικό ροκ, το grunge και το post-punk. Ήταν μια ξεκάθαρη άρνηση να περιοριστούν στις προσδοκίες της βιομηχανίας. Κάποιοι δυσκολεύτηκαν με αυτή την αλλαγή, ενώ άλλοι εντυπωσιάστηκαν από την ικανότητα των Kosheen να εξελίσσονται.
Η επιτυχία συχνά φέρνει και δυσκολίες. Μετά το τρίτο τους άλμπουμ, “Damage”, οι διαφορές μέσα στη μπάντα έγιναν πολύ έντονες για να αγνοηθούν. Η Evans και τα υπόλοιπα μέλη τράβηξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, τόσο μουσικά όσο και προσωπικά. Ακολούθησαν νομικές διαμάχες για τη χρήση του ονόματος Kosheen, με την Evans να δίνει μια εξαντλητική μάχη για το δικαίωμα να συνεχίσει να ερμηνεύει τα τραγούδια που είχε συνδημιουργήσει.
Η πορεία των Kosheen είναι απόδειξη της μουσικής τους ευελιξίας
Για έξι χρόνια, δεν σταμάτησε να παλεύει. Και τότε, δείχνοντας την ανθεκτικότητά της, επέστρεψε. Με νέα σύνθεση, που περιλάμβανε τον αρχικό ντράμερ Mitchell Glover και φρέσκους συνεργάτες, η Evans ανέκτησε την κληρονομιά της, που κάποτε φαινόταν να χάνεται. Αυτή την περίοδο, η Evans επαναπροσδιορίζει τη μουσική των Kosheen, προσθέτοντας νέα στοιχεία στις ζωντανές εμφανίσεις, ενώ ταυτόχρονα τιμά την ιστορία του συγκροτήματος. Ο ήχος τους έχει εξελιχθεί, αλλά το πνεύμα τους παραμένει άθικτο.
Η πορεία των Kosheen είναι απόδειξη της μουσικής τους ευελιξίας. Έχουν ξεπεράσει τα όρια των ειδών, έχουν αντέξει εσωτερικές συγκρούσεις και κάθε φορά επιστρέφουν πιο δυνατοί. Είτε κινούνται στο underground είτε στο mainstream, είτε σε κλαμπ είτε σε μεγάλες σκηνές, ένα πράγμα είναι σίγουρο: Οι Kosheen δεν φτιάχτηκαν για να χωρέσουν σε καλούπια.
Η μουσική τους εμπνέει όσους δεν δέχονται να μπουν σε καλούπια και όσους βάζουν την τέχνη πάνω από τις προσδοκίες. Η κληρονομιά των Kosheen αποτυπώνεται στη φιλοσοφία που εκφράζουν. Σε μια εποχή που όλα ταξινομούνται, εκείνοι παραμένουν ρευστοί, ακολουθώντας το ένστικτό τους και διαμορφώνοντας έναν ήχο που δεν μπαίνει σε πλαίσια.