Πόσο σοβαρά μπορείς να πάρεις μία μπάντα που ονομάζεται «Οι Πόρτες»; Αν είσαι από την Ελλάδα, ίσως ένα τέτοιο να μη σου κάνει και τρομέρη αίσθηση. Μία από τις καλύτερες γηγενείς μπάντες ακούει στο “Τρύπες”. Σε καμία περίπτωση το παραπάνω δεν είναι επίχειρημα απόδειξης της σημασίας των The Doors. Εδώ που τα λέμε κιόλας, δε νομίζουμε ότι μας χρειάζονται ως συνήγορους υποστήριξης του μεγαλείου τους.
Το ομώνυμο ντεμπούτο των Doors κυκλοφόρησε στις 4 Ιανουαρίου 1967. Το κίνημα των hippies βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Μια ματιά στο εξώφυλλο του άλμπουμ και αμέσως καταλάβαινες ότι αυτοί η τετράδα βρίσκεται σε ένα εντελώς διαφορετικό mood. Όπως γλαφυρά σχολίασε ο ντράμερ τους, John Densmore: «Νομίζω ότι το έβλεπαν όλοι. Αυτοί οι Doors είναι ξεκάθαρα “ανισόρροποι”».
Οι ηχογραφήσεις του “The Doors” είχαν ολοκληρωθεί από το τέλος του καλοκαιριού, αλλά ο Eric Holzman, ιθύνων νους της Elektra Records, αποφάσισε να καθυστερήσει την κυκλοφορία του άλμπουμ μέχρι τον επόμενο Ιανουάριο για να αποφύγει τον συνωστισμό κυκλοφοριών που υπήρχε τα Χριστουγέννα.
Αν και η μπάντα δυσαρεστήθηκε από την καθυστέρηση, κατευνάστηκε από το έξυπνο σχέδιο προώθησης του Holzman. Το πρώτο άλμπουμ των Doors σχεδόν φώναζε “People, we have arrived!” και ο Holzman αυτό το είχε διακρίνει. Μέχρι τότε οι τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες χρησιμοποιούνταν για την προώθηση ταινιών, τροφίμων, τσιγάρων και πολλών άλλων προϊόντων.
Αυτό όμως έμελλε να αλλάξει όταν πάνω από το Sunset Strip τοποθετήθηκε το πρώτο «rock billboard» της ιστορίας. Η ταμπέλα περιελάμβανε μια φωτογραφία της μπάντας τραβηγμένη από τον Joel Brodsky (αργότερα ήταν υποψήγια για βραβείο Grammy) συνοδευόμενη από μία φράση “Break On Through With An Electrifying Album“.
Το εγχείρημα ήταν, σύμφωνα με τον Holzman, «μια επαγγελματική κάρτα για τον καλλιτέχνη, αλλά ήταν μια πολύ μεγάλη επαγγελματική κάρτα». Πίστευε ότι η διαφήμιση θα τραβούσε την προσοχή των DJs του Λος Άντζελες που πήγαιναν στη δουλειά τους. Έτσι γέννησε έναν εντελώς νέο τρόπο προώθησης καλλιτεχνών. Σύντομα οι διαφημιστικές πινακίδες με ροκ συγκροτήματα θα γέμιζαν το Strip και όχι μόνο.
Αξίζει να πάμε λίγο πίσω στον χρόνο, αφού το ντεμπούτο των Doors, στην πραγματικότητα, ΔΕΝ είναι η πρώτη τους δουλειά. Πριν από την ηχογράφηση του ντεμπούτου τους, οι Doors παρείχαν μουσική σε μια εκπαιδευτική ταινία της Ford Motor Company.
Στις αρχές της άνοιξης του 1966, οι Doors έσπασαν το συμβόλαιο που είχαν με την Columbia Records. Χωρίς εταιρεία και με οικονομικά προβλήματα, το συγκρότημα ανέλαβε μια άχαρη δουλειά στην Parthenon Pictures. Να παρέχουν μουσική για μια εκπαιδευτική ταινία εξυπηρέτησης πελατών της Ford, με τίτλο “Love Thy Customer”.
Οι Doors στριμώχτηκαν σε μια στενόχωρη αίθουσα προβολής στα Rampart Studios του Λος Άντζελες, όπου είδαν το 25λεπτο κλιπ σε μια μικρή οθόνη. Συνέθεσαν ένα soundtrack σε μεγάλο βαθμό επί τόπου, τζαμάροντας ζωντανά καθώς οι σκηνές περνούσαν. Στο τελικό αποτέλεσμα ακούγονται αποσπάσματα από αυτά που αργότερα έγιναν τα “I Looked at You“, “Build Me a Woman” και “The Soft Parade“. Αν και έπαιξαν μόνο ορχηστρικά μέρη, ο Morrison λέγεται ότι συνέβαλε με κρουστά και πρόσθετα ηχητικά εφέ. Να σημειώσουμε ότι για αυτήν τους τη δουλειά οι The Doors έλαβαν αμοιβή ύψους 200 δολαρίων.
Λίγο αργότερα ακολουθεί μία εμφάνισή τους στο θρυλικό “Whisky a Go Go” από το όποιο κατάφεραν να απολυθούν. Έτσι, ο Jim Morrison, ο Ray Manzarek, ο Robby Krieger και ο John Densmore κλείστηκαν για μια εβδομάδα στο Sunset Sound Recorders ηχογραφώντας τον πρώτο τους δίσκο. «Το πρώτο μας άλμπουμ είναι ουσιαστικά οι “Doors Live“», λέει ο Manzarek στο ντοκιμαντέρ Classic Albums: The Doors.
Μάλιστα, για τον Robby Krieger, ο πρώτος δίσκος των Doors ήταν ξεχωριστός για έναν ακόμα λόγο. Μέχρι τότε δεν είχε συνθέσει πότε του ένα ολόκληρο κομμάτι, αυτό όμως θα άλλαζε με το “Light My Fire“.
«Αυτό ήταν το πρώτο που έγραψα, γιατί μέχρι τότε ο Jim έγραφε τα τραγούδια», δήλωσε στο Reverb το 2016. «Σε κάποια φάση συνειδητοποιήσαμε ότι μοιάζανε αρκετά μεταξύ τους, οπότε ο Jim είπε: “Γιατί δεν γράφεις εσύ μερικά; Γιατί πρέπει να κάνω εγώ όλη τη δουλειά;”.
Εγώ ήμουν άπειρος ακόμα, οπότε τον ρώτησα για ποιο πράγμα να γράψω και μου είπε: “Γράψε για κάτι οικουμενικό. Γράψε για κάτι που θα διαρκέσει, όχι μόνο για το σήμερα“. Έτσι αποφάσισα να γράψω για τη γη, τον αέρα, τη φωτιά ή το νερό”. Επειδή το “Play With Fire” είναι ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια των Rolling Stones, κατέληξα στη φωτιά.»
Ο Krieger δούλευε το τραγούδι για αρκετές ημέρες, αποφασισμένος να δημιουργήσει κάτι περισσότερο από ένα τυπικό ροκ κομμάτι. «Μέχρι τότε οι Doors έκαναν τραγούδια τύπου τριών συγχορδιών που ήταν αρκετά απλά, όπως το “I Looked at You” ή το “End of the Night“», δήλωσε στο Clash Music. «Ήθελα να γράψω κάτι πιο περιπετειώδες. Αποφάσισα να βάλω κάθε συγχορδία που ήξερα σε αυτό το τραγούδι – και το έκανα! Υπάρχουν περίπου 14 διαφορετικές συγχορδίες εκεί μέσα».
To κομμάτι αυτό μάλιστα, οι Doors – χωρίς τον Morrison – συμφώνησαν να παραχωρήσουν άδεια χρήσης του στη Buick για μία διαφήμιση. Όταν το έμαθε ο Morrison, απείλησε να σπάει μια Buick σε κάθε συναυλία των Doors.
Η ευρωπαϊκή περιοδεία του συγκροτήματος το 1968 ολοκληρώθηκε στη Σουηδία στις 20 Σεπτεμβρίου. ο Morrison αποφάσισε να μείνει στο Λονδίνο με τη φίλη του Pamela Courson και να δουλέψει πάνω στην ποίησή του υπό την καθοδήγηση του συγγραφέα Michael McClure. Φαινόταν σπουδαίο σχέδιο, εκτός από το γεγονός ότι οι υπόλοιποι στο συγκρότημα δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτό.
Αυτό αποδείχτηκε προβληματικό όταν εκπρόσωποι της Buick επικοινώνησαν με τους Doors, προσφέροντάς τους 75.000 δολάρια για την άδεια χρήσης του “Light My Fire” για μια διαφημιστική καμπάνια με το αξέχαστο σλόγκαν “Come on Buick, light my fire!”.
«Σκέφτηκα ότι ήταν μια ενδιαφέρουσα ιδέα», είπε αργότερα ο Manzarek στους Patricia Butler και Jerry Hopkins στο βιβλίο τους “Angels Dance and Angels Die: The Tragic Romance of Pamela and Jim Morrison”. «Το αυτοκίνητο για το οποίο ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν ήταν το Opel, ένα μικρό, οικολογικά ορθό αυτοκίνητο, ένα μικρό τετρακύλινδρο, διθέσιο αυτοκίνητο, πάνω στο οποίο δούλευαν με τη γερμανική εταιρεία Opel. Δεν ήταν προφανώς μια μεγάλη Buick ή κάτι τέτοιο».
Οι Doors είχαν συμφωνήσει να μοιράζονται εξίσου τόσο τα κέρδη όσο και τις αποφάσεις, αλλά ο Morrison δεν έδινε σημεία ζωής και η Buick χρειαζόταν μια απάντηση. «Ο Jim έφυγε από την πόλη και δεν έδειξε σε κανέναν από εμάς τον σεβασμό να μας πει ότι έφευγε, πόσο καιρό θα έλειπε, πότε θα επέστρεφε σπίτι – απλά εξαφανίστηκε», είπε στους Butler και Hopkins ο road manager του συγκροτήματος, Bill Siddons.
«Ήρθε λοιπόν η Buick, μας πρόσφερε ένα σωρό χρήματα, για να κάνουμε κάτι με ένα τραγούδι που έγραψε ο Robby, και όλοι σκέφτηκαν: “Λοιπόν, θα θέλαμε πραγματικά να έχουμε την ψήφο του Jim εδώ, αλλά είναι πολλά λεφτά και είναι πραγματικά μεγάλο και θα μπορούσε να είναι σημαντικό, οπότε γάμα το, πάμε!”». Ο δικηγόρος Max Fink είχε το πληρεξούσιο του Morrison και υπέγραψε τη συμφωνία μαζί με τους άλλους τρεις Doors.
Ο Morrison ήταν φανερά εκνευρισμένος όταν έμαθε την απόφαση μετά την επιστροφή του εκείνο τον Νοέμβριο. «O Jim μας είπε ότι δεν μπορούσε να μας εμπιστευτεί πια», δήλωσε ο Densmore στο Rolling Stone το 2013. «Είχαμε συμφωνήσει ότι δεν θα χρησιμοποιούσαμε ποτέ τη μουσική μας σε καμία διαφήμιση, αλλά τα χρήματα που μας πρόσφερε η Buick ήταν δύσκολο να τα αρνηθούμε. Ο Jim μας κατηγόρησε ότι κάναμε συμφωνία με τον διάβολο και είπε ότι θα έσπαγε μια Buick με μια βαριοπούλα στη σκηνή αν τους αφήναμε να αλλάξουν τους στίχους».
Μια ανεπιβεβαίωτη ιστορία θέλει τον Morrison να πέφτει με το αυτοκίνητο του σε 16 Buicks που ήταν σταθμευμένες στη Sunset Strip, με αποτέλεσμα να καταστρέψει τη δική του Porsche. Πραγματικότητα ή όχι, ο Morrison δεν ήθελε αυτήν τη συμφωνία και απαιτούσε να ακυρωθεί το συμβόλαιο. «Δεν μπορούσαν να το πάρουν πίσω, είχαν ήδη συμφωνήσει», περιγράφει ο Siddons. Μια ραδιοφωνική, τηλεοπτική και έντυπη καμπάνια ήταν σε εξέλιξη, συμπεριλαμβανομένης μιας διαφημιστικής πινακίδας σε οπτική επαφή με τα γραφεία των Doors.
Όμως, στο τέλος, η Buick απέσυρε την ιδέα. Ισχυρίστηκαν ότι απλώς αποφάσισαν να ακολουθήσουν μια διαφορετική δημιουργική κατεύθυνση, αλλά ίσως μερικές κουβέντες με έναν εξοργισμένο Lizard King να τους απομάκρυναν από την ιδέα. Όποιος και αν ήταν ο λόγος, το περιστατικό με την Buick έβλαψε ανεπανόρθωτα το κλίμα των Doors. «Αυτό ήταν το τέλος του ονείρου», λέει ο Siddons. «Aυτό ήταν το τέλος εκείνης της εποχής της σχέσης του Jim με τα άλλα μέλη του συγκροτήματος- από τότε και μετά ήταν μόνο δουλειά. Εκείνη ήταν η μέρα που ο Jim είπε: “Δεν έχω πια φίλους- έχω συνεργάτες“».
Έχοντας έναν στίχο και ένα ρεφρέν ολοκληρωμένα, πήγε το κομμάτι στους υπόλοιπους Doors. Το τραγούδι είχε μια φολκ-ροκ χροιά σε αυτή την πρώιμη φάση, με αποτέλεσμα κάποιοι στην μπάντα να μην το πολυθέλουν. Ωστόσο ο Morrison είδε τις δυνατότητές του και προσφέρθηκε να γράψει μερικούς επιπλέον στίχους.
«Ο Jim σκέφτηκε τον στίχο “And our love become a funeral pyre”» θυμάται ο Krieger στο Classic Albums. «Είπα, “Τζιμ, γιατί γράφεις πάντα για τον θάνατο; Γιατί πρέπει πάντα να το κάνεις αυτό;” Και είπε, “Όχι φίλε, θα είναι τέλειο. Θα έχεις το κομμάτι της αγάπης και μετά θα έχεις το κομμάτι του θανάτου“. Και όπως πάντα, είχε δίκιο».
Ως πρώτο single είχε κυκλοφορήσει “Break On Through (To the Other Side)”, όταν ήρθε η ώρα για το δεύτερο single, η πιο προφανής επιλογή ήταν το “Light My Fire“. Το τραγούδι είχε ήδη ζητηθεί από τους ροκ ραδιοφωνικούς σταθμούς, αλλά η διάρκεια του τραγουδιού -περισσότερα από επτά λεπτά- το έκανε δύσκολο να παίξει στο ραdιόφωνο. Η μόνη λύση: η περικοπή του τραγουδιού σε μια πιο φιλική προς το ραδιόφωνο διάρκεια.
«Είχαμε αυτό το τεράστιο πρόβλημα με τη χρονική διάρκεια», θυμάται ο Jaz Holzman. «Κανείς δεν μπορούσε να βρει πώς να το κόψει. Τελικά είπα στον Rothchild: “Κανείς δεν μπορεί να το κόψει εκτός από εσένα”. Όταν έκοψε το σόλο, ακούστηκαν διαφωνίες. Εκτός από τον Jim. Ο Jim είπε: “Φανταστείτε ένα παιδί στη Minneapolis να ακούει ακόμα και την κομμένη έκδοση στο ραδιόφωνο, θα του γυρίσει το κεφάλι” και έτσι συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.»
Το “Light My Fire”, που τώρα είχε μειωθεί σε μόλις τρία λεπτά, κυκλοφόρησε ως single στις 24 Απριλίου 1967. Η συρρικνωμένη εκδοχή του κομματιού έγινε αμέσως επιτυχία, ανεβαίνοντας στα charts πριν τελικά φτάσει στο #1 για την εβδομάδα της 29ης Ιουλίου 1967. Με την αμερικανική νεολαία απορροφημένη στο “Summer of Love” του 1967, το “Light My Fire” κράτησε τη θέση #1 για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες. Το κομμάτι εκθρονίστηκε στις 18 Αυγούστου 1967 από το “All You Need is Love” των Beatles.
Άλλο είναι κομμάτι του δίσκου με αξιομνημόνευτη ιστορία είναι το “Break on Through (to the Other Side)”. Ένα τραγούδι που οφείλει πολλά σε ένα τραγούδι των Paul Butterfield Blues Band και στο “What’d I Say” του Ray Charles.
«Αν δεν υπήρχαν οι Butterfield να με συστήσουν στον ηλεκτρικό ήχο, μάλλον δεν θα είχα ασχοληθεί ποτέ μου με το rock & roll», παραδέχτηκε πρόσφατα ο Robby Krieger στην ιστοσελίδα του. Βλέπετε, ο κιθαρίστας των Doors πέρασε τα πρώτα του χρόνια μιμούμενος δασκάλους του φλαμένκο, όπως ο Mario Escudero, ο Carlos Montoya και ο Sabicas, προτού περάσει στα μπλουζ. Από εκεί ανακάλυψε τον ωμό ήχο των Paul Butterfield Blues Band και τις κιθάρες των Mike Bloomfield και Elvin Bishop. Η δουλειά τους θα είχε σημαντική επιρροή στο στυλ παιξίματός του, ιδιαίτερα στο κομμάτι “Break on Through (to the Other Side)”.
Μάλιστα το κομμάτι έπεσε και θύμα λογοκρισίας. Το “Break on Through (to the Other Side)” φαινόταν σαν μια προφανής επιλογή για το πρώτο single του συγκροτήματος. Αλλά ο Rothchild ανησυχούσε ότι το ρεφρέν του τραγουδιού “She get high” θα το έκανε δύσκολο να παίξει στα ραδιόφωνα.
«Ξέρετε, δεν πρόκειται να μπορέσουμε να το παίξουμε, οπότε πραγματικά πρέπει να το κόψουμε», θυμάται ο Densmore να τους λέει Rothchild και καταλήγει: «Συμφωνήσαμε απρόθυμα». Τελικά ο στίχος έγινε “She get!” ακολουθούμενο από ένα ουρλιαχτό του Morrison. Αν και στιχουργικά χωρίς νόημα, το απότομο πέρασμα έγινε ένα γνωστό κομμάτι του τραγουδιού. Ευτυχώς για όλους μας ο Botnick αποκατέστησε το χαμένο “high” ως μέρος του remaster των Doors το 1999.
Το κομμάτι είναι του Jim Morrison, όμως, στην ενορχήστρωση υπέστη μία σημαντική αλλαγή. Ένα σημείο του θύμισε στον Krieger το “Shake Your Money-Maker”, ένα από τα αγαπημένα του κομμάτια των Paul Butterfield. «Έτσι σκεφτήκαμε να αλλάξουμε τον ρύθμο και να του δώσουμε περισσότερο groove» θυμάται ο κιθαρίστας. Ενώ ο Manzarek παραδέχεται πως εμπνεύστηκε τη γραμμή του μπάσου (για να την παίξει στα πλήκτρα) από το “What‘d I Say” του Ray Charles. Μάλιστα παραδέχεται ότι «θα κλέβαμε από οποιονδήποτε!».
Μιας και αναφερθήκαμε στο μπάσο, ας ρίξουμε λίγο φως σε αυτό μυστήριο. Τελικά οι Doors είχαν μπασίστα ή όχι; Είτε θετικά απαντήσουμε, είτε αρνητικά σε αυτήν την ερώτηση, και οι δύο απαντήσεις μπορούν να εκληφθούν ως σωστές. Αντί για μπασίστα, οι Doors βασίστηκαν στο αριστερό χέρι του Ray Manzarek για να κρατήσει τις χαμηλές συχνότητες με ένα Fender Rhodes Piano Bass keyboard.
Ο ρόλος αυτός του έπεσε αρχικά από ανάγκη «Κάναμε οντισιόν σε αρκετούς μπασίστες», θυμάται ο Ray. «Κάναμε οντισιόν σε έναν μπασίστα και ακουγόμασταν σαν τους Rolling Stones. Μετά κάναμε οντισιόν σε έναν άλλο μπασίστα και ακουγόμασταν σαν τους Animals». Οι Doors ένιωθαν ότι η προσθήκη ενός μπασίστα θα τους έκανε μία ακόμα μπάντα σαν τις άλλες. Και όπως έγραψε ο Densmore στα απομνημονεύματά του, Riders on the Storm: «Ήμασταν αποφασισμένοι να κάνουμε σχεδόν τα πάντα για να ακουστούμε διαφορετικοί».
Ωστόσο, ο παραγωγός τους, ο Rothchild ένιωθε ότι οι ηχογραφήσεις χρειάζονταν μια ισχυρότερη δόση μπάσου. Σίγουρα ισχυρότερη από αυτήν που μπορούσε να προσφέρει το Rhodes του Manzarek. Προσέλαβε λοιπόν τον Larry Knechtel, από την ομάδα session παικτών του L.A., Wrecking Crew, για να πυκνώσει τον ήχο. Ο Knechtel είχε ήδη εμφανιστεί σε κυκλοφορίες των Beach Boys, του Elvis Presley και των Byrds μέχρι τη στιγμή που τον έκλεισαν για να κάνει overdub τις μπασογραμμές σε έξι από τα 11 κομμάτια του δίσκου, συμπεριλαμβανομένου του “Light My Fire” και του “Soul Kitchen”.
Η δουλειά του Knechtel στους Doors έμεινε τότε χωρίς αναγνώριση και πέρασαν χρόνια μέχρι να γίνει γνωστή η έκταση της συνεισφοράς του. Κάποιοι επέκριναν το συγκρότημα επειδή φαινομενικά εξαφάνισαν τον παίκτη από την ιστορία των Doors, αλλά ο Densmore διευκρίνισε την απόφαση σε μια ανάρτηση στο Facebook το 2015. «Ο Larry Knechtel δεν αναφέρθηκε επειδή αντέγραψε ακριβώς τις γραμμές του μπάσου του Ray στο αριστερό χέρι. Δεν ηχογράφησε μαζί μας στα κομμάτια, έκανε overdub αργότερα.»
Είπαμε λοιπόν, ότι ήταν στις 4 Ιανουαρίου του 1967, όταν οι Doors κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους, προκαλώντας φρενίτιδα στην rock κοινότητα. Το σχήμα είχε ετοιμάσει το LP σε χρόνο ρεκόρ, σύμφωνα με τον τραγουδιστή Jim Morrison.
«Ξεκινήσαμε σχεδόν αμέσως και για μερικά από τα κομμάτια χρειαστήκαμε μόνο μερικές ώρες για να τα ολοκληρώσουμε. Οπότε, μετά περάσαμε το χρόνο μας για να σιγουρευτούμε ότι δε θα μπορούσαμε να τα κάνουμε καλύτερα.» εξήγησε ο τραγουδιστής στο Rolling Stone το 1969. «Είναι επίσης αλήθεια ότι στο πρώτο άλμπουμ κανείς δεν θέλει να ξοδέψει πολλά χρήματα. Ούτε το γκρουπ, γιατί τα γκρουπ πληρώνουν για την παραγωγή ενός άλμπουμ. Αυτό είναι μέρος της προκαταβολής έναντι των πνευματικών δικαιωμάτων. Δεν παίρνεις δικαιώματα μέχρι να πληρώσεις το κόστος του άλμπουμ. Έτσι, το συγκρότημα και η δισκογραφική εταιρεία δεν παίρνουν το ρίσκο του κόστους. Οπότε για οικονομικούς λόγους και απλώς επειδή ήμασταν έτοιμοι, πήγε πολύ γρήγορα».
Το ιστορικό ντεμπούτο των Doors είναι κάτι πολύ περισσότερο από τα δύο θρυλικά singles. Περιέχει επίσης μερικά από τα βαθύτερα και πιο σεβαστά κομμάτια του άλμπουμ του συγκροτήματος, κανένα περισσότερο από το σχεδόν 12λεπτο κλείσιμο του σετ, “The End“.
«Κάθε φορά που ακούω το “The End“, σημαίνει κάτι άλλο για μένα», δήλωσε ο Jim Morrison στο Rolling Stone το 1969. «Ξεκίνησε ως ένα απλό τραγούδι αποχαιρετισμού… Πιθανώς σε ένα κορίτσι, αλλά βλέπω πώς θα μπορούσε να είναι ένα αντίο σε ένα είδος παιδικής ηλικίας. Πραγματικά δεν ξέρω. Νομίζω ότι είναι αρκετά πολύπλοκο και οικουμενικό στις εικόνες του, ώστε θα μπορούσε να είναι σχεδόν οτιδήποτε θέλεις να είναι».
Το “The End” ήταν το showstopper των Doors, ένα εκτεταμένο tour de force που θόλωνε τα όρια μεταξύ μουσικής και θεάτρου. Το κομμάτι ήταν ιδιαίτερα εξαντλητικό για τον Morrison, ο οποίος εκφώνησε ένα μακροσκελές ποίημα στη μέση του τραγουδιού εμπνευσμένο από την ελληνική τραγωδία Οιδίπους Τύραννος. Η ζωντανή ερμηνεία του “The End” ήταν αρκετά μεγάλη πρόκληση, αλλά η συγκέντρωση της ενέργειας σε ένα αποστειρωμένο στούντιο ηχογράφησης απαιτούσε σημαντική προσπάθεια από το συγκρότημα, τον παραγωγό Paul Rothchild και τον μηχανικό Bruce Botnick.
«Τα φώτα είχαν χαμηλώσει και τα κεριά έκαιγαν ακριβώς δίπλα στον Jim, του οποίου η πλάτη ήταν στο δωμάτιο ελέγχου», περιγράφει ο Rothchild στο βιβλίο του Stephen Davis “Jim Morrison: Morrison: Life, Death, Legend”. «Ο μόνος άλλος φωτισμός προερχόταν από τα φώτα των μετρητών VU. Το στούντιο ήταν πολύ σκοτεινό». Για να ρυθμίσει περαιτέρω τη διάθεση, ο Morrison πήρε μια καρτέλα LSD.
«Κατέστρεψε το στούντιο αφού κάναμε το “The End”», είπε ο Krieger στον συγγραφέα Mick Houghton. «Ο Jim είχε πάρει πολύ LSD και όταν τελειώσαμε την ηχογράφηση, δεν ήθελε να πάει σπίτι. Οι υπόλοιποι φύγαμε, αλλά εκείνος επέστρεψε κρυφά στο στούντιο και τσαντίστηκε που δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω, οπότε ψέκασε το μέρος με έναν πυροσβεστήρα».
Ο Botnick αναλύει το επεισόδιο στο βιβλίο του Mick Wall “Love Becomes a Funeral Pyre”. «Ο Jim είχε πάει απέναντι σε μια καθολική εκκλησία και είχε μια επιφοίτηση εκεί. Επέστρεψε στο στούντιο και η εξωτερική πύλη ήταν κλειδωμένη. Την σκαρφάλωσε, μπήκε μέσα, αλλά δεν μπορούσε να μπει στην αίθουσα ελέγχου καθώς η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Αλλά το στούντιο ήταν ανοιχτό και τα κόκκινα φώτα ήταν αναμμένα». Τα φώτα εργασίας σε κόκκινο χρώμα φαίνεται ότι καταγράφηκαν ως φωτιά στον υπό επήρεια Μόρισον. «Νόμιζε ότι είχε πάρει φωτιά, οπότε άρπαξε έναν πυροσβεστήρα και έριξε τα τασάκια που ήταν γεμάτα άμμο και προσπάθησε να τη σβήσει».
Ο Manzarek θυμάται την ιστορία ελαφρώς διαφορετικά. Στα απομνημονεύματά του, “Light My Fire”, ισχυρίζεται ότι ο Morrison άρχισε να παραληρεί για μια φωτιά ενώ τον πήγαινε σπίτι η φίλη του, Pamela Courson. Ήταν τόσο επίμονος που η Courson επέστρεψε απρόθυμα στο στούντιο και ο Morrison πήδηξε αμέσως πάνω από τον φράχτη. «Πήρε τον πυροσβεστήρα και κατέστρεψε όλο το μέρος», είπε ο Manzarek στον Houghton. «Όχι στο δωμάτιο ελέγχου, δόξα τω Θεώ, μόνο στην περιοχή όπου βρισκόταν η μπάντα … απλά έριξε νερό σε όλο το μέρος, φίλε, για να το δροσίσει». Μεγάλο μέρος του εξοπλισμού του συγκροτήματος καταστράφηκε, συμπεριλαμβανομένου ενός τσέμπαλου σε κανονικό μέγεθος.
Την επόμενη μέρα, ανάμεσα στα χαλάσματα, βρέθηκε μια μοναδική μπότα, που ανήκε στον Morrison. «Οι άνθρωποι του στούντιο είχαν φρικάρει εντελώς», λέει ο Manzarek. «Ο Paul μάς είπε, “Ε, μην ανησυχείτε, μην ανησυχείτε, η Elektra θα το πληρώσει. Δεν υπάρχει λόγος να καλέσουμε την αστυνομία”. Ήξερε ποιος το είχε κάνει, όλοι ξέραμε.» Ο μόνος που δήλωσε άγνοια ήταν, όπως ήταν αναμενόμενο, ο ίδιος ο Morrison. «Εγώ το έκανα αυτό; Έλα τώρα, αλήθεια;», τον θυμάται ο Densmore να λέει την επόμενη μέρα.
Ο επικεφαλής της Elektra Jac Holzman έκοψε αμέσως μια πολύ μεγάλη επιταγή στον ιδιοκτήτη του στούντιο Tutti Camarata. «Έτρεξα και είπα: “Συμφωνώ, είναι εκτός ελέγχου. Θα πληρώσω για τις ζημιές”», είπε στο Mojo. Το περιστατικό εξομαλύνθηκε, αλλά ο Krieger αισθάνθηκε ότι η στιγμή σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στην ψυχοσύνθεση του Morrison. «Νομίζω ότι ο Jim ένιωσε ότι αφού τη γλίτωσε με αυτό, μπορούσε να τη γλιτώσει από τα πάντα».
Ακόμα και για το 1967, όμως, κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για το τελευταίο κομμάτι, το “The End”. Με διάρκεια πάνω από 11 λεπτά στην έκδοση στο στούντιο, ο Morrison ξεκινά τους στίχους ως ένα ψευδο-τραγούδι χωρισμού πριν ξεκινήσει τη φωνητική του εκδοχή ενός jam session. Ξεκινώντας με την απαγγελία διαφορετικών ποιητικών έργων, ο Morrison γίνεται πιο ζωηρός όσο προχωράει το τραγούδι, πριν αναπαραστήσει σκηνές από αρχεία τραγωδία στους τελευταίους στίχους.
Το περιβόητο απόσπασμα “Father, I want to kill you“, ήταν εμπνευσμένο από τον Οιδίποδα, αλλά το θέμα είχε προσωπική απήχηση για τον Morrison. Η πολύπλοκη σχέση του με τους αυταρχικούς γονείς του ενέτεινε την εσωτερική αναταραχή που χαρακτήρισε την ενήλικη ζωή του.
Στις σπάνιες περιπτώσεις που ο Morrison μίλησε για την παιδική του ηλικία, την περιέγραψε ως «μια ανοιχτή πληγή». Ο πατέρας του, George Stephen Morrison, ήταν ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός του ναυτικού. Ήταν αυτός που έδωσε στον Jim το μεσαίο όνομα “Ντάγκλας” από τον στρατηγό Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, με την ελπίδα ότι ο γιος του θα ακολουθούσε τα βήματά του.
Η οικογένεια μετακόμιζε συχνά και ο πατέρας του Morrison απουσίαζε συχνά σε αποστολές. Όταν επέστρεφε στο σπίτι, είχε λίγη υπομονή για τη νεανική ανυπακοή. Αν και ο μικρότερος αδελφός του Jim, ο Άντι, λέει στον συγγραφέα Τζέρι Χόπκινς ότι ο ίδιος, ο Τζιμ και η αδελφή τους Αν, σπάνια δέχονταν σωματική βία. Λέει ότι υποβάλλονταν συστηματικά σε μία είδους στρατιωτική τιμωρία που ήταν γνωστή ως “dressing down”.
Τελικά ο πατέρας Morrison προήχθη σε υποναύαρχο και το 1941 έγινε μάρτυρας του βομβαρδισμού του Περλ Χάρμπορ. Δύο δεκαετίες αργότερα, πάνω στο αεροπλανοφόρο USS Bon Homme Richard, διοικούσε τις αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του επεισοδίου στον Κόλπο του Τόνκιν, μιας στρατιωτικής σύγκρουσης που οδήγησε σε δραματική κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ.
Αφού έμαθε για την επιθυμία του γιου του να γίνει τραγουδιστής, έγραψε μια επιστολή με την οποία τον προέτρεπε «Να εγκαταλείψει κάθε ιδέα για τραγούδι ή οποιαδήποτε σχέση με μουσικό συγκρότημα, εξαιτίας αυτού που θεωρώ πλήρη έλλειψη ταλέντου προς αυτή την κατεύθυνση». Ο Jim Morrison διέκοψε ουσιαστικά κάθε επαφή με τον πατέρα του στη συνέχεια και δεν ξαναείδαν ποτέ ο ένας τον άλλον. Χρόνια αργότερα, ο ο ναύαρχος Morrison παραδέχτηκε ότι «Η απροθυμία του να επικοινωνήσει ξανά μαζί μου είναι για μένα αρκετά κατανοητή».
Όταν η Elektra πλησίασε τους Doors για να γράψουν βιογραφικά για τον Τύπο για το ντεμπούτο άλμπουμ τους, ο Jim βρήκε την ευκαιρία να εκφραστεί. Όταν του ζητήθηκε να κατονομάσει τους γονείς και τα αδέλφια του, έγραψε απλώς: “Αποβιώσαντες“. Για ένα διάστημα, ακόμη και οι στενοί του φίλοι πίστευαν ότι ήταν ορφανός.
Η απομάκρυνση του Morrison από την οικογένειά του ήταν απόλυτη. Δεν είχαν καν συνειδητοποιήσει ότι ήταν σε συγκρότημα. Ο αδελφός του Andy το έμαθε μόνο όταν ένας συμμαθητής του του έδειξε το εξώφυλλο του άλμπουμ των Doors και του επισήμανε την ομοιότητά του με τον τραγουδιστή. «Ένας φίλος μου έφερε το άλμπουμ», είπε στον Hopkins. «Άκουγα το “Light My Fire” για μήνες και δεν το ήξερα. Έτσι το ανακαλύψαμε. Είχαμε να δούμε τον Jim ή να ακούσουμε νέα του εδώ και δύο χρόνια. Έπαιξα το άλμπουμ στους γονείς μου την ημέρα που το πήρα, την επόμενη μέρα που ο φίλος μου μου το είπε. Ο μπαμπάς ξέρει από μουσική. Παίζει πιάνο και κλαρινέτο. Στον μπαμπά αρέσει η δυνατή μελωδία. Μισεί τις ηλεκτρικές κιθάρες. Του αρέσουν οι παλιές μπαλάντες. Δεν του αρέσει η ροκ. Άκουσε το άλμπουμ και μετά δεν είπε τίποτα. Τίποτα.»
Η μητέρα του Morrison, Clara, έκανε προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί του μέσω της Elektra Records, αλλά ο νεοφώτιστος rock star την κρατούσε σε απόσταση. Της απαγόρευσε να τον επισκεφθεί στα παρασκήνια κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας στην Ουάσινγκτον, αλλά της έδωσε μια θέση στην πρώτη σειρά. Οι παρευρισκόμενοι δήλωσαν αργότερα ότι το οιδιπόδειο τμήμα στο “The End” είχε μια πολύ δυνατή γροθιά εκείνη τη νύχτα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των ταξιδιών του συγκροτήματος, ο Morrison κατάφερε να κρατήσει επαφή με τον Andy, ο οποίος ήταν μόλις 19 ετών το 1967. «Του είπα ότι η μαμά ένιωθε πολύ άσχημα όταν αρνήθηκε να τη δει. Μου είπε ότι αν τηλεφωνούσε μια φορά, θα περίμεναν τηλεφωνήματα κάθε μήνα περίπου. Είπε: “Είτε μιλάς συνέχεια μαζί τους, είτε καθόλου – δεν υπάρχει ενδιάμεσο σημείο.“. Ο Jim επέλεξε το καθόλου.»
Ο ναύαρχος Morrison αρνήθηκε να μιλήσει δημόσια για τον γιο του μέχρι το τέλος της ζωής του. «Τον αναπολούμε με μεγάλη χαρά», δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του Tom DiCillo “When You‘re Strange“, που γυρίστηκε λίγο πριν από τον θάνατό του το 2008. «Είχα την αίσθηση ότι αισθανόταν ότι θα ήταν καλύτερα να μη συνδεθούμε με την καριέρα του. Ήξερε ότι δεν πίστευα ότι η ροκ μουσική ήταν ο καλύτερος στόχος γι’ αυτόν. Ίσως προσπαθούσε να μας προστατεύσει».
Ωστόσο, ο Densmore δε φαίνεται να συμφωνεί μαζί του και έδωσε τη δική του εκδοχή στα απομνημονεύματά του. «Προσωπικά, πιστεύω ότι ισχύει το αντίθετο, ότι ο Jim το έκανε για να διακηρύξει την ανεξαρτησία του και να κόψει τον ομφάλιο λώρο μια για πάντα».
Κάτι επίσης που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι τα δύο πρώτα τραγούδια που ηχογράφησαν μπήκαν στο συρτάρι. Βέβαια, εκδοχές τους εμφανίστηκαν σε μελλοντικά άλμπουμ των Doors. Το “Moonlight Drive” είναι η πεμπτουσία του τραγουδιού των Doors: μπλουζ, νυχτερινό και γεμάτο καταδικασμένο ρομαντισμό. Αυτός ο μαγευτικός συνδυασμός έδωσε τη σπίθα που οδήγησε στη δημιουργία του συγκροτήματος τον Ιούλιο του 1965, όταν ο Morrison και ο Manzarek, πρώην συμφοιτητές στη σχολή κινηματογράφου του UCLA, συναντήθηκαν τυχαία στην παραλία της Venice Beach.
Οι φίλοι είχαν να δουν ο ένας τον άλλον από τότε που αποφοίτησαν εκείνη την άνοιξη και ήταν μια ευπρόσδεκτη επανένωση. «Τον ρώτησα τι έκανε όλο το διάστημα που είχα να τον δώ και μου είπε: “Λοιπόν, ζούσα στην ταράτσα του Dennis Jacobs, κατανάλωνα λίγο LSD και έγραφα τραγούδια”. Τελικά τον έπεισα να μου τραγούδησει ένα από αυτά», αναπολεί ο Manzarek.
«Κάθισε στην παραλία, έβαλε τα χέρια του στην άμμο και δημιούργησε μικρά ρυάκια. Έκλεισε κάπως τα μάτια του και άρχισε να τραγουδάει με μια φωνή σαν του Τσετ Μπέικερ, σαν στοιχειωμένος ψίθυρος. Άρχισε να τραγουδάει το “Moonlight Drive“, και όταν άκουσα την πρώτη στροφή, “Let‘s swim to the moon, let‘s climb through the tide, penetrate the evening that the city sleeps to hide” – σκέφτηκα ότι πρέπει να ξεκινήσουμε μια ροκ μπάντα.»
Το δεύτερο τραγούδι ήταν το “Indian Summer“. «Δεν ήταν ότι θεωρούσαμε ότι δεν ήταν αρκετά καλά για το πρώτο άλμπουμ, αλλά έπρεπε να επιλέξουμε», λέει ο Krieger. «Πολλά καλά κομμάτια δεν τα κατάφεραν». Μια επαναηχογραφημένη έκδοση θα συμπεριληφθεί στο “Morrison Hotel” του 1970.
Όσο παράξενο κι αν φαινόταν το άλμπουμ εκείνη την εποχή, το ντεμπούτο των Doors είναι ένας απόλυτος θρίαμβος της ψυχεδελικής εποχής. Η γενιά των χίπις πήρε μια ιδέα για το πώς θα έμοιαζε η σκοτεινή πλευρά της ζωής με αυτό το άλμπουμ. Το “The Doors” βρεθηκε για 122 εβδομάδες στο Billboard, φτάνοντας στο #2 για την εβδομάδα της 16ης Σεπτεμβρίου 1967. Το άλμπουμ που απέκλεισε τον Morrison και την παρέα του από την κορυφή; Οι Beatles με το “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band”.