Για όλα φταίει το Film Pit, και ίσως το λίγο περίεργο γούστο μου στις ταινίες. Εντάξει, θα είμαι ειλικρινής, κυρίως το δεύτερο φταίει, αλλά το πρώτο αποτέλεσε αφορμή για να ξαναδώ αυτό το περίεργο κράμα από “Flashdance”, “The Exorcist”, ταινίες με νίντζα και τα βίντεο γυμναστικής της Ελένης Πετρουλάκη. Αν τα βάλετε αυτά σε ένα blender και τα χτυπήσετε, ο χυμός που θα βγεί θα είναι 90λεπτο έπος, το “Ninja III: The Domination”, η τελευταία ταινία της τριλογίας νίντζα της Cannon Films. Σε σκηνοθεσία του Sam Firstenberg και πρωταγωνίστρια την Lucinda Dickey, αυτό το μοναδικό υβρίδιο του 1984 αψηφά κάθε ταξινόμηση και σχεδόν σας προκαλεί να βγάλετε κάποιο νόημα.
Όταν αερομπίκ και νίντζα συναντούν τη δαιμονική κατοχή
Η υπόθεση; Η Christie Ryder (Dickey), τεχνικός τηλεφωνικών γραμμών και part-time γυμνάστρια αεροβικής, καταλαμβάνεται από το εκδικητικό πνεύμα ενός νίντζα που σκοτώνεται στα χέρια της. Ο νίντζα, έχοντας μόλις σφάξει έναν VIP, τους σωματοφύλακές του και το μισό αστυνομικό σώμα της Αριζόνα σε ένα γήπεδο γκολφ, μεταφέρει την ψυχή του στην Christie μέσω του σπαθιού του. Καθώς το πνεύμα καταλαμβάνει σιγά-σιγά το σώμα της, η Christie αρχίζει να δολοφονεί τους αστυνομικούς που τον σκότωσαν, ενώ παράλληλα ερωτεύεται έναν αστυνομικό ονόματι Billy Secord (Jordan Bennett).
Αλλά εδώ είναι που τα πράγματα αποκτούν πραγματικό ενδιαφέρον: το σπαθί αιωρείται έξω από την ντουλάπα της, τα μηχανήματα arcade πυροβολούν με λέιζερ, η Christie αρχίζει να έχει αναμνήσεις που δεν είναι δικές της και όταν τα πράγματα ξεφεύγουν, μόνο ένας άλλος νίντζα μπορεί να σταματήσει το κακό, ο Shô Kosugi ως Yamada. Αυτό φυσικά συμβαίνει γιατί Cannon είσαι, και στο σύμπαν σου, μόνο ένας νίντζα μπορεί να σκοτώσει έναν νίντζα.

Το “Ninja III: The Domination” ήταν ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος της Lucinda Dickey και η αρχή ενός συμβολαίου για πέντε ταινίες με την Cannon Films. Ο Menahem Golan (κεφάλι της Cannon) ήταν πεπεισμένος ότι θα ήταν η επόμενη μεγάλη του σταρ. Αφού τελείωσε το “Ninja III”, προχώρησε αμέσως στα γυρίσματα του “Breakin’”, ακολουθούμενο από το “Breakin’ 2: Electric Boogaloo”. Και οι τρεις ταινίες βγήκαν το 1984, καθιστώντας την Dickey τη βασίλισσα της Cannon εκείνη τη χρονιά. Το “Breakin’ 3” που είχε προγραμματιστεί και ένας ρόλος στο “King Solomon’s Mines” ακυρώθηκαν μετά την αμοιβαία απογοήτευση της Dickey και της Cannon.
Shô Kosugi: Από τα tatami της Ιαπωνίας στο cult πάνθεον της Cannon
Παρά τη βιασύνη της παραγωγής, η Dickey έδωσε τον καλύτερό της εαυτό. Έκανε μαθήματα αναρρίχησης και, παρόλο που είχε μόνο μια εβδομάδα για να προετοιμαστεί για τις σκηνές μάχης, προσπάθησε σκληρά για να κάνει τα δικά της stunts. Κάποιες ήταν πολύ επικίνδυνες και αντικαταστάθηκε από τους Alan Amiel, Steven Lambert και Shô Kosugi.
Παρεμπιπτόντως, ο Shô Kosugi ήταν αδιαμφισβήτητα ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα του «ninja boom» της δεκαετίας του ’80. Ο λόγος που αναδείχθηκε σε τέτοια σημαντική μορφή του κινηματογράφου των ‘80s, δεν άπτεται μόνο της φυσικής του παρουσίας στην οθόνη αλλά και για τις αυθεντικές του ικανότητες στις πολεμικές τέχνες. Γεννημένος στο Τόκιο ως ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας ψαράδων, ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στο karate μόλις σε ηλικία πέντε ετών. Σύντομα επεκτάθηκε και σε άλλα στυλ όπως το judo και το kendo, και μέχρι τα 18 του, είχε αναδειχθεί Πρωταθλητής Καράτε Ιαπωνίας.
Αν και αρχικά είχε ως στόχο μια καριέρα στον χρηματοοικονομικό τομέα, εγκατέλειψε την Ιαπωνία στα 19 του και μετακόμισε στο Λος Άντζελες για να σπουδάσει Οικονομικά. Παράλληλα, δεν εγκατέλειψε ποτέ τις πολεμικές τέχνες. Στη δεκαετία του ’70 συμμετείχε σε εκατοντάδες τουρνουά, αναδεικνυόμενος νικητής σε διοργανώσεις όπως το L.A. Open για τρία συνεχόμενα χρόνια (1972, 1973, 1974). Τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα έγιναν μέσα από μικρούς ρόλους σε ασιατικές παραγωγές, όπως το ταϊβανέζικο “The Killers” και το κορεάτικο “The Stranger From Korea”, που γυρίστηκε στο Λος Άντζελες.
Στο “Ninja III: The Domination” ο Kosugi συν-χορογράφησε τις σκηνές μάχης και διετέλεσε τεχνικός σύμβουλος. Ο χαρακτήρας του Yamada, που δεν εμφανίζεται μέχρι το 31ο λεπτό, είναι ένας από τους πιο στιλιζαρισμένους ρόλους του Kosugi. Σχεδίασε ο ίδιος το κάλυμμα του ματιού του Yamada χρησιμοποιώντας ένα tsuba (το προστατευτικό της λαβής του katana), προσθέτοντας επιπλέον μυστήριο στον χαρακτήρα. Έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι ο Kosugi είχε πιέσει να παραμείνει ο πρωταγωνιστής της σειράς μετά το “Revenge of the Ninja”, αλλά παραγκωνίστηκε στο “Ninja III” για να κάνει χώρο στον Dickey. Ήταν εξοργισμένος με αυτό και η o Golan έριξε την ευθύνη στον Firstenberg, ο οποίος έλυσε το πρόβλημα σχεδιάζοντας μια ιστορία που επέτρεπε στον Kosugi να είναι ο απόλυτος ήρωας, ακόμα κι αν δεν ήταν ο πρωταγωνιστής.
Laser, eyeliner και μια τούφα ασημί
Η κατάπτωση της Christie στον κόσμο των δαιμονικών νίντζα ξεκινά διακριτικά: αρχίζει να έχει οράματα, το σπαθί της λάμπει, η συμπεριφορά της αλλάζει. Γίνεται πιο ψυχρή, τα μάτια της τονίζονται από έντονο eyeliner και τελικά εμφανίζει μια ασημένια τούφα στα μαλλιά της, η οπτική απεικόνιση της ταινίας για την «πλήρη κατοχή». Fun fact, το arcade cabinet στο διαμέρισμά της είναι πραγματικό παιχνίδι: το “Bouncer” της Entertainment Sciences. Δεν κυκλοφόρησε ποτέ λόγω οικονομικής κατάρρευσης του studio αλλά το lightshow που εκπέμπει η μηχανή είναι ουσιαστικό για την πλοκή. Είναι ο αγωγός μέσω του οποίου η ψυχή του Μαύρου Νίντζα καταλαμβάνει πλήρως την Christie.
Η αρχική σκηνή της ταινίας είναι θρυλική για την υπερβολή της. Ο Μαύρος Νίντζα επιτίθεται σε πλήθος αστυνομικών, αναποδογυρίζει περιπολικά, ανατινάζει ένα ελικόπτερο και τελικά καταρρέει αφού τον πυροβολούν δεκάδες φορές σε μια σκηνή σε αργή κίνηση. Κι όμως, αντί να πεθάνει αμέσως, καταφέρνει να συρθεί στην έρημο, αρκετά μακριά για να παραδώσει το σπαθί του και το «κακό πνεύμα» του στην Christie. Αυτή η εντυπωσιακή σεκάνς γυρίστηκε με πολύ απλές και οικονομικές τεχνικές. Τα τοπία στο φόντο δεν ήταν πάντα αληθινά, πολλές φορές ήταν ζωγραφισμένα σε μεγάλους καμβάδες για να φαίνονται σαν πραγματικά. Τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν για τις σκηνές δράσης προέρχονταν από ό,τι υπήρχε ήδη στον χώρο, χωρίς ιδιαίτερα σκηνικά. Επιπλέον, για να φανεί ότι συμμετείχαν δεκάδες διαφορετικοί κομπάρσοι, ο ίδιος ο stunt coordinator, ο Steve Lambert, φόρεσε διαφορετικές στολές και παρίστανε πάνω από 30 χαρακτήρες που σκοτώνονται στη σκηνή.
Τα σπαθιά που βλέπουμε στις σκηνές δράσης ήταν φυσικά ψεύτικα, για λόγους ασφαλείας. Ανάλογα με το τι απαιτούσε η σκηνή, κατασκευάζονταν από ελαφριά και ακίνδυνα υλικά όπως μπαμπού, καουτσούκ, ενώ σε κάποεις σκηνές ήταν φτιαγμένα από αλουμίνιο. Για παράδειγμα, σε σκηνές με άλματα ή επικίνδυνες κινήσεις, χρησιμοποιούνταν πιο μαλακά υλικά ώστε να μην τραυματιστεί κανείς. Μάλιστα, κάποιες σκηνές ήταν τόσο βίαιες που χρειάστηκε να αφαιρεθούν για να μην πάρει η ταινία την σήμανση X από την αρμόδια επιτροπή. Μία από αυτές ήταν μια σκηνή εξορκισμού στην οποία το κεφάλι ενός χαρακτήρα αποχωρίζεται το σώμα και περιστρέφεται.
Η σκηνή εξορκισμού που τελικά έμεινε στην ταινία, ήταν κι αυτή εντυπωσιακή. Περιλάμβανε καπνούς, ειδικά εφέ, απόκοσμες φωνές και έντονες σωματικές κινήσεις. Για τις ανάγκες της, χρησιμοποιήθηκε ένα μία κούκλα για ορισμένα στιγμιότυπα, ενώ η Lucinda Dickey φορούσε κόκκινους φακούς επαφής και αξιοποίησε τις χορευτικές της ικανότητες για να αποδώσει σωματικά τη «μεταμόρφωση» της ηρωίδας, που καταλαμβάνεται από το πνεύμα του Μαύρου Νίντζα.
Η νίντζα που δεν έγινε ποτέ, αλλά έγινε 4K cult είδωλο
Αρχικά, η Christie έπρεπε να σκοτώσει η ίδια τον Μαύρο Νίντζα και να αποδεχτεί πλήρως τις νέες της ικανότητες, ολοκληρώνοντας έτσι το arc της ως «αληθινή νίντζα». Ωστόσο, αυτή η εκδοχή απορρίφθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα νέο φινάλε που γυρίστηκε μήνες μετά το τέλος των κύριων γυρισμάτων. Η Dickey είχε ήδη αρχίσει να γυρίζει το “Breakin’”, είχε κάνει νέο κούρεμα και έπρεπε να φορέσει περούκα για να ταιριάζει με την εμφάνισή της στο “Ninja III: The Domination”. Η τελική σκηνή, ένα φιλί μεταξύ της Christie και του Billy, προστέθηκε μετά. Η Dickey το βρήκε παράξενο και εκτός τόπου, δεδομένης της σφαγής που προηγήθηκε. Επίσης, στο αρχικό σενάριο, το να γίνει νίντζα ήταν το νόημα, ωστόσο, στην τελική έκδοση, απλά επιστρέφει στο φυσιολογικό, χωρίς ερωτήσεις.
Παρά τις ασυνέπειες του, το “Ninja III: The Domination” ξεχωρίζει για την ατμόσφαιρά του. Τα υπερβολικά εφέ της δεκαετίας του 1980 είναι αξέχαστα: χώροι γεμάτοι με απαλά και φωτεινά χρώματα, φωτισμός νέον, μηχανές καπνού και ανεξήγητες χορευτικές σκηνές με μουσική γεμάτη συνθεσάιζερ. Οι μοναχοί στην ταινία; Παίζονται από πραγματικούς μαθητές πολεμικών τεχνών. Ο ναός; Κυρίως ματ ζωγραφική. Το αστυνομικό τμήμα; Αληθινό. Και όλα αυτά με γυρίσματα που διήρκεσαν μόλις εννέα εβδομάδες. Υπήρχαν ακόμη και συζητήσεις για να γυριστεί ολόκληρη η ταινία σε 3D, αλλά το μπάτζετ και η κόπωση του crew έβαλαν τέλος σε αυτή την ιδέα.
Μέχρι σήμερα, το “Ninja III: The Domination” παραμένει μια από τις πιο περιζήτητες cult ταινίες στους φανατικούς του Blu-ray. Η έκδοση της Shout! Factory περιλαμβάνει remaster σε 4K, νέες συνεντεύξεις με τους πρωταγωνιστές, σχολιασμό και ένα επεισόδιο της εκπομπής “Trailers from Hell”. Η ταινία έχει επίσης διασκευαστεί στο σατιρικό podcast “How Did This Get Made?” και προβάλλεται συχνά σε μεταμεσονύχτια φεστιβάλ cult σινεμά.
Ακόμη και ο ίδιος ο Firstenberg έχει παραδεχτεί ότι η ταινία ήταν μια αποτυχημένη μίξη ασύμβατων ειδών, τονίζοντας πως το κοινό της εποχής δεν μπορούσε να δεχτεί τη Lucinda Dickey ως νίντζα. Παρ’ όλα αυτά, το Ninja III παραμένει ίσως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της θρυλικής τόλμης της Cannon Films, ενός στούντιο που λειτουργούσε με τη λογική «ό,τι πουλάει, το βάζουμε μέσα». Άλλωστε, μόνο η Cannon θα είχε τη φαεινή ιδέα να συνδυάσει το “The Exorcist”, το “Flashdance” και την εκδίκηση μέσω νίντζα, και να γυρίσει το όλο πράγμα στην έρημο της Αριζόνα με προϋπολογισμό που μετά βίας κάλυπτε τη σίτιση του συνεργείου. Και όμως, με έναν ανεξήγητο τρόπο, το αποτέλεσμα… δουλεύει. Όχι γιατί η ταινία είναι «καλή» με την κλασική έννοια, αλλά γιατί είναι απροκάλυπτα και αμετανόητα αυτό που είναι.