Όλοι συμφωνούμε ότι ο καλύτερος τραγουδιστής των Iron Maiden δεν είναι άλλος από τον “metal god” Bruce Dickinson. Αν όμως ρωτήσουμε ποιος είναι ο αγαπημένος, το όνομα του Paul Di’Anno θα εμφανιστεί πιο συχνά απ’ όσο μπορεί να φανταζόταν κανείς. Αυτό μπορεί αρχικά να φαίνεται παράδοξο, ωστόσο, υπάρχει εξήγηση.
Για πολλούς, ο Di’Anno δεν ήταν απλώς ένας τραγουδιστής. Ήταν μια ακατέργαστη δύναμη. Η ενέργεια και η επαναστατική του φωνή συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των πρώτων χρόνων των Iron Maiden, σμιλεύοντας έναν ήχο που άλλαξε για πάντα το heavy metal. Παρότι ο χρόνος του με το συγκρότημα ήταν σύντομος, η επιρροή του ήταν τεράστια.
Στις πρώτες μέρες των Iron Maiden, ο Paul Di’Anno δεν ήταν ένας αψεγάδιαστος τραγουδιστής ή ένας τυπικός ροκ σταρ. Ήταν το παιδί του δρόμου, που κουβαλούσε όλη τη Λονδρέζικη «αλητεία» στο λαρύγγι του. Η ικανότητά του δεν αφορούσε τις τέλεια τραγουδισμένες νότες ή την έκταση – αφορούσε το θράσος και τον θυμό. Ο Di’Anno δεν τραγουδούσε απλά, έβαζε την ψυχή του στη μουσική. Και κάποιοι το ένιωθαν και συνεχίζουν να το νιώθουν. Έβλεπαν σε αυτόν κάποιον που τους έμοιαζε και που ήταν πέρα για πέρα αυθεντικός.
Ο Di’Anno το απέδωσε το “Running Free” εκπληκτικά, με μια αίσθηση ελευθερίας, ενσαρκώνοντας τον παρία που ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει
Όταν οι Iron Maiden κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους το 1980, ήταν σαν να κήρυξαν πόλεμο στη μουσική της εποχής. Με κομμάτια όπως το “Prowler” και το “Running Free”, ο Di’Anno έφερε μια punk διάθεση στη heavy metal βάση του συγκροτήματος. Η φωνή του δεν ήταν καθαρή, αλλά άγρια και προκλητική. Δεν ήταν απλώς ο τραγουδιστής τους, περισσότερο έμοιαζε με τον ηγέτη μίας μουσικής συμμορίας. Και ο κόσμος το πρόσεξε.
Το “Running Free”, το πρώτο single των Iron Maiden, ήταν ένας ύμνος για όποιον ένιωσε ποτέ παγιδευμένος ή στο περιθώριο της κοινωνίας. Ο Di’Anno το απέδωσε εκπληκτικά, με μια αίσθηση ελευθερίας, ενσαρκώνοντας τον παρία που ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει από έναν κόσμο που δεν τον καταλάβαινε. Ίσως επειδή ο Paul ήταν ακριβώς αυτό.
Στο “Remember Tomorrow” ακούσαμε μία διαφορετική πλευρά του Di’Anno. Εμπνευσμένο από λόγια του παππού του, μιλούσε για την ελπίδα και την ανθεκτικότητα μπροστά στην αβεβαιότητα. Η φωνή του μετέφερε όλο το βάρος αυτών των λέξεων. Ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές, ο Di’Anno έμοιαζε να δηλώνει ότι υπάρχει πάντα ένας λόγος να συνεχίζεις. Αυτή ήταν η δύναμή του, η κατανόηση των αγώνων της ζωής και η ένταξή τους στην τέχνη του.
Και ίσως, τελικά, η μεγαλύτερη κληρονομιά του Di’Anno να μην είναι μόνο η μουσική του, αλλά η αδιάκοπη θέλησή του
Μέχρι την κυκλοφορία του “Killers” το 1981, η ενέργεια του Di’Anno είχε καθιερώσει τους Iron Maiden ως πρωταγωνιστές. Κομμάτια όπως το “Wrathchild” και το “Killers” έδειχναν ότι η φωνή του ήταν ένα όπλο, που διαπερνούσε τον αέρα με μια πρωτόγνωρη ένταση. Όμως, οι δαίμονές του δεν υπήρχαν μόνο στα κομμάτια του, ήταν και πραγματικοί. Τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και η ασταμάτητη πίεση της περιοδείας τον οδήγησαν τελικά στην αποχώρησή του από τους Iron Maiden το 1981.
Μετά τους Iron Maiden, ο Di’Anno συνέχισε να κυνηγά το πάθος του για τη μουσική, συμμετέχοντας σε μπάντες όπως οι Battlezone και οι Killers και κυκλοφορώντας σόλο άλμπουμ. Παρά τα σκαμπανεβάσματα στην καριέρα του, δεν εγκατέλειψε ποτέ την αγάπη του για τα live. Ακόμη και όταν οι σοβαρές επιπλοκές υγείας τον καθηλώσαν σε αναπηρικό καροτσάκι, συνέχισε να περιοδεύει. Μάλλον για τον Di’Anno η σκηνή δεν ήταν απλώς ένας χώρος για να τραγουδάει. Ήταν η ίδια του η ζωή.
Τα τελευταία χρόνια, η υγεία του Paul Di’Anno επιδεινώθηκε δραματικά, όμως, ούτε αυτό ήταν ικανό τον φρενάρει. Και ίσως, τελικά, η μεγαλύτερη κληρονομιά του Di’Anno να μην είναι μόνο η μουσική του, αλλά η αδιάκοπη θέλησή του. Παρά τις δυσκολίες, συνέχισε να κάνει αυτό που αγαπούσε. Συνέχισε να αγωνίζεται, ακόμα και όταν το σώμα του τον πρόδιδε. Η ιστορία του Di’Anno είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που αρνήθηκε να ηττηθεί, που πάλεψε μέχρι το τέλος. Ναι, δεν ήταν τέλειος, αλλά αυτό είναι που τον έκανε τόσο αληθινό και αγαπητό.
Αναπαύσου εν ειρήνη, Paul. Σου αξίζει.