Όταν οι Rolling Stones ξεκίνησαν να δουλεύουν το “Aftermath” θα μπορούσαμε να πούμε ότι ηταν ήδη φτασμένοι. Παρά την επιτυχία τους, είχαν ήδη πάρει την απόφαση να πειραματιστούν. Αρχικά προσέγγισαν διαφορετικά τις ενορχηστρώσεις των κομματιών και τη σύνθεση ανέλαβαν εξ ολοκλήρου οι Mick Jagger και Keith Richards. Την περίοδο, όμως, που έγραφαν τον δίσκο, υπήρχε ένα κόμματι, το οποίο σύμφωνα με τον μάνταζερ τους Andrew Loog Oldham «Αυτό το τραγούδι δεν πήγαινε πουθενά». Το “Paint It Black”.
Ήταν αρχές Μαρτίου του 1966 και οι Rolling Stones βρίσκονταν στο στούντιο δουλεύοντας με τον Dave Hassinger για να ολοκληρώσουν το επερχόμενο άλμπουμ τους. Ανάμεσα στα κομμάτια που είχαν επιλεγεί για να ηχογραφήσουν ήταν και το “Paint It Black”. H ιδέα για το κομμάτι είχε συλληφθεί από τους Mick Jagger και Keith Richards ενώ το συγκρότημα βρισκόταν σε περιοδεία στην Αυστραλία. «Εγώ έγραψα τη μελωδία», θυμάται ο Keith, «και ο Mick έγραψε τους στίχους».
Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησής του, όμως, οι Stones είχαν κολλήσει και αδυνατούσαν να ξεκλειδώσουν πλήρως τη μαγεία του. Ο Oldham, βλέποντας το συγκρότημα να παλεύει χωρίς αποτέλεσμα, τους είπε «ακόμα 10 λεπτά», καθώς είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να προχωρήσουν παρακάτω.
Στην πραγματικότητα η πίεση που είχαν οι Rolling Stones ήταν για να παραδώσουν ένα νέο hit single. Από το καλοκαίρι του 1964 είχαν κατακτήσει τα charts. Μόλις ένα χρόνο πριν, με την κυκλοφορία του “The Last Time” είχαν σοκάρει τον μουσικό κόσμο. Ακολούθησε μια σειρά από #1 και είχαν χτίσει ένα σερί που δεν ήθελαν να σπάσουν.
H αρχική ενορχήστρωση του “Paint It Black” δεν ανταποκρινόταν ούτε στην ποιότητα των προκατόχων του, ούτε στη θεματική των στίχων του. Αφού λοιπόν το ολοκλήρωσαν, χωρίς να έχουν δημιουργήσει το επιθυμητό αποτέλεσμα, έρχεται ο Bill Wyman με μια ασυνήθιστη ιδέα να σώσει το κομμάτι. «Πρότεινα να αλλάξουμε το σετάρισμα στο Hammond. Ξάπλωσα στο πάτωμα, κάτω από το όργανο, και έπαιξα το δεύτερο riff μπάσου με τα πετάλια του».
H ιδέα του Wyman έδωσε αμέσως τον όγκο που έλειπε στο τραγούδι. Εν συνεχεία πρόσθεσε, ακούσια, κάποιες ανεπαίσθητες αναλοτιτίκες πινελιές. Παρά τις μικρές αλλαγές, ο Wyman είχε κάνει το κομμάτι να ακούγεται πολύ πιο εξωτικό συγκριτικά με ό,τι είχαν κάνει μέχρι τότε οι Rolling Stones. Οι παρεμβάσεις τού έπεισαν τον Oldham ο οποίος σχολίασε: «Είχε δώσει στο κομμάτι τον ήχο που χρειαζόμασταν. Το είχε μετατρέψει σε ένα κομμάτι που θα σημείωνε ραδιοφωνική επιτυχία».
Ακολουθώντας αυτή την περίεργη μουσική παράκαμψη, ο Brian Jones ήταν έτοιμος να προσθέσει επιπλέον χρώμα. Αλλά όχι με την κιθάρα, όπως θα περίμενε κανείς. Με ένα διαφορετικό όργανο. «Ο Brian είχε σχεδόν εγκαταλείψει την κιθάρα τότε», περιγράφει ο Keith Richards. «Αν υπήρχε άλλο όργανο τριγύρω, έπρεπε να μπορεί να βγάλει κάτι από αυτό, απλά και μόνο επειδή ήταν εκεί».
Ο Brian τότε ένιωθε «αμήχανα» ως μέλος των Rolling Stones. Η κατάσταση επιδεινωνόταν από την αναξιοπιστία του, η οποία προερχόταν από την απογοήτευσή του και τη χρήση ναρκωτικών. Ανίκανος να γράψει τα δικά του τραγούδια, άρχισε να βρίσκει τον ρόλο του βελτιώνοντας τα κομμάτια των Mick και Keith. Συγκεκριμένα, στο “Aftermath” ο Brian θα εμπλούτιζε τη μουσική παλέτα των Stones με νταούλια, μαρίμπες, κότο. Και – στην περίπτωση του “Paint It Black” – ένα σιτάρ.
Τον Δεκέμβριο του 1965, ο Brian είχε ακούσει τον George Harrison να παίζει σιτάρ στο “Norwegian Wood”. Τότε οι Beatles κυκλοφόρησαν το άλμπουμ “Rubber Soul”. Μια εβδομάδα αργότερα, κατά τη διάρκεια των πρώτων ηχογραφήσεων του “Aftermath”, o Ian Stewart είχε φέρει στον Brian ένα δικό του. Σύντομα, μια τυχαία συνάντηση με έναν βιρτουόζο του σιτάρ ονόματι Harihar Rao θα οδηγούσε τον Brian να μελετήσει υπό την καθοδήγησή του. «Τον γνώρισα σε ένα κλαμπ στη Νέα Υόρκη», διηγείται ο Brian. «Ο Χάρι μου έμαθε πώς να παίζω σιτάρ. Σπούδασε κάτω από τον Ravi Shankar για 12 χρόνια, αλλά θεωρούσε πάντα τον εαυτό του μαθητή. Ξέρεις, αυτοί οι άνθρωποι αφιερώνουν τη ζωή τους σε ένα όργανο».
Αν και ο ίδιος δεν ήταν βιρτουόζος, ο Brian είχε συνειδητοποιήσει πως ο ήχος του σιτάρ θα μπορούσε να λειτουργήσει στη μουσική των Rolling Stones. «Λατρεύω το σιτάρ γιατί σου δίνει μια νέα μουσική γκάμα αν χρησιμοποιείς ένα τέτοιο όργανο. Έχει τελείως διαφορετικές αρχές από την κιθάρα και ανοίγει νέα πεδία για ένα γκρουπ σε αρμονίες και τα πάντα». Έτσι, καθώς οι Stones άρχισαν να προσθέτουν ανατολίτικους ήχους στο “Paint It Black”, ο Brian πρόσθεσε το σιτάρ. Το όργανο αυτό κατά τον Oldham «Ήταν κάτι περισσότερο από ένα διακοσμητικό εφέ».
H «νέα βερσιόν» του “Paint It Black” ήταν κατάλληλη, όχι μόνο για το ραδιόφωνο, αλλά και για τους ζοφερούς στίχους του Jagger. Άλλωστε, όπως φανερώνει και ο τίτλος του, το κομμάτι πραγματεύεται μία πένθιμη θεματική. Ο Mick περιγραφεί μια ξαφνική απώλεια. Δεν μπορεί να αντέξει ότι η ζωή πρέπει να συνεχιστεί χωρίς την αγαπημένη του.
Το “Paint It Black” κυκλοφόρησε στις 7 Μαΐου στις ΗΠΑ και στις 13 Μαΐου στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανεβαίνοντας στην κορυφή των charts και στις δύο χώρες. Οι Rolling Stones ερμήνευσαν το τραγούδι ζωντανά στο The Ed Sullivan Show τον ίδιο Σεπτέμβριο ενώ απέκτησε και σημαίνουσα σημασία και στον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου τα αμερικανικά στρατεύματα ταυτίστηκαν με την απόγνωση του τραγουδιού.