Linkin Park: Hybrid Theory | Η μουσική επανάσταση των ’00s
Το ντεμπούτο των Linkin Park, “Hybrid Theory“, που κυκλοφόρησε το 2000, άλλαξε αμέσως τα μουσικά δεδομένα. ΄Εφερε μια επανάσταση στον εναλλακτικό ήχο και ίσως να μην ήταν υπεβολή να πούμε ότι επηρέασε τη μουσική βιομηχανία στο σύνολό της.
Το “Hybrid Theory”, είναι ένα μείγμα από hip-hop, rock, pop και μια δόση ηλεκτρονικής μουσικής. Είναι επίσης ένα από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ όλων των εποχών, σε οποιοδήποτε είδος. Πολλοί, από την Billie Eilish μέχρι τους Bring Me The Horizon, το μνημονεύουν ως μία από τις μεγάλες τους επηρροές.
Συγχρόνως, αυτό το album μπορεί να θεωρείται και ένα από τα διαμάντια στο στέμμα του nu-metal. Ο δίσκος γκρέμισε τα τείχη μεταξύ των ειδών και φανέρωσε ένα νέο μουσικό κόσμο σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο.
Φυσικά, μιλάμε για το 2000, μία εποχή όπου το internet είχε αρχίσει να μπαίνει στη ζωή μας. Εκεί, θα βρισκόμασταν ξαφνικά αντιμέτωποι με «τόνους» μουσικής. Το “Hybrid Theory” ήταν η τέλεια εισαγωγή. Βέβαια, υπήρχαν και οι μανιακοί της μουσικής που ήδη καταβρόχθιζαν λίγο απ’ όλα.
Η δισκογραφική έριξε την ιδέα να αντικαταστήσουν τον Shinoda και να κάνουν τον Bennington μοναδικό frontman
Τύποι όπως οι Mike Shinoda, Chester Bennington, Rob Bourdon, Brad Delson, Dave Farrell και Joe Hahn, που ήθελαν να συνδυάσουν την αγάπη τους για το hip-hop, το rock και την electronica. Έτσι σχημάτισαν τους Linkin Park, μία μπάντα που έφερε έναν ήχο που σήμερα μας ακούγεται οικείος, όμως τότε ήταν μία ριζοσπαστική διαφοροποίηση στους «μουσικούς κανόνες».
«Η μουσική σήμερα αντιπροσωπεύει την ανάμειξη των ειδών πολύ καλύτερα απ’ ό,τι τότε», λέει ο Hahn. Συνεχίζει αναπολώντας την εποχή που οι παιδικές χαρές ήταν γεμάτες από παιδιά που καθορίζονταν από το τι έπαιζε στα ακουστικά τους, «Ήμασταν όλοι προϊόντα του περιβάλλοντός μας, οπότε ως μπάντα, δεν ανησυχούσαμε για το αν ο κόσμος δεν το καταλάβαινε. Ξέραμε ότι υπήρχαν άνθρωποι σαν κι εμάς εκεί έξω και απλά θέλαμε να τους μεταφέρουμε τη μουσική μας. Δεν ήταν όμως στόχος μας να χτυπήσουμε τις μάζες.».
Με μια χούφτα demos, το συγκρότημα προσπάθησε να βρει ένα συμβόλαιο, όμως, πάντα απορριπτόταν. Οι άνθρωποι των εταιρειών δεν καταλάβαιναν ποιος θα ήθελε να ακούσει ένα τέτοιο «συνονθύλευμα» ήχων. Η τύχη τους άρχισε να αλλάζει όταν ο Jeff Blue πήρε τη θέση του αντιπροέδρου στη Warner Records. Τότε το συγκρότημα επιλέχθηκε, ωστόσο, έπρεπε ακόμα να παλέψουν για να δημιουργήσουν το δίσκο που ήθελαν.
Η βασική δύναμη των Linkin Park έγκειται στην ποικιλομορφία των μελών τους
«Είχαμε πολλούς ανθρώπους που μας έλεγαν να κάνουμε κάτι διαφορετικό.», εξηγεί ο μπασίστας Dave Farrell. Κάποια στιγμή, η δισκογραφική έριξε την ιδέα να αντικαταστήσουν τον Shinoda και να κάνουν τον Bennington μοναδικό frontman. Ο Chester αρνήθηκε, καθώς αυτός και οι υπόλοιποι Linkin Park ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν να κάνουν. «Αν δεν μπορούσαμε να το κάνουμε με το δικό μας τρόπο, καλύτερα να μην το κάνουμε καθόλου.» συνεχίζει ο Farrell.
Ο Shinoda από την πλευρά του θυμάται, «Στο στούντιο, υπήρχε μεγάλη αγωνία για να το κάνουμε σωστά. Και μετά, σχεδόν αμέσως, οι προσδοκίες από εμάς ως συγκρότημα αυξήθηκαν τόσο γρήγορα. Ήμασταν απλά παιδιά και περιμένανε να γίνουμε headliners σε μεγάλα φεστιβάλ με 40 λεπτά μουσικής. Η πίεση ήταν τεράστια.».
Έπαιξαν σε πάνω από 300 συναυλίες για την προώθηση του άλμπουμ. «Αισθανόμασταν ότι έπρεπε να αποδείξουμε ποιοί είμαστε κάθε φορά που βγαίναμε στη σκηνή» θυμάται ο Hahn. «Όλη η μουσική που μας άρεσε ήταν επαναστατική. Το χιπ-χοπ έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο με ένα νεο-punk rock και όσον αφορά το θέμα, ήμασταν σίγουρα υπέρ του να πολεμάμε ενάντια στο σύστημα και να σηκώνουμε ένα μεγάλο μεσαίο δάχτυλο».
Tο “Hybrid Theory” ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός τίτλος άλμπουμ- ήταν μια φιλοσοφία που συμπυκνώνει τη λογική των Linkin Park
Η βασική δύναμη των Linkin Park έγκειται στην ποικιλομορφία των μελών τους. Συνιδρυμένο από τρεις φίλους από το λύκειο, τον Mike Shinoda, τον Brad Delson και τον Rob Bourdon, το συγκρότημα βρήκε τον δυναμικό frontman του στο πρόσωπο του Chester Bennington, μαζί με τον εξαιρετικό turntablist Joseph Hahn και τον μπασίστα Dave “Phoenix” Farrell.
Το όνομα “Linkin Park” είναι από μόνο του ένας φόρος τιμής στο σχηματισμό του συγκροτήματος. Aντικατοπτρίζει την ένωση του Lincoln Park στη Σάντα Μόνικα με το Lincoln Park στο Λος Άντζελες. Ενώ το “Hybrid Theory” ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός τίτλος άλμπουμ- ήταν μια φιλοσοφία που συμπυκνώνει τη λογική των Linkin Park. Αντιπροσωπεύει μια συγχώνευση διαφορετικών στοιχείων, ένα σημείο συνάντησης του παραδοσιακού και του πρωτοποριακού, του μελωδικού και του σκληρού. Στο επίκεντρο αυτής της συγχώνευσης ήταν το πάντρεμα του rock και του rap, δύο είδη που σπάνια είχαν διασταυρωθεί με τέτοια ακρίβεια και δύναμη.
Papercut
Mike Shinoda: Για μένα, τα δύο τραγούδια που ήταν τα πιο σημαντικά ήταν το “Papercut” και το “In The End“. Το “Papercut” ήταν όλη η ταυτότητα των Linkin Park συγκεντρωμένη σε ένα τραγούδι. Ακόμα και το γεγονός ότι ξεκινά με αυτόν το ρυθμό και πάει κατευθείαν σε ένα double-time bouncy rap με βαριές κιθάρες, το γεγονός ότι ο Chester ραπάρει μαζί μου στο ρεφρέν – δεν μπορείς καν να με ακούσεις λόγω της μίξης, ακούγεται σαν να είναι μόνο αυτός, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε και οι δύο.
Όταν φτάσεις στη γέφυρα, αυτό το υπέροχο, τεράστιο φωνητικό! Και δεν επιστρέψαμε σε ρεφρέν στο τέλος του, ήταν μια μοναδική δομή τραγουδιού. Αισθάνομαι ότι τσέκαρε πολλά από τα κουτάκια όσον αφορά το τι πραγματικά ήταν το συγκρότημα. Και ξέραμε, από τη στιγμή που είχαμε το τραγούδι, ότι έπρεπε να ανοίξει το άλμπουμ.
Joe Hahn: Το “Papercut” εκείνη την εποχή ήταν ένα από τα αγαπημένα μου. Προσπαθούσαμε πραγματικά να ανακατέψουμε στυλ και νομίζω ότι το κάναμε αρκετά επιτυχημένα. Το άλμπουμ ονομάζεται Hybrid Theory επειδή αντιπροσωπεύει αυτό το ιδανικό.
One Step Closer
Mike Shinoda: Όταν επιλέξαμε τον Don Gilmore ως παραγωγό για το Hybrid Theory, ήμασταν πραγματικά διστακτικοί. Ο Don είχε περισσότερα από αυτά τα ραδιοφωνικά εναλλακτικά τραγούδια και ξέραμε ότι θα έβγαζε σωστά αυτό το κομμάτι του ήχου μας, αλλά δεν ήξερε τίποτα για το hip-hop. Τίποτα! Και μας το είπε αυτό όταν μας συνάντησε. Και αυτό έφερε αρκετές εντάσεις στην πορεία.
Στο “One Step Closer” εγώ και ο Chester γράφαμε κυριολεκτικά για τον Don. Ήμασταν τόσο θυμωμένοι μαζί του. Το “shut up” riff ήταν κυριολεκτικά ο Chester που ούρλιαζε στον Don. Είχαμε χάσει το μυαλό μας. Σε εκείνο το σημείο της διαδικασίας, ήταν σαν, «γιατί δεν μας εμπιστεύεται;». Αυτό είναι το άλμπουμ μας.
Joe Hahn: Αισθάνομαι ότι, εκείνη την εποχή, αυτό ήταν το πιο δυνατό μας τραγούδι, το οποίο μετατράπηκε στο πρώτο single. Φτιάχνοντας εκείνο τον δίσκο, δε γινόμασταν απόλυτα κατανοητοί από τη δισκογραφική εταιρεία, κυρίως επειδή υπήρχε μια κατηγοριοποίηση του σε ποιον «κουβά» ταιριάζεις. Θυμάμαι ότι η εταιρεία κάποια στιγμή μάς ζήτησε να έχουμε λιγότερο ραπάρισμα. Αν πραγματικά ακούσετε τις ραδιοφωνικές εκδοχές αυτού του τραγουδιού, θα καταλάβετε τι εννοώ. Εβγαλαν το scratching από τη γέφυρα του τραγουδιού, το οποίο με ενόχλησε αρκετά.
With You
Joe Hahn: Δουλέψαμε με τους Dust Brothers για αυτό το κομμάτι. Βασικά, μας έδωσαν ένα σωρό stems από ένα αχρησιμοποίητο remix που είχαν, οπότε τα συμπεριλάβαμε στο τραγούδι. Μερικοί από τους ήχους στην αρχή, μερικές από τις λούπες και τα drum breaks στο “With You” είναι από εκεί.
Mike Shinoda: Πάντα μου άρεσε το “With You”! Ήταν πιο “της εποχής”, ήταν πολύ nu-metal. Μου αρέσουν πραγματικά τα μέρη του Joe σε αυτό. Μου αρέσει η παραγωγή, τα beats και τα πράγματα που έκανα – είχαμε πολλά μπρος-πίσω για την παραγωγή σε αυτό.
Points of Authority
Mike Shinoda: Υπάρχουν πολλά πράγματα στο “Points of Authority” που είναι ενδιαφέροντα. Τα φωνητικά που κάνω στην εισαγωγή, είναι εμπνευσμένα από τους Roots και τον Black Thought. Τον άκουσα να το κάνει αυτό στο ”Illadelph Halflife” και σκέφτηκα ότι είχε κάτι πολύ ωραίο. Σκέφτηκα ότι θα συνδυαζόταν καλά με το scratching, οπότε το δοκιμάσαμε.
Η κιθαριστική γραμμή του τραγουδιού ήταν αρχικά εντελώς διαφορετική. Κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι το αρχικό riff ήταν πολύ απλό, οπότε μπήκα στο Pro Tools και το τεμάχισα. Μετακίνησα τα κομμάτια απλά για να πειραματιστώ με το πώς θα μπορούσε να ακουστεί. Το αντιμετώπισα σαν ένα δείγμα από έναν δίσκο.
Το τραγούδι δεν είχε το σημερινό ρεφρέν για πολύ καιρό – ουσιαστικά γράψαμε αυτό το ρεφρέν ενώ ήμασταν στο στούντιο με τον Don, επειδή αποφασίσαμε ότι χρειαζόταν κάτι μελωδικό.
Joe Hahn: Σκηνοθετώ την πλειοψηφία των μουσικών βίντεο, οπότε διασκέδασα πολύ κάνοντας αυτό. Γράψαμε το σενάριο όλου του βίντεο σε συνεργασία με μια ομάδα animation στο Λος Άντζελες και είπαμε: «Ας δημιουργήσουμε αυτόν τον κόσμο και θα είναι ένας αγώνας ενάντια σε μια άλλη φυλή.». Θυμάμαι ότι αναφερόμουν στο Saving Private Ryan και έβλεπα πολλά anime και τη δυναμική των πραγμάτων που ανατινάζονται.
Crawling
Mike Shinoda: Για το βίντεο του “One Step Closer” είχαμε πολύ μικρό budget και δεν είχαμε ξανακάνει βίντεο. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να κάνουμε ένα δεύτερο βίντεο, είχαμε λίγο περισσότερα χρήματα και νομίζω ότι η εταιρεία ήταν πραγματικά καθοριστική σε εκείνο το σημείο. Μας βοήθησε πολύ ώστε να βρούμε μια πραγματικά καλή ομάδα για να φτιάξουμε ένα καλό βίντεο. Και ο Joe είχε αρχίσει να αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση. Το βίντεο αυτό ήταν πραγματικά ένα σημαντικό κομμάτι για να γνωρίσει ο κόσμος το συγκρότημα.
Joe Hahn: Το “One Step Closer” είναι ένα αρκετά επιθετικό τραγούδι και δεν ακούγεται γλυκό σε καμία περίπτωση. Όταν βγήκε το “Crawling”, αντιπροσώπευε μια διαφορετική πλευρά αυτού που κάνουμε, μπλέκοντας κάτι πολύ οικείο με ένα ξέσπασμα συναισθημάτων. Προσπαθούσαμε πάντα να παίζουμε με αυτό που λειτουργεί, με τη μουσική και τη δυναμική των φωνητικών που θα έφερναν στο τραπέζι ο Chester και ο Mike.
Mike Shinoda: Κερδίσαμε ένα Grammy για το “Crawling”, για την καλύτερη hard rock ερμηνεία και εκείνη την εποχή δεν ήξερα τη διαφορά ανάμεσα στο “hard rock τραγούδι” και την “hard rock ερμηνεία”, αφού υπήρχαν Grammy και για τα δύο. Και τελικά σκέφτηκα, «Αυτό είναι ένα Grammy για τα φωνητικά του Chester».
Runaway
Mike Shinoda: Το “Runaway” ήταν αρχικά ένα τραγούδι που λεγόταν “Stick and Move” και οι στίχοι ήταν πραγματικά τετριμμένοι. Ήταν όμως κεφάτο και διασκεδαστικό. Σε όλες τις πρώτες μας συναυλίες ήταν το κύριο μας μας τραγούδι και μας το ζητούσε και ο κόσμος.
Οπότε πάντα σκεφτόμασταν ότι αυτό είναι ένα σημαντικό τραγούδι που πρέπει να βγάλουμε στο στούντιο. Και μόλις αρχίσαμε να διαμορφώνουμε κάποια από τα άλλα τραγούδια, είπαμε: «Ωχ όχι, ένα από τα καλύτερα τραγούδια μας είναι τώρα ένα από τα χειρότερα τραγούδια μας». Νομίζαμε ότι είχαμε αυτό το διαμάντι, και τώρα αποδεικνύεται ότι είναι κάπως χάλια.
Διαλύσαμε εντελώς το τραγούδι και το ξαναγράψαμε. Κρατήσαμε τις συγχορδίες και μερικά από τα grooves, αλλά προσθέσαμε ένα σωρό νέα πράγματα σε αυτό. Ξαναγράψαμε όλους τους στίχους και έγινε το “Runaway”.
By Myself
Joe Hahn: Αυτό ήταν επίσης ένα από τα τραγούδια που μεταφέραμε από τα πρώτα demos. Θυμάμαι ότι ήταν σαν αυτό το ήσυχο προς το δυνατό, πολύ ωραίο vibe, που από σχεδόν ψίθυρο πήγαινε να σε αρπάξει από τα μαλλιά.
Mike Shinoda: Το “By Myself” ήταν η προσπάθειά μας να κάνουμε τους πιο ήπιους στίχους και κάθε άλλο μέρος του τραγουδιού να είναι οι πιο άσχημοι, δυνατοί ήχοι που μπορούμε. Αν το σκεφτείς αντλούμε περίσσοτερο έμπνευση από σχήματα όπως οι Nine Inch Nails και Ministry, παρά από nu-metal σχήματα.
Θυμάμαι ότι έκανα τα demo για το τραγούδι αυτό στο διαμέρισμά μου στο Glendale και ο γείτονάς μου με μισούσε. Οι τοίχοι ήταν σαν χαρτί, εγώ και ο Chester ουρλιάζαμε το ρεφρέν και πρέπει να νόμιζαν ότι δολοφονούσαμε κάποιον στο δωμάτιο. Οι γείτονές μου χτυπούσαν τον τοίχο στις 10 το βράδυ κάθε βράδυ για να μας πουν ότι ήταν ώρα να πάμε για ύπνο. Και έτσι, ηχογραφούσαμε μέχρι τις 10, μέχρι να ακούσουμε το χτύπημα στον τοίχο.
In the End
Mike Shinoda: Είχαμε ένα σωρό κομμάτια που μας άρεσαν πολύ, αλλά ξέραμε ότι χρειαζόμασταν έναν «κράχτη». Και είχα αυτή τη στιγμή, ήξερα ότι ήταν στο χέρι μου, έπρεπε να το βρω. Κλειδώθηκα στο στούντιο από τις 7 η ώρα και έμεινα όλη τη νύχτα. Δεν υπήρχαν παράθυρα ή οτιδήποτε άλλο, δεν ήξερα τι ώρα ήταν. Έγραφα όλη τη νύχτα και κατέληξα με το “In The End” το πρωί.
Ο ντράμερ μας ο Rob ήταν ο πρώτος που εμφανίστηκε εκείνο το απόγευμα και του το έπαιξα. Είπε μόλις το άκουσε: «Ονειρευόμουν, φανταζόμουν ότι χρειαζόμασταν ένα μελωδικό τραγούδι που θα μας πήγαινε στο επόμενο επίπεδο. Ένα κομμάτι του οποίου το ρεφρέν θα σου έμενε μόλις το άκουγες. Αυτό το κομμάτι, είναι ακριβώς αυτό. Έφτιαξες το κομμάτι που φανταζόμουν.». Έτσι, αυτή ήταν η πρώτη έγκριση, και μετά από αυτό, όλοι όσοι το παίζαμε είχαμε τον ίδιο ενθουσιασμό.
Joe Hahn: Ξέραμε ότι χρειαζόμασταν περισσότερη μελωδία. Ξέραμε ότι χρειαζόμασταν να ολοκληρώσουμε αυτό που κάναμε. Ο κόσμος δε θέλει να του φωνάζουν για έναν ολόκληρο δίσκο – καλά, κάποιοι θέλουν. Μερικές φορές όμως, υπάρχουν αυτές οι μαγικές στιγμές όπου όλα τα στοιχεία ενώνονται τέλεια την ίδια στιγμή. Το “In the End” είναι μία από αυτές.
A Place For My Head
Mike Shinoda: Το “A Place For My Head” ονομαζόταν κάποτε “Esaul” και ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια – μπορεί να ήταν στο πρώτο demo που κάναμε εγώ και ο φίλος μου Mark Wakefield, όταν η μπάντα ήταν μόνο οι δυο μας. Και πέρασε από διαφορετικές εκδοχές μέχρι αυτήν που γνωρίζετε όλοι. Νομίζω ότι όταν ηχογραφήθηκε στο στούντιο για το “Hybrid Theory”, ήταν ένα από εκείνα τα σενάρια όπου το τραγούδι ήταν ήδη κάτι που μας άρεσε, αλλά όταν ηχογραφήθηκε η ενέργεια ανέβηκε πολύ και έγινε ένα τραγούδι με το οποίο πάντα κλείναμε τις συναυλίες μας, είτε αυτό είτε το “One Step Closer”.
Joe Hahn: Για ένα διάστημα φτιάχναμε αυτά τα τραγούδια που είχαν αυτό το ξέσπασμα ενέργειας που προκαλούσε mosh pits. Νομίζω ότι αυτός ήταν ο στόχος μας. Nα μεταφέρουμε με κάποιο τρόπο στιχουργικά και μουσικά αυτό το συναίσθημα απογοήτευσης και έντασης, σχεδόν σαν να γεμίζεις ένα μπουκάλι με αυτά τα συναισθήματα και μετά το κουνάς μέχρι να εκραγεί. Νομίζω ότι αυτό το τραγούδι το καταφέρνει πολύ καλά.
Forgotten
Mike Shinoda: Το “Forgotten” ήταν το άλλο που ξεκίνησε ως ντέμο με εμένα και τον Mark. Εκείνο ονομαζόταν “Rhinestone” εκείνη την εποχή. Και τα δύο αυτά ντέμο στις αρχικές τους εκδόσεις βρίσκονται στο “Hybrid Theory 20” και πήραμε την έγκριση του Mark για να τα βάλουμε, με τη φωνή του και όλα τα σχετικά.
Joe Hahn: Αυτό ήταν ωραίο, γιατί τότε, απλά βάζαμε κομμάτια που ταίριαζαν. Όταν ακούω αυτό το τραγούδι, ακούω τα συστατικά, με τον τρόπο που ένας σεφ μπορεί να φάει ένα πιάτο και να ξεχωρίσει τα διάφορα συστατικά.
Cure For The Itch
Joe Hahn: Ο Mike είχε αυτή την πολύ ωραία ιδέα για το beat. Μας άρεσε πολύ το συναίσθημα του, αλλά δεν ήταν τραγούδι. Έλεγα: «Τι θα έλεγες αν βάζαμε ένα beat και μια εισαγωγή που θα μπορούσα να σκρατσάρω;». Πήραμε την προσέγγιση να το κάνουμε ένα μουσικό ταξίδι και να το έχουμε πιο κοντά στην πλευρά του DJ. Δίνει μια ωραία παύση στην ένταση του άλμπουμ.
Mike Shinoda: Ο Joe και εγώ αγαπούσαμε τον DJ Shadow, τον Aphex Twin και πολλά από τα ηλεκτρονικά και trip-hop πράγματα που έβγαιναν τότε. Γι’ αυτό το λόγο το “Cure For The Itch” είναι λίγο πιο ελαφρύ. Είναι κάπως ευέλικτο όσον αφορά την παραγωγή των beat, αλλά έχει λίγο χιούμορ. Θέλαμε να δώσουμε στον Joe ένα κομμάτι που να είναι λίγο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Pushing Me Away
Mike Shinoda: Το “Pushing Me Away” ήταν κάτι σαν, βασικά ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι με το πώς βγήκε το “Crawling”, οπότε είπαμε: «Ας κάνουμε άλλο ένα μελωδικό τραγούδι σαν αυτό!».
Joe Hahn: Αυτό είναι άλλο ένα από αυτά τα τραγούδια-μπαλάντες, που είναι σαν μια από αυτές τις συζητήσεις … Τα τελευταία χρόνια το είχαμε επαναφέρει στα live μας, ως μία a cappella/ακουστική εκδοχή.
Το “Hybrid Theory” των Linkin Park είναι μια απόδειξη της δύναμης της μουσικής καινοτομίας και της σημασίας της καλλιτεχνικής αυθεντικότητας. Το μοναδικό μείγμα rock, rap και συναισθηματικά φορτισμένων στίχων του άλμπουμ βρήκε απήχηση σε εκατομμύρια ανθρώπους, εκτοξεύοντας το συγκρότημα στα ύψη και αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του στη μουσική βιομηχανία.
Η επιτυχία του άλμπουμ δεν ήταν μόνο ένας εμπορικός θρίαμβος, αλλά και ένα πολιτιστικό ορόσημο που συνεχίζει να επηρεάζει τους καλλιτέχνες και να συνδέεται με οπαδούς σε όλο τον κόσμο. Η ικανότητα των Linkin Park να δημιουργούν έναν ήχο που μιλάει στους αγώνες και τα συναισθήματα του κοινού τους έχει προσδώσει στη μουσική τους μια διαχρονική ποιότητα.