Όταν οι Rolling Stones μπήκαν στα RCA Studios στις αρχές του 1966, το “Paint It Black” ήταν ακόμη μια ατελής ιδέα. Το τραγούδι δεν είχε κατεύθυνση, απλώς έναν μουσικό σκελετό. Δημιουργικά, το συγκρότημα βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή. Μόλις είχαν αρχίσει να αποδεικνύουν την αξία τους ως συνθέτες, με κομμάτια όπως τα “The Last Time” και “Satisfaction”. Όμως η πίεση αυξανόταν. Έπρεπε να δείξουν ότι η επιτυχία τους δεν οφειλόταν στην τύχη.
Είχαν απομακρυνθεί από τις blues ρίζες τους και έπρεπε πλέον να διαμορφώσουν έναν δικό τους ήχο. Η ειρωνεία του “Satisfaction” απουσίαζε. Το ίδιο και η ένταση του “19th Nervous Breakdown”. Η σιγουριά που χαρακτήριζε τις μεγάλες επιτυχίες τους ως τότε είχε χαθεί. Ο Keith Richards είχε γράψει μια μελαγχολική μελωδία, κατά την περιοδεία στην Αυστραλία. Ο Mick Jagger πρόσθεσε στίχους που έσταζαν σκοτάδι και κενό. Κι όμως, παρά τις καλές προσπάθειες, κάτι δεν λειτουργούσε. Για λίγο σκέφτηκαν να το παρατήσουν.
Πειραματισμοί στο σκοτάδι
Τότε συνέβη κάτι απρόσμενο. Το “Paint It Black” άλλαξε μορφή μέσα από μια σειρά απλών στούντιο αποφάσεων. Το ίδιο ίσχυσε για αρκετά τραγούδια από το άλμπουμ “Aftermath”, που εξέφραζαν ένα γενικότερο πνεύμα πειραματισμού. Το “Lady Jane” περιλάμβανε dulcimer και τσέμπαλο, ενώ το “Under My Thumb” έφερε στο προσκήνιο τη μαρίμπα. Οι Rolling Stones φάνηκαν πρόθυμοι να ανατρέψουν τις προσδοκίες, όχι με σχέδιο, αλλά λόγω δημιουργικής αμηχανίας. Δεν υπήρξε κάποια έκλαμψη έμπνευσης ή μεγάλη στρατηγική. Μια σειρά από ασυνήθιστες, σχεδόν τυχαίες επιλογές μεταμόρφωσαν το τραγούδι.
Ως τα μέσα του 1966, οι Rolling Stones δεν ήταν πια το μπλουζ αντίβαρο στους Beatles. Είχαν αρχίσει να διαμορφώνουν τη δική τους πιο σκοτεινή ταυτότητα. Οι επιτυχίες τους δεν πουλούσαν ελπίδα αλλά απογοήτευση. Ήταν η μπάντα που έλεγε στον κόσμο πως είχε κάθε λόγο να νιώθει θυμό. Όμως η πρόκληση μεγάλωνε. Θα συνέχιζαν να εξελίσσονταν ή θα έπεφταν στην επανάληψη;

Το “Paint It Black” δεν έμοιαζε ικανό να τους κρατήσει στο παιχνίδι — τουλάχιστον όχι με τη μορφή που είχε αρχικά. Ξεκίνησε ως ένα απλό κομμάτι με βασικό ρυθμό. «Θα ήταν απλώς αστείο», είπε ο Mick Jagger, χαρακτηρίζοντας τις πρώτες εκδοχές βαρετές. «Απλά άλλο ένα τραγούδι μιας beat μπάντας».
Καθώς ο χρόνος πίεζε και η ανάγκη για νέο hit μεγάλωνε, ο μπασίστας Bill Wyman αποφάσισε να πειραματιστεί. Σύρθηκε κάτω από ένα Hammond και άρχισε να χτυπά τα πεντάλ με τις γροθιές του. Δημιούργησε έτσι μια δεύτερη γραμμή μπάσου που έδωσε στο κομμάτι χαμηλή ένταση και διαφορετική δυναμική. Αυτή η αυθόρμητη κίνηση οδήγησε το τραγούδι σε άγνωστα μονοπάτια, με έναν παλλόμενο και υπνωτικό ρυθμό. Δεν ανήκε πια στο rock ‘n’ roll, αλλά σε κάτι πιο σκοτεινό.
Ο Brian Jones και ο ήχος της ανησυχίας
Enter Brian Jones – ο πολυοργανίστας της μπάντας, που ένιωθε όλο και πιο αποξενωμένος. Η επιρροή του μέσα στους Rolling Stones μειωνόταν, καθώς η συνεργασία των Jagger-Richards είχε αναλάβει τα ηνία. Η χρήση ναρκωτικών είχε επιδεινωθεί, ενώ η αστάθεια στη συμπεριφορά του δημιουργούσε προβλήματα τόσο στις ζωντανές εμφανίσεις όσο και στο στούντιο. Ο Jones, όμως, αναζητούσε νόημα μέσα από τον ήχο. Εστίαζε στους πειραματισμούς, προσπαθώντας να βρει καινούριες κατευθύνσεις. Ήθελε να νιώθει δημιουργικά ενεργός, έστω κι αν είχε απομακρυνθεί από την κιθάρα. Δεν τον ενδιέφεραν πια τα ακόρντα ή τα riff, αλλά οι υφές. Πειραματιζόταν με ό,τι του τραβούσε την προσοχή: dulcimer, μαρίμπες, κότο. Είχε γίνει ο ηχητικός εξερευνητής της μπάντας. Και για το “Paint It Black”, στράφηκε στο σιτάρ.
Ο Jones ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το σιτάρ όταν άκουσε τον George Harrison να πειραματίζεται με ινδικούς ήχους στο “Norwegian Wood”. Αντί να τον μιμηθεί πρόχειρα, αποφάσισε να το προσεγγίσει πιο σοβαρά. Πήρε ανεπίσημα μαθήματα από τον Harihar Rao, μαθητή του Ravi Shankar. Δεν έγινε δεξιοτέχνης, αλλά κατάλαβε πώς να το χρησιμοποιήσει. Το σιτάρ μπορούσε να προσθέσει ένταση και έναν υπόγειο εξωτισμό. Δεν τον ενδιέφερε η αυθεντικότητα. Ήθελε ο ήχος να προκαλεί ανησυχία.
Ο απόκοσμος ήχος του σιτάρ έγινε η ραχοκοκαλιά του τραγουδιού. Έπαιζε τη μελωδία των φωνητικών και διαμόρφωσε το εμβληματικό riff της εισαγωγής. Δεν ήταν απλώς διακοσμητικό στοιχείο· έδωσε στο κομμάτι τον βασικό του χαρακτήρα. Έτσι, ο Jones έδωσε μί ανέα οπτική στο πώς μπορεί να ακούγεται ένα ροκ τραγούδι. «Ήταν κάτι περισσότερο από ένα ηχητικό εφέ», δήλωσε ο παραγωγός Andrew Loog Oldham. «Μερικές φορές, ο Brian κρατούσε ενωμένο ολόκληρο το άλμπουμ».
Με αυτό το παράξενο νέο ηχητικό περιβάλλον, οι στίχοι του Jagger άρχισαν να αποκτούν συνοχή. Αν και φαινομενικά μιλούν για θλίψη και απώλεια, αντανακλούν μια γενικότερη πολιτισμική αμηχανία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η κοινωνία βίωνε τη φθορά του μεταπολεμικού ονείρου. Τραγούδια σαν το “Paint It Black” αποτύπωναν το βάρος που γεννούσαν ο πόλεμος και η αποξένωση. Λίγα χρόνια πριν, οι αναφορές στον θάνατο, στο πένθος και στην ψυχική απάθεια θεωρούνταν υπερβολικές για τη mainstream μουσική. Όμως τώρα, με το σιτάρ να ελίσσεται και τα τύμπανα του Charlie Watts να ηχούν, τα λόγια αποκτούσαν διαφορετική ένταση. Το «I see a red door and I want it painted black» δεν ακουγόταν μελοδραματικό. Έμοιαζε με εμμονή και υποβόσκουσα απειλή.
Η γραμμή ανάμεσα στη μεταφορά και την ψύχωση γίνεται όλο και πιο θολή όσο το τραγούδι εξελίσσεται. Και αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Το “Paint It Black” δεν προτείνει λύση ούτε αποκαλύπτει κάποιο βαθύτερο νόημα. Απλώς βυθίζεται στη δίνη του.
Ένας ύμνος στη σύγχυση της εποχής
Το “Paint It Black” κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1966, πρώτα στις ΗΠΑ και έπειτα στο Ηνωμένο Βασίλειο, λίγο μετά το άλμπουμ “Aftermath”. Η χρονική στιγμή δεν ήταν σχεδιασμένη, μα αποδείχθηκε αναπάντεχα ταιριαστή. Η Αμερική βρισκόταν σε πλήρη εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ. Δεν υπήρχε καλοκαίρι αγάπης. Υπήρχε μόνο μια εποχή σύγχυσης και φόβου.
Το τραγούδι ανέβηκε γρήγορα στην κορυφή των charts και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Πέρα από την εμπορική του επιτυχία, συνδέθηκε βαθιά με τη συλλογική εμπειρία της εποχής. Για τους Αμερικανούς στρατιώτες στο Βιετνάμ, το “Paint It Black” λειτούργησε σαν ψυχικός καθρέφτης. Ο ρυθμός του, γρήγορος και ανήσυχος, και η σκοτεινή του ατμόσφαιρα, απέδιδαν το χάος και την απόγνωση του πολέμου πιο εύστοχα από πολλά τραγούδια διαμαρτυρίας. Έμοιαζε με ήχο παραφροσύνης. Έφερνε στο νου την απειλή. Θύμιζε το σπίτι, αν το σπίτι είχε γίνει μια κόλαση από την οποία δεν υπήρχε διαφυγή.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το τραγούδι είχε ήδη μετατραπεί σε κινηματογραφική συντομογραφία για την ψυχική κατάρρευση. Η παρουσία του σε ταινίες όπως το “Full Metal Jacket” και σε σειρές όπως το “Tour of Duty” ενίσχυσε τη σύνδεσή του με το ψυχολογικό τραύμα του πολέμου. Αυτή η νέα χρήση επηρέασε σταδιακά την εικόνα του τραγουδιού στο κοινό. Από προσωπική έκφραση πένθους, μετατράπηκε σε σύμβολο του κόστους της βίας. Έτσι, το “Paint It Black” απέκτησε περισσότερα επίπεδα νοήματος απ’ όσα ίσως φαντάζονταν οι δημιουργοί του μέσα στο χαοτικό στούντιο της RCA το 1966. Ο Stanley Kubrick το επέλεξε για να κλείσει το “Full Metal Jacket”. Το “Tour of Duty” το χρησιμοποίησε ως κεντρικό του θέμα. Κανείς από τους δύο δεν άλλαξε το περιεχόμενό του, αλλά και οι δύο ανέδειξαν τη δύναμη που ήδη περιείχε.
Ο τίτλος του τραγουδιού προκάλεσε και αυτός σύγχυση. Η Decca Records τον τύπωσε κατά λάθος ως “Paint It, Black”, προσθέτοντας ένα άσκοπο κόμμα που οδήγησε σε παρερμηνείες. Ορισμένοι θεώρησαν πως υπήρχε ρατσιστικό υπονοούμενο. Η μπάντα αρνήθηκε κατηγορηματικά κάτι τέτοιο. «Σημαίνει αυτό που λέει», δήλωσε ο Jagger με σαφήνεια. «Απλώς μιλά για την ανάγκη να γίνει ο κόσμος μαύρος». Πέρα από τις διαμάχες για την ερμηνεία, το τραγούδι έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό τους δημιουργούς του. Ακόμα και ο Richards έχει παραδεχτεί πως αισθάνεται αποστασιοποιημένος από τις ρίζες του: «Μερικές φορές νιώθεις ότι δεν το έγραψες εσύ. Είναι κάπως έξω από το ρεύμα. Από πού προήλθε, δεν ξέρω».
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το πόσο καθοριστική έγινε η συμβολή μελών που συνήθως έμεναν στο περιθώριο. Τα πεντάλ του οργάνου του Wyman, το σιτάρ του Jones, τα tribal drum fills του Watts. Σε μια μπάντα που οριζόταν κυρίως από τη συνεργασία Jagger–Richards, το “Paint It Black” αποτελεί σπάνιο παράδειγμα συλλογικής δημιουργίας. Εδώ, τα πειράματα στο στούντιο εκφράστηκαν πιο δυνατά από τους ίδιους τους στίχους.
Η διαχρονικότητα της έντασης
Παρά — ή ίσως εξαιτίας — της αμφισημίας του, το “Paint It Black” παραμένει ένα από τα πιο διαχρονικά τραγούδια των Rolling Stones. Κομμάτια όπως τα “Sympathy for the Devil” και “Gimme Shelter” έχουν επίσης πολιτισμικό βάρος. Ωστόσο, το “Paint It Black” ξεχωρίζει για τον ηχητικό πειραματισμό, τη λυρική μελαγχολία και την αυθόρμητη εφευρετικότητα. Η δύναμή του δεν προέρχεται από κάποιο οργανωμένο όραμα, αλλά από ένταση, αποσπασματική έμπνευση και ακατέργαστο συγχρονισμό.Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι έχει διασκευαστεί αμέτρητες φορές, από πανκ συγκροτήματα έως συμφωνικές ορχήστρες, και συνεχίζει να στοιχειώνει την ποπ κουλτούρα.
Για ένα συγκρότημα που παρουσιαζόταν ως προκλητικό, cool και ελαφρώς απειλητικό, αυτό ήταν το τραγούδι που τους ταίριαξε απόλυτα. Δεν ήταν όμορφο, ούτε καλογυαλισμένο, και σίγουρα όχι ασφαλές. Έμοιαζε με εκπομπή κάποιου που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, χωρίς να μπορεί να το περιγράψει. Το “Paint It Black” έμοιαζε – και εξακολουθεί – με ρωγμή στην επιφάνεια. Ίσως και για αυτό να λειτουργεί ακόμη. Δεν προσπαθεί να εξευγενίσει τον πόνο ή να δώσει βάθος στη θλίψη. Τα αφήνει να εκφραστούν με τον μόνο τρόπο που ξέρουν: δυνατά, αλλόκοτα και χωρίς απαντήσεις.
Τελικά, η ιστορία πίσω από το “Paint It Black” είναι απλή. Ένα μισοτελειωμένο κομμάτι, μια μπάντα στα όρια της, ένα σιτάρ παρατημένο σε μια γωνία και μερικοί μουσικοί που αρνούνται να τα παρατήσουν. Και τελικά ίσως έτσι ξεκινούν οι ανατροπές. Όχι με σαφές σχέδιο, αλλά με χάος.