* Η παράσταση “Σπιρτόκουτο: Τhe Musical” ανεβαίνει στη Στέγη Ωνάση κάθε Τετάρτη με Κυριακή, έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2022. Προπώληση: https://www.onassis.org/el/whats-on/matchbox-the-musical
Η καινούργια μόδα των μεγάλων θεατρικών παραγωγών μας είναι η μεταφορά των μεγαλύτερων cult ελληνικών ταινιών σε μιούζικαλ. Είχαμε το Φθηνά Τσιγάρα του Ρένου Χαραλαμπίδη, θα έχουμε την Στρέλλα του Πάνου Χ. Κούτρα αλλά αυτήν την στιγμή όλα τα φώτα είναι πάνω από το Σπιρτόκουτο: The Musical, που βασίζεται στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Οικονομίδη.
Σπιρτόκουτο: Τhe Musical | Μία παράσταση βασισμένη στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη
Το Σπιρτόκουτο έχει μείνει διαχρονικό γιατί εκμηδένισε την αγία ελληνική οικογένεια. Μπορεί πάντα να γελάγαμε με τα ακραία μπινελίκια και συμπεριφορές, αλλά η αλήθεια του ήταν και είναι σκληρή και κρατάει καλά ακόμα. Μέσα στους τοίχους των ελληνικών σπιτιών, στους γείτονες, τους φίλους και την οικογένεια, υπάρχει μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί. Αρκούν τα απωθημένα μιας ζωής και μια πολύ ζεστή μέρα χωρίς κλιματισμό. Η κορύφωση της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τα τελευταία χρόνια και μήνες το κάνουν ξεκάθαρο. Δυστυχώς δε βελτιωθήκαμε, επιδεινωθήκαμε και το Σπιρτόκουτο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Αυτό δήλωσε ευθέως και ο Οικονομίδης σε συνέντευξή του για την παράσταση, οπότε είναι και λογικό να επιστρέψει σε αυτό. Έχοντας την ευθύνη για το λιμπρέτο και την καλλιτεχνική επιμέλεια της παράστασης, παραδίδει τα ηνία της σκηνοθεσίας στον Γιάννη Νιάρρο, ο οποίος υπογράφει και μουσική και στίχους για τα τραγούδια, ώστε το Σπιρτόκουτο: The Musical να αναδυθεί σαν ολοκαίνουργια γροθιά στη σαπίλα μας, πατώντας πάντα στη βάση της κλασικής πλέον ταινίας. Η γροθιά της δημιουργίας όμως, δεν είναι ποτέ στεγνή γροθιά. Περιέχει την εκτόνωση, την ψυχαγωγία, την διασκέδαση και τελικά μια λύτρωση, που τίποτα δεν προσφέρει με αντίστοιχο τρόπο. Το Σπιρτόκουτο: The Musical πετυχαίνει σε όλα αυτά και δείχνει ότι ακόμα και στους πιο ζοφερούς καιρούς μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να αναλογιστούμε την κατάσταση μας, αλλά και να γελάσουμε μπροστά στα μούτρα του τέρατος.
Το μεταμοντέρνο τουρλουμπούκι της Ελληνικής μη-κουλτούρας
Ο πρωταγωνιστής μας είναι ο Δημήτρης (Γιάννης Αναστασάκης), ένας πάτερ φαμίλιας με ένα μεγάλο όνειρο αλλά και πολλά νεύρα. Θέλει να ανοίξει ένα εστιατόριο πολυτελείας στον Κορυδαλλό, το μοναδικό για την περιοχή. Ο συνεργάτης του και αδελφός της γυναίκας του, Μαρίας (Αγορίτσα Οικονόμου), ο Γιώργος (Μάριος Σαραντίδης), του κάνει νερά σχετικά με την χρηματοδότηση και του φωνάζει για να φτιάξει το κλιματιστικό αυτή την πολύ ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Η Μαρία φαίνεται να είναι κάπως πιο ψύχραιμη και να τους βάζει στη θέση τους αλλά, φυσικά, όχι για πολύ. Μαζί τραμπουκίζουν/στηρίζουν τον υπάλληλο τους, Βαγγέλη, (Απόστολος Ψυχράμης) που έχει αφήσει έγκυο την Αλβανή Λίντα. Από κοντά ο Λουκάς (Γιώργος Κατσής) και η Κική (Νάνσυ Σιδέρη), τα παιδιά του, που φαίνεται να τα απασχολούν περισσότερο οι γκομενοδουλειές τους από οτιδήποτε άλλο. Οι άλλοι χαρακτήρες έχουν μικρότερους αλλά εξίσου σημαντικούς ρόλους για τις σκηνές που εμφανίζονται. Το ίδιο και ο πανταχού παρών χορός των γειτόνων, και όλοι έχουν τον χώρο για να δώσουν τις δυνατότερες ερμηνείες.
Όλοι οι ηθοποιοί στέκονται στο ύψος μιας σύνθετης και δύσκολης παράστασης. Οι διάλογοι κρατάνε την ποιητικότητα της ταινίας, πράγμα ήδη απαιτητικό, καθώς χρειάζεται μια διαρκής ένταση για να είναι πειστική αυτή η επανάληψη. Τα τραγούδια, όμως, είναι το κέντρο της παράστασης κι εκεί φαίνεται η πραγματική δεινότητα τους. Με ένα ρεπερτόριο που περνάει από την τζαζ, στο σκυλάδικο, στο χιπ-χοπ, στην τραπ, στην οπερέτα, στο εκκλησιαστικό, στα δημοτικά και φτάνει μέχρι και τα μιούζικαλ της Disney. Κάθε εκτέλεση είναι αξιομνημόνευτη, τεχνικά αξιοζήλευτη και πάρα μα πάρα πολύ αστεία.
Με το Σπιρτόκουτο σαν ταινία γελάγαμε για λόγους πρωτοπορίας. Δεν είχαμε ξαναδεί κάτι αντίστοιχο και το τόσο ακραίο υβρεολόγιο φυσικά και θα καταλήξει αστείο. Εδώ, το υβρεολόγιο είναι πολύ πιο ευφάνταστο και η μουσική ποικιλία ενισχύει το μεταμοντέρνο τουρλουμπούκι, που αποτελεί τη μη-κουλτούρα των ελλήνων. Για να μείνει επίκαιρο το Σπιρτόκουτο: The Musical έπρεπε να φύγει από τον πανκ νατουραλισμό του σκέτου βόθρου της ψυχής και να συνοψίσει το γαϊτανάκι παράνοιας που ζούμε με όλα τα δυνατά μέσα. Αυτό γίνεται με τον καλύτερο τρόπο στο τραπ ρεσιτάλ του Κατσή στην μέση του έργου. Μια ακραιφνώς σωματική ερμηνεία στο μουσικό είδος, που προκαλεί τον ηθικό πανικό πλέον, αλλά και τη μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με το κοινό σε ένα έργο που καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης κάνει τον τέταρτο τοίχο χίλια κομμάτια.
Η σημαντικότερη νοηματοδότηση του έργου μέσω της φόρμας
Από την πρώτη απεύθυνση του Δημήτρη στο μαέστρο, όντας πάνω στο πιάνο του, οι ηθοποιοί, ο χορός και η ορχήστρα μπλέκονται οργανικά σ’ ένα παιχνίδι αλληλεπίδρασης, που σχολιάζει την ίδια την παράσταση την ώρα που συμβαίνει. Αυτό ήταν το αγαπημένο μου στοιχείο από όλο το έργο, το πως απευθύνονταν στο κοινό και ρίχνανε τη λογική των προσχημάτων της ρεαλιστικότητας στα σκουπίδια. Ο χορός να πετάει κομφετί στους ηθοποιούς, που θα χρησιμοποιηθεί στις μετέπειτα σκηνές, ο γιις να μοιράζεται τις κόκες του με την ορχήστρα, η σκηνή να περιστρέφεται με τρόπο απαραίτητο για την πλοκή και την σκηνοθεσία. Ένας ανοιχτός διάλογος μαζί μας που δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας. Αυτή η ιδιαιτερότητα στη φόρμα είναι και η σημαντικότερη νοηματοδότηση, κατά την άποψη μου, για τους καιρούς που ζούμε. Ζούμε σε μια εποχή που αλληλεπιδρούμε με κάθε γεγονός σε πραγματικό χρόνο μέσω των social media. Ο βασιλιάς είναι γυμνός, τα προσχήματα έχουν πέσει κι άμα πεις κακή κουβέντα, ο Μπογδάνος μπορεί να σε απειλήσει με μήνυση σε ιντερνετικό σχόλιο. Δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές, χορός και κοινό. Είμαστε όλοι ένα, διανύοντας τον πιο γελοίο αιώνα της ανθρωπότητας, που προέκυψε από την εκμαύλιση των λαών και τη μεγιστοποίηση του συλλογικού ψυχικού ζόφου.
Γιατί για όλα τα γέλια του Σπιρτόκουτο: The Musical, ο ζόφος είναι ακόμα εκεί. Υπάρχουν σκηνές που όλες οι μάσκες πέφτουν και βιώνουμε απλά την κτηνωδία. Αυτό που πάντα χαρακτηρίζει την Ελληνική οικογένεια. Βία, ψέμα, μυστικά που σκάνε με τη δύναμη πυρηνικής βόμβας. Σκηνές που ξαφνικά σταματάγαμε να γελάμε και το πανηγυράκι έδινε τη θέση του στον εκμηδενισμό του ανθρώπου.
Ενώ όταν βγήκα από την αίθουσα σκεφτόμουν ότι αυτές οι σκηνές είχαν λιγότερη δύναμη από την ταινία, καθώς περικλείονταν από τόνους κωμωδίας, όσο περνάνε οι μέρες σκέφτομαι το αντίθετο. Αυτή η εναλλαγή είναι η πιο σκληρή υπενθύμιση για την εποχή μας. Την εποχή που ο θάνατος είναι παντού και κανείς δε φαίνεται διατεθειμένος να κάνει κάτι γι’ αυτό, παρά να υπερτονίζουμε και να ενισχύουμε την προφανή τελική γελοιότητα των τεκταινομένων. Όλοι οι άρχοντες μας κοροϊδεύουν στη μούρη μας, με τους μισούς να χειροκροτούμε και τους άλλους μισούς να είμαστε πολύ εξαντλημένοι και φοβισμένοι για να κάνουμε οτιδήποτε. Ένα τσίρκο που κανείς δεν περίμενε να έρθει, όμως, στην πραγματικότητα ήταν πάντα εδώ και η ακρότητα των συνθηκών το ξεμπρόστιασε.
Έτσι όμως πετυχαίνει το Σπιρτόκουτο: The Musical τους συναισθηματικούς στόχους της τέχνης, που έθεσα στην εισαγωγή μου. Εκτόνωση, ψυχαγωγία, διασκέδαση, λύτρωση. Προσθέστε κι έναν μικρό μαρασμό, όταν αναλογιζόμαστε ότι το πλαίσιο μπορεί να αλλάζει πάντα, αλλά η σκοτεινή ουσία μένει ίδια και απαράλλαχτη. Αυτός είναι ο θρίαμβος του Νιάρου, του Οικονομίδη και όλων των συντελεστών της παράστασης. Σε μια εποχή που οι μεταφορές παλαιών ταινιών σε μιούζικαλ γίνεται μόδα, πήραν αυτή που μιλάει για τα απαίσια μύχια όλων μας και τίναξαν τη φόρμα της στον αέρα. Δεν έχετε δει και δεν πρόκειται να δείτε σύντομα ξανά μια παράσταση σαν το Σπιρτόκουτο: The Musical. Κλαυσίγελος, γροθιά στο στομάχι, εξέλιξη του είδους και δυστυχώς υπενθύμιση της κατάστασης μας γιατί, 20 χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας, αυτοί εξακολουθούμε να είμαστε. Οι σάπιοι που ήμασταν πάντα.