Το “Once Upon a Time in Hollywood” του Κουέντιν Ταραντίνο δεν είναι μια ακόμη ταινία για το Χόλιγουντ των 60s. Δεν είναι ούτε ιστορική ταινία, ούτε νοσταλγική αναπαράσταση. Είναι ένας συνειδητός μύθος για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Ένα έργο που δεν αναπαριστά, αλλά ανακατασκευάζει. Το σινεμά δεν θυμάται απλώς – δημιουργεί αναμνήσεις που δεν ζήσαμε, αλλά θα θέλαμε να είχαμε.
Αυτό που θέλει ο Ταραντίνο είναι να προτείνει έναν άλλο κόσμο.
Ο τίτλος της ταινίας λειτουργεί κυριολεκτικά και ειρωνικά. «Once Upon a Time…» σηματοδοτεί παραμύθι. Όμως εδώ δεν έχουμε πριγκίπισσες και δράκους. Έχουμε μια σκληρή πόλη με πλαστικά χαμόγελα, πίκρα και βία – αλλά και με τη δυνατότητα να σωθεί μέσα από το παραμύθι του ίδιου του σινεμά. Το Λος Άντζελες του 1969 παρουσιάζεται ως μικρόκοσμος που ακροβατεί ανάμεσα στην αθωότητα και τον κίνδυνο. Το φόντο είναι ρεαλιστικό: ραδιόφωνα, αφίσες, αυτοκίνητα, φώτα neon. Αλλά η ταινία δεν ενδιαφέρεται για την πιστότητα. Αυτό που θέλει ο Ταραντίνο είναι να προτείνει έναν άλλο κόσμο. Έναν κόσμο που η Ιστορία μπορεί να αλλάξει, αν την αφηγηθείς αλλιώς.
Ο Ρικ Ντάλτον είναι ο τελευταίος άνθρωπος που μπορεί να υποδυθεί ήρωες, αλλά όχι να είναι ένας. Αντιπροσωπεύει τον σταρ που ξεθωριάζει. Τον ηθοποιό που η εποχή του τον ξεπερνά. Δεν έχει καταλάβει τι έχει αλλάξει. Και, το κυριότερο, δεν ξέρει αν μπορεί να προσαρμοστεί. Ο Cliff Booth, κασκαντέρ και φίλος του, είναι το σώμα που αντικαθιστά τον Ντάλτον στα επικίνδυνα πλάνα. Είναι αυτός που ενεργεί, που δεν αμφιβάλλει, που δεν κουβαλά βάρος. Αν ο Ντάλτον είναι το φθίνον Χόλιγουντ, ο Cliff είναι η ωμή του αντοχή.

Η ταινία δεν μιλά για την παρακμή ενός ανθρώπου. Μιλά για την παρακμή ενός συστήματος – και το κάνει με χαμόγελο. Ο Ντάλτον δεν αλλάζει. Δεν εξελίσσεται. Αλλά ο κόσμος γύρω του αλλάζει. Και τελικά, η μόνη του λύτρωση έρχεται όταν αποδέχεται τον ρόλο του στο παραμύθι. Όχι ως πρωταγωνιστής, αλλά ως μέρος μιας συλλογικής φαντασίωσης. Στην ταινία επίσης, έχουμε την Sharon Tate της Margot Robbie. Όλοι δυστυχώς, ξέρουμε την τραγική ιστορία της.
Η παράκαμψη της τραγικής ιστορίας, αποτελεί μια φαντασιακή επανόρθωση και ένα “συγγνώμη” του Tarantino στην ζωή που χάθηκε άδικα.
Tον Αύγουστο του 1969, η Sharon Tate και τέσσερα ακόμη άτομα δολοφονήθηκαν άγρια από μέλη της αίρεσης του Τσαρλς Μάνσον. Η δολοφονία αυτή θεωρείται ο ανεπίστρεπτος θάνατος της “χίπικης” αθωότητας. Ήταν η αρχή του τέλους μιας εποχής. Ο Ταραντίνο δεν αναπαράγει το τραύμα. Το ξαναγράφει. Αντί για την αιματοχυσία, προσφέρει ένα εναλλακτικό φινάλε: η Tate σώζεται. Οι επιτιθέμενοι εξολοθρεύονται, όχι εκείνη. Η βία δεν απουσιάζει, αλλά μετατοπίζεται. Το θύμα δεν είναι η γυναίκα. Είναι οι ίδιοι οι φορείς του κακού. Είναι ένα σύμπαν στο οποίο ο τρόμος δεν έχει τελικά λόγο ύπαρξης.
Και για αυτό ο Tarantino μας δίνει περισσότερο σκηνές, όπου βλέπουμε την Tate να υπάρχει ως παρουσία και λιγότερο στο να μιλήσει. Της δίνει την δυνατότητα να υπάρξει. Να εκφραστεί. Η σκηνή που παρακολουθεί τον εαυτό της σε ταινία είναι το πιο συγκινητικό σημείο. Όχι γιατί δακρύζει. Αλλά γιατί γελάει. Γιατί υπάρχει. Είναι η φωνή που δεν ακούστηκε ποτέ – και εδώ επιλέγει ο ίδιος να τη διατηρήσει ζωντανή. Να της δώσει, όχι εκδίκηση, αλλά συνέχεια. Η παράκαμψη της τραγικής ιστορίας, αποτελεί μια φαντασιακή επανόρθωση και ένα “συγγνώμη” του Tarantino στην ζωή που χάθηκε άδικα.
Το “Once Upon a Time in Hollywood” δεν είναι ταινία για το παρελθόν. Είναι ταινία για τον τρόπο που επινοούμε το παρελθόν. Η μνήμη δεν είναι φωτογραφική αποτύπωση. Είναι αφήγηση, ερμηνεία, ανακατασκευή. Και το σινεμά – περισσότερο από κάθε άλλη μορφή τέχνης – επιτρέπει στον άνθρωπο να ξαναγράψει τις απώλειες. Ο Ταραντίνο δεν προσποιείται ότι καταγράφει την αλήθεια. Παίζει με αυτή. Την ανασχηματίζει. Όχι από αλαζονεία, αλλά από ανάγκη. Το παραμύθι που λέει είναι αυτό που θα θέλαμε να είχε συμβεί. Και γι’ αυτό, για μερικά δευτερόλεπτα, πείθει ότι όντως συνέβη.
O Ταραντίνο δεν θέλει να κάνει Ιστορία. Θέλει να ξαναδώσει νόημα στη μνήμη.
Δεν πρόκειται για μια φαντασίωση εκδίκησης όπως στους “Basterds”. Δεν υπάρχει θριαμβολογία. Υπάρχει μόνο ανακούφιση. Μια αθόρυβη επανόρθωση απέναντι σε κάτι που όλοι θα θέλαμε να αλλάξει. Και το σινεμά – έστω για λίγο – το κάνει. Το φινάλε είναι ήσυχο. Η Sharon Tate καλεί τον Ρικ να περάσει την πύλη. Δεν υπάρχουν χειροκροτήματα, δεν υπάρχει δράμα. Μόνο μια πόρτα που ανοίγει και μια πιθανότητα που γεννιέται.
Η κάμερα ανεβαίνει ψηλά. Το σπίτι παραμένει φωτισμένο. Η μουσική δεν νικά τη θλίψη, αλλά την παρακάμπτει. Είναι μια σκηνή που δεν περιγράφει, αλλά υπαινίσσεται. Και μέσα από την απλότητά της, δηλώνει το πιο πολύπλοκο: πως ο Ταραντίνο δεν θέλει να κάνει Ιστορία. Θέλει να ξαναδώσει νόημα στη μνήμη. Κι αυτό, στον κόσμο του Χόλιγουντ, είναι ίσως το πιο ριζοσπαστικό που μπορεί να κάνει ένας σκηνοθέτης. Το πιο “meta” παραμύθι που μπορεί να μας διηγηθεί.