Ανάμεσα στους κινηματογραφικούς θριάμβους του Martin Scorsese, όπως το Taxi Driver, το Raging Bull, το Goodfellas ή το The Irishman, υπάρχει μια ταινία που σπάνια αναφέρεται στις «μεγάλες στιγμές» του σκηνοθέτη. Tο Cape Fear του 1991, remake της κλασικής ταινίας του 1962, πέρα από ένα καλοφτιαγμένο θρίλερ, είναι και ένα τολμηρό σχόλιο. Ένα σχόλιο πάνω στη φύση της τιμωρίας, της ενοχής και του τρόμου. Ένα έργο που αναμετράται με τα όρια της ηθικής και της αισθητικής, ένα φιλμ που δεν πρέπει να υποτιμάται – ούτε ως film Scorsese, ούτε ως σινεμά.
O Scorsese έδωσε έναν εντελώς διαφορετικό τόνο στην ταινία από την αρχική της εκδοχή.
Και να φανταστείτε ότι όλα ξεκίνησαν με μία…”τράμπα”. Το Cape Fear δεν ήταν εξαρχής ένα πάθος του Scorsese. Το project προοριζόταν αρχικά για τον Steven Spielberg, ο οποίος θεωρεί ότι το σενάριο είναι υπερβολικά σκοτεινό για το δικό του ύφος. Τότε πρότεινει τον Scorsese και οι δύο ανταλλάζουν project: ο Scorsese αφήνει το Schindler’s List στον Spielberg (μια ταινία που ο ίδιος ένιωθε ότι δεν μπορούσε να υπηρετήσει συναισθηματικά) και ανέλαβε το Cape Fear, δίνοντας του έναν εντελώς διαφορετικό τόνο από την αρχική εκδοχή του 1962.
Το Cape Fear του J. Lee Thompson ήταν ένα λιτό, ασπρόμαυρο ψυχολογικό θρίλερ, βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του John D. MacDonald. Ο Max Cady, πρώην κατάδικος, καταδιώκει τον δικηγόρο που τον έστειλε φυλακή, παρενοχλώντας την οικογένειά του. Η προσέγγιση της δεκαετίας του ’60 ήταν ψύχραιμη, σχεδόν δικαστική. Εδώ τα πράγματα αλλάζουν. Γιατί ο βραβευμένος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια οπτική γλώσσα σχεδόν horror. Οι αναφορές στον Hitchcock είναι άμεσες, καθώς μάλιστα επαναχρησιμοποιεί το μουσικό θέμα του Bernard Herrmann από την πρώτη ταινία. Το remake γίνεται ένας οπτικός εφιάλτης.

Η ερμηνεία του Robert De Niro στον ρόλο του Max Cady είναι μία από τις πιο απειλητικές, και ίσως πιο παρεξηγημένες, της καριέρας του. O De Niro, αφοσιώθηκε πλήρως στον ρόλο. Πλήρωσε από την τσέπη του 5.000 δολάρια για να καταστρέψει την οδοντοστοιχία του, προκειμένου να αποκτήσει την αρρωστημένη οδοντική εμφάνιση του Cady. Αργότερα, ξόδεψε άλλα 20.000 για να την επαναφέρει. Έκανε επίσης εντατική προπόνηση, απέκτησε τατουάζ (τα περισσότερα προσωρινά), και μιλούσε με έντονη southern προφορά ακόμα και εκτός γυρισμάτων.
Ο Robert De Niro είναι η προσωποποίηση της εκδίκησης στην ταινία.
Ο Cady είναι ένας εκδικητικός εγκληματίας. Είναι μορφωμένος, νομικά καταρτισμένος, σχεδόν ασταμάτητος. Μοιάζει περισσότερο με μεταφυσικό τιμωρό παρά με άνθρωπο. Δεν είσαι ο τυπικός σου villain. Είναι η ίδια η εκδίκηση προσωποποιημένη, η εκδίκηση που υπάρχει σε μια κοιωνία που έχει χάσει την ηθική της πυξίδα. Το πιο ανησυχητικό στοιχείο του Cape Fear είναι ότι ο Cady δεν παραβιάζει τον νόμο. Τουλάχιστον όχι στην αρχή. Χρησιμοποιεί το ίδιο το σύστημα που τον καταδίκασε, για να τρομοκρατήσει όσους θεωρεί υπεύθυνους.
Πράττει βάσει των δικαιωμάτων του. Και αυτό κάνει την παρουσία του ακόμη πιο τρομακτική. Είναι μια υπενθύμιση ότι τα συστήματα δικαιοσύνης είναι ευάλωτα. Ο Scorsese παρουσιάζει έναν κόσμο όπου η ηθική αποδομείται. Ο Sam Bowden (Nick Nolte), ο δικηγόρος της υπόθεσης, είναι ένα πρόσωπο που φαίνεται ενάρετο, αλλά στην πορεία αποκαλύπτεται ότι έχει αποκρύψει κρίσιμες πληροφορίες για να διασφαλίσει την καταδίκη του Cady. Ένα μικρό ηθικό στραβοπάτημα που θα φέρει καταστροφή.
Η Leigh Bowden (Jessica Lange) και η κόρη της, Danielle (Juliette Lewis) είναι γυναίκες εγκλωβισμένες σε μια οικογένεια που ήδη διαλύεται εκ των έσω. Η Leigh δείχνει αποξενωμένη από τον σύζυγό της, ενώ η Danielle παγιδεύεται σε μια εφηβική αναζήτηση συναισθηματικής κατανόησης – την οποία ο Cady εκμεταλλεύεται με απόλυτη μαεστρία. Η περιβόητη σκηνή μεταξύ Juliette Lewis και De Niro στο σχολικό θέατρο, όπου εκείνος την αποπλανεί όχι με βία αλλά με λόγια, παραμένει μια από τις πιο άβολες και συναρπαστικές στιγμές στο σινεμά των ‘90s.
Όλα ξεκίνησαν από μία…”τράμπα” μετάξυ Spielberg & Scorsese.
Το Cape Fear αποτέλεσε μια σπάνια ευκαιρία για τον Scorsese να πειραματιστεί με τις συμβάσεις του horror μέσα από ένα mainstream στούντιο. Αν και δεν είναι ταινία τρόμου με την αυστηρή έννοια, η χρήση οπτικής υπερβολής, η διαστρέβλωση της πραγματικότητας και το υπόγειο παιχνίδι με το κοινό, καθιστούν την ταινία σχεδόν σουρεαλιστική. Ο Scorsese εισάγει σύμβολα όπως η φωτιά, το νερό, η πτώση και η ανάσταση για να χτίσει ένα σχεδόν βιβλικό επίπεδο συμβολισμού. Ο Cady πέφτει μέσα στα νερά του Cape Fear, τραγουδώντας ύμνους. Καταβροχθίζεται, αλλά δεν νικιέται.
Το Cape Fear ήταν εμπορική επιτυχία. Κέρδισε πάνω από 180 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, και προτάθηκε για Όσκαρ, Χρυσές Σφαίρες, BAFTA. Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρείται ποτέ «μεγάλο» Scorsese film. Ίσως γιατί δεν εντάσσεται στο προσωπικό του ύφος – δεν είναι αυτοβιογραφικό, δεν αφορά τη μαφία, δεν διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη. Όμως ίσως αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον του: είναι ο Scorsese που αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα. Μπορεί να πάρει ένα εμπορικό thriller και να το μετατρέψει σε φιλοσοφικό εφιάλτη.
To Cape Fear μετατρέπεται από τον Scorsese σε φιλοσοφικό κινηματογραφικό εφιάλτη.
Το Cape Fear είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του τι σημαίνει να κατασκευάζεις τρόμο με καθαρά κινηματογραφικά μέσα. Είναι επίσης ένα φιλμ που τολμά να αμφισβητήσει την ηθική του «καλού» και να υπογραμμίσει ότι η πιο τρομακτική απειλή δεν είναι ο εγκληματίας, αλλά το γεγονός ότι μπορεί να δικαιούται την εκδίκησή του. Όπως λέει και ο ίδιος ο Max Cady: “You’re gonna learn about loss.” Ίσως και εμείς να μάθουμε, χάνοντας από τα μάτια μας ταινίες που άξιζαν περισσότερη προσοχή.