Στις αρχές των ‘00s, οι System of a Down βρίσκονταν σε τροχιά ραγδαίας ανόδου, την ώρα που ετοίμαζαν το δεύτερο άλμπουμ τους. Το “Toxicity”, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2001, ήταν δημιούργημα μιας παρέας Αρμενοαμερικανών μουσικών που δεν ένιωθαν την ανάγκη να ενταχθούν σε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό είδος. Ο ήχος τους δεν υπάκουε σε κανόνες, ούτε οι στίχοι τους ακολουθούσαν την πεπατημένη. Σε μια περίοδο κοινωνικής ευθραυστότητας στις ΗΠΑ, το Toxicity φάνηκε να συγκρούεται με την κυρίαρχη κουλτούρα, χωρίς καν να το επιδιώκει.
Κι όμως, όσο περίεργο και αν ακούγεται σήμερα, το “Toxicity” δεν είχε φτιαχτεί με στόχο να τραβήξει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Ήταν το αποτέλεσμα μιας εμμονικής διαδικασίας μέσα στο στούντιο, έντονης έντασης μεταξύ των μελών και μιας σταθερής άρνησης να κάνουν εκπτώσεις στις ιδέες τους. «Κυνηγούσαμε κάτι, όχι το ραδιόφωνο, ούτε τις επιτυχίες, απλά έναν ήχο που να μας ανήκει», είπε αργότερα ο κιθαρίστας Daron Malakian. «Δεν μας ενδιέφερε να ανήκουμε κάπου». Αυτή η προσήλωση στο όραμά τους έδωσε στον δίσκο τη δύναμή του, αλλά και μεγάλο μέρος από το χάος που τον συνοδεύει.

Μια μέρα πριν την κυκλοφορία του “Toxicity”, οι SOAD είχαν οργανώσει μια δωρεάν συναυλία στο Hollywood, θέλοντας να το γιορτάσουν μαζί με τους οπαδούς τους. Αυτό που ξεκίνησε ως μια εκδήλωση ευχαριστίας προς την πόλη τους, κατέληξε να μετατραπεί σε σκηνικό χάους. Οι διοργανωτές περίμεναν μερικές χιλιάδες άτομα, όμως τελικά πάνω από 10.000 συγκεντρώθηκαν γύρω από τον χώρο, αναγκάζοντας τις αρχές να ακυρώσουν την εκδήλωση πριν ακουστεί η πρώτη νότα. Όταν η σκηνή άδειασε και η μπάντα δεν εμφανίστηκε, το πλήθος αντέδρασε βίαια. Εξοπλισμός καταστράφηκε, έγιναν συλλήψεις και ο τοπικός Τύπος δεν άργησε να προβάλει τις εικόνες. Ελικόπτερα κατέγραψαν τα επεισόδια και, μέχρι το βράδυ, οι System of a Down εμφανίζονταν σε όλα τα δελτία ειδήσεων.
Τα επεισόδια εκείνης της μέρας αποδείχθηκαν προάγγελος όσων θα ακολουθούσαν. Ανέδειξαν την ένταση που το “Toxicity” έμελλε να φέρει και καθόρισε τη δημόσια εικόνα της μπάντας ως κάτι ριζοσπαστικό και απειλητικό, μια ταυτότητα που θα τους συνόδευε για χρόνια.
Ο “reducer” και οι τέσσερις συγκρουόμενοι κόσμοι των SOAD
Οι System of A Down συνεργάστηκαν ξανά με τον παραγωγό Rick Rubin, ο οποίος είχε ήδη τη φήμη κάποιου που μπορούσε να αναγνωρίσει το πολύτιμο σε κάτι που δεν φαινόταν εμπορικά ελκυστικό. Ο ρόλος του στο στούντιο δεν ήταν τόσο μουσικός, όσο συναισθηματικός και διαισθητικός, ο ίδιος συχνά περιγράφει τον εαυτό του περισσότερο ως “μειωτή” (λογοπαίγνιο με τη λέξη producer, καθώς προτιμούσε να αποκαλεί τον εαυτό του “reducer”, υποδηλώνοντας ότι ο ρόλος του ήταν να φιλτράρει και να αφαιρεί, όχι να προσθέτει ή να αλλάζει τη μουσική) παρά ως παραγωγό.
Ο Rubin ενθάρρυνε τη μπάντα να αφαιρεί οτιδήποτε δεν εξυπηρετούσε τον πυρήνα ενός κομματιού και τους παρότρυνε να ξεφύγουν από τις καθιερωμένες φόρμες. Αν και σπάνια επενέβαινε στις ενορχηστρώσεις ή στους στίχους, η μινιμαλιστική του φιλοσοφία τους βοήθησε να δώσουν συνοχή στο δημιουργικό τους χάος. Έφεραν στο στούντιο πάνω από 40 (!) τραγούδια, ένας υπερβολικός αριθμός, ακόμα και για τόσο παραγωγική μπάντα. Η επιλογή των κομματιών έγινε με δημοκρατικό τρόπο, όμως η διαδικασία είχε έντονο συναισθηματικό φορτίο.
Η μπάντα υιοθέτησε ένα σύστημα ανώνυμης ψηφοφορίας για να αποφασίσει ποια τραγούδια θα μπουν στο τελικό άλμπουμ, μια τακτική που στόχευε στη μείωση των εντάσεων, αλλά συχνά τόνιζε τις διαφωνίες. Κάθε μέλος κατέθετε τις προτιμήσεις του ξεχωριστά, αφήνοντας στην άκρη προσωπικές δεσμεύσεις, κάτι που τελικά φανέρωσε πόσο διαφορετικά έβλεπαν την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει η μπάντα. Αυτή η διαδικασία διαμόρφωσε το “Toxicity”, ενώ άνοιξε και τον δρόμο για το “Steal This Album!”, το οποίο περιλάμβανε κομμάτια που είχαν αποκλειστεί αρχικά αλλά διατηρούσαν έντονη καλλιτεχνική αξία. Ο Daron Malakian, που είχε γράψει το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής, δυσκολεύτηκε να πάρει αποστάσεις. «Δεν μπορούσα καν να ψηφίσω», θυμάται. «Ήταν σαν να έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στα παιδιά μου».
Οι εντάσεις δεν περιορίζονταν μόνο στις διαφωνίες για τη λίστα των κομματιών. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά ήταν ένας καβγάς ανάμεσα στον Malakian και τον John Dolmayan, που κατέληξε σε χειροδικία. «Παλέψαμε, κυριολεκτικά πλακωθήκαμε», θυμάται ο Malakian. «Μετά, βρεθήκαμε να καθόμαστε μαζί στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου όσο μας έραβαν, και γελούσαμε. Έτσι ήταν η σχέση μας».
Το “Toxicity” πριν και μετά την 11η Σεπτεμβρίου
Παρά την ένταση, το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος που έμοιαζε να έχει γεννηθεί μέσα από πίεση, πυκνός και απρόβλεπτος. Η προσέγγισή τους να στρώνουν πολλαπλές στρώσεις κιθάρας, να ενσωματώνουν όργανα εκτός δυτικής μουσικής παράδοσης όπως το σιτάρ και το ούτι, και να πειραματίζονται με φωνητικές λήψεις (σε κάποιες περιπτώσεις, ο Serj Tankian τραγουδούσε ανάποδα ή μέσα σε μια σκηνή) μετέτρεψε το “Toxicity” σε έναν τεχνικό λαβύρινθο. Η δομή των τραγουδιών ακολουθούσε δικούς της κανόνες. Οι απότομες αλλαγές, τα εναλλασσόμενα μέτρα και οι αλλόκοτες αντιθέσεις στους στίχους ήταν βασικό συστατικό της σύνθεσης του άλμπουμ.
Το άλμπουμ τελικά κυκλοφόρησε στις 4 Σεπτεμβρίου 2001. Μέσα σε λίγες μέρες ανέβηκε στο νούμερο 1. Όμως στις 11 Σεπτεμβρίου, καθώς ο κόσμος βυθιζόταν στον τρόμο και την αβεβαιότητα, το “Toxicity” βρέθηκε ξαφνικά σε μια δύσκολη θέση. Το πιο γνωστό single του, το “Chop Suey!“, αποσύρθηκε από τα ραδιόφωνα σχεδόν αμέσως, καθώς οι στίχοι του θεωρήθηκαν υπερβολικοί για την ψυχολογία της εποχής. Η φράση «I don’t think you trust in my self-righteous suicide» δεν είχε γραφτεί με τρομοκρατικές επιθέσεις στο μυαλό, όμως η χρονική συγκυρία δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών.
Δύο μέρες μετά τις επιθέσεις, ο Tankian δημοσίευσε στο διαδίκτυο ένα δοκίμιο με τίτλο “Understanding Oil” (“Κατανοώντας το πετρέλαιο”). Το μήνυμά του ήταν διατυπωμένο με προσοχή, σχολίαζε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, χωρίς να δικαιολογεί τη βία. Ωστόσο, το κοινό, βυθισμένο στη θλίψη και την οργή, δεν το δέχτηκε θετικά. Το κείμενο κατέβηκε γρήγορα, αλλά η αντίδραση είχε ήδη πάρει διαστάσεις. «Γύρισε μπούμερανγκ», παραδέχτηκε αργότερα ο Tankian. «Προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί και ξαφνικά με αποκαλούσαν προδότη».
Η αντίδραση δεν ήρθε μόνο από τον έξω κόσμο. «Δεν μίλησε εκ μέρους όλων μας», είπε ο Dolmayan. «Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που καταλαβαίνεις ότι η ελευθερία του λόγου και η ενότητα μιας μπάντας δεν ταιριάζουν πάντα». Αυτή η στιγμή αποτέλεσε ένα εσωτερικό σημείο ρήξης, που χωρίς πολλά λόγια επηρέασε τη μελλοντική πορεία του συγκροτήματος.
Ασύλληπτη ποικιλομορφία, ανεξέλεγκτη πορεία
Το να κατατάξει κανείς τους System of a Down στο nu-metal ήταν πάντα μια πρόχειρη γενίκευση. Το “Toxicity” άφησε αυτή την ταμπέλα πίσω. Ναι, τα riffs ήταν βαριά, όμως υπήρχαν στιγμές με folk στοιχεία, ψυχεδελικά περάσματα και έντονες αρμενικές επιρροές, τονικές μετατοπίσεις και μελωδικοί τρόποι που προέρχονται από μουσικές παραδόσεις της Μέσης Ανατολής. Η πολιτισμική τους κληρονομιά καθόριζε την ταυτότητα του δίσκου, από τη χρήση ασυνήθιστων ρυθμών μέχρι παραδοσιακά όργανα όπως το ντουντούκ, το αρμενικό υπόβαθρο των System of A Down έδινε στο άλμπουμ μια πολιτισμική διάσταση σπάνια για τα δεδομένα του δυτικού metal. Ήταν ταυτόχρονα μια μουσική αναφορά στις ρίζες τους και ένα πειραματικό κράμα επιρροών.
Αυτή η ηχητική πολυμορφία εξελίχθηκε σε πλεονέκτημα. Το άλμπουμ κατάφερε να φτάσει τόσο στους οπαδούς των Korn όσο και σε εκείνους των Beatles. Έμοιαζε με τεστ Rorschach, επιθετικό και γελοίο, όμορφο και γκροτέσκο, δομημένο και ταυτόχρονα απολύτως απρόβλεπτο. Ο Rick Rubin το περιέγραψε χρόνια μετά με απλά λόγια: «Οι System δεν ανήκαν στην εποχή τους. Ήταν ο δικός τους πλανήτης».
Το “Toxicity” έγινε τελικά τριπλά πλατινένιο στις ΗΠΑ και πούλησε πάνω από 12 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Έβαλε τη μπάντα σε νέα πορεία, περιοδείες σε στάδια, σταθερή παρουσία στο MTV, εξώφυλλα σε γνωστά περιοδικά. Όμως μαζί με την επιτυχία ήρθε και η αποσταθεροποίηση. Οι δημιουργικές διαφωνίες έγιναν ολοένα και πιο δύσκολες στη διαχείριση, ενώ τα παράλληλα πρότζεκτ άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη σημασία. «Υπήρχαν πάρα πολλοί μάγειρες στην κουζίνα και ο καθένας είχε τη δική του συνταγή», είπε ο Tankian.
Το άλμπουμ που ένωσε και διέλυσε τους System of a Down
Παρόλα αυτά, η μπάντα κατάφερε να συνεχίσει για λίγο. Ωστόσο, οι συνέπειες του “Toxicity”, και ιδιαίτερα η περιοδεία “Pledge of Allegiance”, έφεραν στην επιφάνεια βαθιές ρωγμές στη συνοχή τους. Η περιοδεία, που είχε αρχικά σκοπό να προβάλει μουσική με πολιτική φόρτιση, εξελίχθηκε σε μια χύτρα πίεσης. Με το δοκίμιο του Tankian να ρίχνει ακόμη βαριά σκιά και το εθνικό κλίμα να είναι τεταμένο, το συγκρότημα βρέθηκε αντιμέτωπο με απειλές, διαμαρτυρίες και συνεχή πίεση από τα μέσα ενημέρωσης. Τα μέτρα ασφαλείας αυξήθηκαν, οι εντάσεις ανέβηκαν και η δημιουργική χημεία φάνηκε να κλονίζεται.
Η περιοδεία ανέδειξε το βάρος της επιτυχίας τους, ένα βάρος που τελικά επιβράδυνε τη δυναμική τους. Τα κομμάτια που δεν μπήκαν στο “Toxicity” πήραν νέα μορφή στο “Steal This Album!”, και ακολούθησαν τα “Mezmerize” και “Hypnotize”. Όμως η μοναδική ισορροπία ακρίβειας που χαρακτήρισε το “Toxicity” δεν επαναλήφθηκε ποτέ. Μέχρι σήμερα, παραμένει η πιο ώριμη καλλιτεχνική στιγμή της μπάντας. «Δεν το γράψαμε για τον κόσμο στον οποίο επρόκειτο να μπούμε», είπε ο Malakian, «όμως, με κάποιο τρόπο, ταίριαξε απόλυτα σε αυτόν».
Το “Toxicity” ίσως να πέτυχε ακριβώς επειδή δεν είχε φτιαχτεί με στόχο την επιτυχία. Οι στίχοι του ήταν θολοί, οι ρυθμοί του ασυνήθιστοι και ο σουρεαλισμός του συχνά προκαλούσε εντάσεις μέσα στην ίδια τη μπάντα. Ο Tankian είχε μια πιο αφηρημένη, ποιητική προσέγγιση, κάτι που πολλές φορές ερχόταν σε σύγκρουση με την προτίμηση του Malakian για άμεσες και επιθετικές εικόνες. Οι στίχοι αντανακλούσαν τις διαφορετικές κοσμοθεωρίες μέσα στο συγκρότημα, με κάποια μέλη να προτιμούν τη σάτιρα και άλλα να επιμένουν στην ευθύτητα. Αυτή η εσωτερική πίεση, όσο κουραστική κι αν ήταν, τελικά έδωσε στο άλμπουμ μία πολιτική τοποθέτηση που δίχασε. Κι όμως, αυτός ο τρόπος με τον οποίο αρνήθηκε να απλοποιηθεί είναι ακριβώς ο λόγος που εξακολουθεί να αντέχει στον χρόνο.
Ακόμα και σήμερα, τα ίδια τα μέλη της μπάντας διαφωνούν για το τι σήμαινε το “Toxicity” και ποιες ήταν οι επιπτώσεις του. «Υπήρξε μια περίοδος που, με κάποιον τρόπο, ήμασταν συντονισμένοι -παρόλο που συχνά συγκρουόμασταν», είπε ο Malakian. «Αυτό το σημείο επαφής ήταν που έφερε το “Toxicity” στη ζωή. Δεν νομίζω πως μπορεί να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο». Ο Tankian συμφωνεί, αλλά με κάποια επιφύλαξη. «Γεννήθηκε μέσα από ένα κλίμα αναστάτωσης και αυθεντικότητας. Τέτοιες στιγμές… ίσως είναι καλύτερα να μην συμβαίνουν ξανά».