Ηνωμένες Πολιτείες, 2023. Στο απόγειο της ιδεολογικής επικράτησης του νέο-προοδευτισμού και της πολιτικής ορθότητας, o Bill Burr παρουσιάζει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, “Old Dads”.

Ένα έργο αντιδραστικό προς το πνεύμα της νέας εποχής, που τείνει να αναπολεί με νοσταλγία το παρελθόν, υιοθετώντας αφοριστική στάση προς το σήμερα. Όλα αυτά, ιδωμένα από την οπτική γωνία τριών μεσηλίκων φίλων.

Τρεις φίλοι που πασχίζουν να πλοηγηθούν στα μονοπάτια της σύγχρονης οικογενειακής ζωής. «Δίνουν αγώνα» να περιηγηθούν στον περίπλοκο ιστό της κοινωνικής και γλωσσικής ενσυναίσθησης, όπως αυτή απαιτείται από τα «καινά δαιμόνια».

Σαφέστερα, ο θεατής της ταινίας βλέπει να διαδραματίζεται εμπρός του πολιτική σάτιρα, περιβεβλημένη με το μανδύα του ‘bro comedy’. Ο Jack (Bill Burr), o Connor (Bobby Cannavale) και ο Mike (Bokeem Woodbine) είναι κολλητοί φίλοι και εταιρικοί συνέταιροι. Διανύουν πλέον την έκτη δεκαετία της ζωής τους, επιδεικνύοντας μάλλον ευθυνόφοβη συμπεριφορά.

Οι πρωταγωνιστές του "Old Dads" προσπαθούν να ξεφύγουν από το κοινωνικό τέλμα στο οποίο περιήλθαν

Τείνουν να προσκολλώνται σε ένα μοντέλο ανέμελου και απροσάρμοστου βίου. Αυτή η ηλικιακή ασυνειδησία δε θα διαρκέσει για πολύ, βέβαια. Μόλις αντιλαμβάνονται τη δεινή οικονομική πραγματικότητα, αποφασίζουν να πουλήσουν την επιχείρηση, προκειμένου να είναι σε θέση να διασφαλίσουν τα μελλοντικά ακαδημαϊκά έξοδα των παιδιών τους.

Η επαγγελματική οπισθοχώρηση, εντούτοις, θα τους φέρει αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις. Ο καινούργιος ιδιοκτήτης τούς απολύει, στο πλαίσιο της συνολικής εγκαθίδρυσης ενός οργουελικού τύπου καθεστώτος εργασίας.

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Bill Burr, Old Dads, συχνά είναι εξαιρετικά αμήχανο

Ως απόλυτη ενσάρκωση της πολιτικής ορθότητας, λοιπόν, ο νεοφερμένος διευθυντής, Aspin Bell (Miles Robbins), ορίζει τους ορθούς – κατ’αυτόν – τρόπους σκέψης και γλωσσικής έκφρασης. Κανόνες, που κάνουν τον Jack και την παρέα του, οι οποίοι είναι απαλλαγμένοι από οποιοδήποτε στοιχείο τυπολατρικών τάσεων, να αισθάνονται παγιδευμένοι.

Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, οι άνεργοι φίλοι βιώνουν την κατάπτωση και της προσωπικής τους ζωής. Αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των συζύγων τους και απειλούνται από το φάντασμα της μετα-μοντέρνας υπερ-ευθιξίας. Κύριο διακύβευμα για αυτούς; Να ξεφύγουν από το κοινωνικό τέλμα, στο οποίο περιήλθαν.

Η οπτκή του Bill Burr μοιάζει περισσότερο ως κοροϊδία προς τα ήθη και τις εκφραστικές έξεις της Generation Z, αντί ως διαλεκτική αντιπαράθεση των παλαιότερων με τους νέους

Συνολικά, το φιλμ αποδεικνύει ότι ο τίτλος, που του αποδόθηκε, είναι παραπλανητικός. Επ’ ουδενί δεν αναπαριστά την πλοκή στις πραγματικές διαστάσεις. Και αυτό, διότι δε βλέπουμε τους πρωταγωνιστές στο γονεϊκό τους ρόλο (dads) πρωτίστως. Για 104’ βλέπουμε μεσήλικες, που επιδιώκουν να διαωνίσουν επ’ άπειρον την εγωκεντρική και ξέγνοιαστη συμπεριφορά της μετεφηβικής τους ηλικίας.

Εκπροσωπούν ένα ιδιότυπο είδος παλιμπαιδισμού. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, μπορούμε να κάνουμε λόγο περί ταινίας ενηληκίωσης, η οποία πραγματώνεται σε ύστερη, πάρωρη συγκυρία. 

Οι πατέρες, έχοντας γευθεί απανωτές αποτυχίες, δεσμεύονται εν τέλει να ανασυγκροτήσουν τη ζωή τους. Θέλουν να αφήσουν πίσω τους την προσπάθεια αναβίωσης του προ πολλού χαμένου παρελθόντος.

Επιπλέον, δυσάρεστο είναι το γεγονός ότι η πάλη των γενεών, κεντρικό ζήτημα του σεναριακού οικοδομήματος, εκδηλώνεται άτεχνα και κακόγουστα. Μοιάζει περισσότερο ως κοροϊδία προς τα ήθη και τις εκφραστικές έξεις της Generation Z, αντί ως διαλεκτική αντιπαράθεση των παλαιότερων με τους νέους.

Μολονότι παρακολουθούμε τη μάχη πολιτικής ορθότητας και παραδοσιακών αξιών, ο Bill Burr δεν καταφέρνει ποτέ να εμβαθύνει

Από την άλλη, όσον αφορά το συμπεριφορικό κώδικα του νέου ιδιοκτήτη της επιχείρησης, η προβολή του, ως ακραία εκδοχή του πολιτικά ορθού κινήματος, εμπεριέχει ψήγματα αλήθειας. Φυσικά, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να επιδείξει τη δυνητικά αντιφατική φύση του ρεύματος. Το οποίο, όταν ξεπερνά τα όρια, μετατρέπεται σε προσπάθεια ισοπεδωτικής συμπεριληπτικότητας και, ταυτόχρονα, επιθετικής απεμπόλισης οποιουδήποτε στοιχείου προγενέστερου του μετανεωτερικού.

Στο ίδιο πλαίσιο κριτικής κινείται και ο καυτηριασμός των σύγχρονων μεθόδων διαπαιδαγώγησης, που στοχεύουν στην καλλιέργεια ψυχοσυναισθηματικής αυτονομίας. Ο Jack, πιο αυθόρμητος και ασυμβίβαστος, περιφρονεί τέτοιου τύπου νεωτερισμούς, προκρίνοντας παραδοσιακές αρχές.

Γενικώς, όμως, μολονότι παρακολουθούμε τη μάχη πολιτικής ορθότητας και παραδοσιακών αξιών, καμία πλευρά δεν προσεγγίζει κάποιο επίπεδο ουσιώδους εμβάθυνσης, αλλά παραμένει σε στάδιο επιδερμικό, άγονο. Αν και θίγονται ζητήματα μισογυνισμού, ρατσισμού, κοινωνικών φύλων, τρανσφοβίας, χονδροφοβίας κλπ., δεν προστίθεται τίποτα καινούργιο στη συζήτηση. Ούτε προσφέρεται τροφή για προβληματισμό.

Δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα άχρωμο, άοσμο και αμήχανο για το κοινό

Το σοβαρότερο πρόβλημα, ωστόσο, είναι η ελλιπής νοηματική αλληλουχία μεταξύ των σκηνών. Ο αποδιαρθρωμένος χαρακτήρας του σεναρίου δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για συνειρμική παράθεση παρόμοιου περιεχομένου διαλόγων, στους οποίους οι κάφρικοι αστεϊσμοί έρχονται αντιμέτωποι με το cancel culture.

Αξίζει, βέβαια, να τονιστεί ότι η συνειρμική χροιά και η έλλειψη πλοκής δεν προσιδιάζουν ούτε στον ελάχιστο βαθμό άλλα κινηματογραφικά αριστουργήματα, των οποίων η δομή είναι εσκεμμένα χαλαρή και αφηρημένη (Βefore Τrilogy, Τhe Florida Project, Chungking Express), καθώς ο διάλογος, που θα έπρεπε να δεσπόζει, αναδύεται εξίσου αδύναμος, δημιουργώντας ένα αίσθημα επαναληπτικοτητας και προβλεψιμότητας.

Εκτός αυτού, μετά την επαγγελματική και προσωπική κατάπτωση των πρωταγωνιστών, η ταινία λαμβάνει δραματικό χαρακτήρα. Οι αρχικές σχέσεις έχουν καταρρεύσει, διαυρωμένες από χάσμα επικοινωνίας και απιστία.

Οι σκηνές, που ακολουθούν, ενέχουν έντονο συναισθηματικό βάρος. Παρ’όλα αυτά, δεν αποδόθηκαν όπως τους άρμοζε. Κυρίως, επειδή αμφέρρεπαν μεταξύ σοβαρού διαλόγου και χιούμορ, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα άχρωμο, άοσμο και αμήχανο για το κοινό.

Ο Bill Burr εισήγαγε στο κινηματογραφικό προσκήνιο του 2023 ένα φιλμ του οποίου οι κοινωνικοπολιτικές θέσεις αντιπροσωπεύουν ένα μειοψηφικό τμήμα του πληθυσμού

Περαιτέρω επισφράγιση της συγγραφικής αποτυχίας είναι, ασφαλώς, η επιδερμική προσέγγιση των ηρώων. Πιο συγκεκριμένα, οι δευτερεύοντες ρόλοι δεν αναπτύσσουν ανεξάρτητο, πολυδιάστατο και αυτόφωτο χαρακτήρα, αλλά λειτουργούν αποκλειστικά ως εργαλεία εκτύλιξης του διαλόγου και ανάδειξης της προσωπικότητας του πρωταγωνιστή και των φίλων του, που σκιαγραφούνται σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Βέβαια, δε θα μπορούσε κανείς να παραλείψει το μοντάζ, που προσομοιάζει σε αμερικανικού ριάλιτι, με εξωτερικά πλάνα οδικής συμφόρησης ή άτεχνες απεικονίσεις των κτιρίων, στα οποία υποτίθεται ότι βρίσκονται και δραστηριοποιούνται οι χαρακτήρες.     

Συνοψίζοντας, ο Burr εισήγαγε στο κινηματογραφικό προσκήνιο του 2023 ένα φιλμ, του οποίου οι κοινωνικοπολιτικές θέσεις αντιπροσωπεύουν, ιδίως, στην Αμερική, ένα μειοψηφικό τμήμα του πληθυσμού. Η σύλληψη, καθαυτή, δεν είναι απαραιτήτως εσφαλμένη, ώστοσο η εκτέλεσή της αποδείχθηκε σεναριακή πανωλεθρία, την οποία δεν μπόρεσαν να διασώσουν ούτε οι χλιαρές ερμηνείες.

Ίσως η μόνη θετική πτυχή, που θα ήταν δυνατό να αναγνωριστεί στην ταινία, είναι τα soundtrack από τους Judas Priest, που προσέδωσε δυναμισμό και ένταση στις κατά τ’άλλα κοινότοπες και επιδερμικές στιχομυθίες.

Artist: Morrissey

Album: I Am Not a Dog on a Chain

Label: BMG

Release Date: 20/03/2020

Genre: Indie Rock

Movie: Old Dads

Duration: 104′

Year: 2023

Genre: Comedy

Director: Bill Burr

Starring: Bill Burr, Bobby Cannavale ,Bokeem Woodbine, Katie Aselton,Reign Edwards, Jackie Tohn, Miles Robbins, Rachael Harris

Old Dads

3.5

Συνοψίζοντας, ο Burr εισήγαγε στο κινηματογραφικό προσκήνιο του 2023 ένα φιλμ του οποίου οι κοινωνικοπολιτικές θέσεις αντιπροσωπεύουν, ιδίως, στην Αμερική, ένα μειοψηφικό τμήμα του πληθυσμού. Η σύλληψη καθεαυτή δεν είναι απαραιτήτως εσφαλμένη, ώστοσο η εκτέλεση της ιδέας αποδείχθηκε, ευκρινέστατα, σεναριακή πανωλεθρία, την οποία δεν μπόρεσαν να διασώσουν ούτε οι χλιαρές ερμηνείες.

Share.
Exit mobile version