* Η παράσταση “Τόσκα” ανεβαίνει στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού για τέσσερις παραστάσεις. Προπώληση: https://www.nationalopera.gr/arxeio/arxeio-parastaseon-pe/kalitexniki-periodos-2021-2022/item/3602-toska
Μια από τις πλέον δημοφιλέστερες όπερες όλων των εποχών, η Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι, επέστρεψε για τέσσερις παραστάσεις στο Ηρώδειο, ολοκληρώνοντας έτσι την καλλιτεχνική περίοδο 2021/22 της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Μετά από αυτό το μεγάλο αναγκαστικό διάλειμμα λόγω της πανδημίας και με τους ανθρώπους της τέχνης να πλήττονται όσο ελάχιστοι, φέτος είναι η χρονιά που όλα δείχνουν να επανέρχονται στο κανονικό.
Τόσκα | Η φημισμένη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι
Αδράξαμε την ευκαιρία και κλείσαμε εισιτήρια. Η μέρα έφτασε και το Ωδείο Ηρώδου Αττικού, όπως ήταν αναμενόμενο, γέμισε από θεατές που ανυπομονούσαν να δουν ό,τι και εγώ. Μία διαχρονική όπερα, η οποία παραμένει αναλλοίωτη σε αξίες και νοήματα 122 χρόνια μετά. Οι υψίφωνες Κριστίνε Οπολάις και η Λιάνα Χαρουτουνιάν, μοιράζονται το ρόλο της Τόσκα, οι τενόροι Ραμόν Βάργκας και Τζόρτζιο Μπερούτζι το ρόλο του Καβαραντόσι και οι Έλληνες βαρύτονοι, Δημήτρης Πλατανιάς και Τάσης Χριστογιαννόπουλος, το ρόλο του Σκάρπια. Ο γάλλος αρχιμουσικός, Φιλίπ Ωγκέν, διευθύνει την παραγωγή, ενώ τα σκηνικά, την σκηνοθεσία και τα κουστούμια υπογράφει ο Ούγκο ντε Άνα. Σε αυτό το σημείο να πω ότι δυστυχώς δεν καταφέραμε να δούμε την Κριστίνε Οπολάις και τον Ραμόν Βάργκας στους αντίστοιχους ρόλους, καθώς η παράσταση του Σαββάτου, στην οποία πρωταγωνιστούσαν, ακυρώθηκε για λόγους υγείας της πρωταγωνίστριας.
Η υπόθεσή της, λίγο πολύ, είναι γνώριμη. Η γνωστή τραγουδίστρια της όπερας, Φλόρια Τόσκα, έχει εραστή το ζωγράφο και επαναστάτη, Μάριο Καβαραντόσι, τον οποίο ζηλεύει παθολογικά. Ο βαρόνος Σκάρπια, ένας άνδρας με απόλυτη εξουσία, ο οποίος ποθεί την Τόσκα, υφαίνει σιγά σιγά και μεθοδικά τον ιστό του για να καταφέρει να την κάνει δική του. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται αυτήν την καλοστημένη παγίδα και το τίμημα θα είναι βαρύ για όλους.
Η παράσταση Τόσκα είναι εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού, βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλίκα και αποτελείται από τρεις πράξεις. Ανέβηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη στις 14 Ιανουαρίου 1900, στο Θέατρο Κοστάντζι, με μεγάλη επιτυχία. Στην Ελλάδα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 27 Αυγούστου 1942. Τότε, τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η 19χρονη Μαρία Καλογεροπούλου, γνωστή στο ευρύ κοινό ως Μαρία Κάλλας, η οποία, αν και στην πρώτη της μεγάλη επαγγελματική εμφάνιση, αποθεώθηκε από το κοινό.
Όποιος θέλει να εισαχθεί σε αυτό το είδος θεάτρου και να το συμπεριλάβει στην ζωή του, θα πρέπει να ξεκινήσει με την Τόσκα.
Εκείνο το βράδυ παρακολουθήσαμε επί σκηνής την εκπληκτική Λιάνα Χαρουτουνιάν ως Τόσκα, τον Τζόρτζιο Μπερρούτζι ως Καβαραντόσι και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο στο ρόλο του Σκάρπια. Και οι τρεις ήταν εξαιρετικοί σε καθηλωτικό βαθμό. Υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από την σκηνή. Όσο για τα λόγια, τα οποία τραγουδούν, αυτά ήταν εύληπτα σε όλη τη διάρκεια του έργου, επειδή το Ηρώδειο έχει φροντίσει να υποτιτλίσει και να έχει σε ευδιάκριτα σημεία όσα λένε οι πρωταγωνιστές.
Επίσης, ένα άλλο θετικό της παράστασης είναι τα σκηνικά του Ούγκο ντε Άνα, τα οποία βοηθούν ακόμα πιο πολύ τον θεατή να ζήσει την κάθε στιγμή του έργου. Σαν να συμμετέχει και ο ίδιος στα πάθη των πρωταγωνιστών. Ο τεράστιος σταυρός με τον εσταυρωμένο που παίζει καθοριστικό ρόλο σε όλες τις πράξεις, ένα εργαστήρι ζωγραφικής, μια ιερή τράπεζα, ένα μεγάλο τραπέζι στρωμένο για δείπνο, τα οποία πλαισιώνονται κατάλληλα από θεαματικές προβολές μνημείων της Ρώμης, θρησκευτικών συμβόλων και βίντεο, συνεχίζουν την πλοκή του έργου εκτός σκηνής. Έτσι, ο θεατής νιώθει ότι παρακολουθεί κινηματογράφο και θέατρο ταυτόχρονα σ’ ένα εκπληκτικό πάντρεμα των δύο τεχνών από τον διακεκριμένο σκηνοθέτη.
Τέλος, ο Φιλίπ Ωγκέν συμβάλλει και εκείνος με τη σειρά του, σε συνεργασία με την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην άρτια και αρμονική απόδοση της μουσικής και στις τρεις πράξεις.
Όποιος θέλει να εισαχθεί σε αυτό το είδος θεάτρου και να το συμπεριλάβει στην ζωή του, θα πρέπει να ξεκινήσει με την Τόσκα. Επιβάλλεται να ξεκινήσει με την Τόσκα. Και δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει ασυγκίνητος. Την επόμενη φορά που θα ακούσετε ότι ανεβαίνει Τόσκα στην Αθήνα, μην το σκεφτείτε και πολύ. Τολμήστε το. Και μην το “φοβηθείτε”, όποιες κι αν είναι οι μουσικές σας προτιμήσεις. Θυμηθείτε πως και η όπερα έχει μια μοναδική αξία. Και όσες φορές έχει συνδυαστεί και με μουσικά είδη έξω από αυτή, μας έχει χαρίσει μοναδικές στιγμές. Αξίζει, λοιπόν, να βιωθεί και αυτή η εμπειρία.