Έχοντας δηλώσει γοητευμένη, τρανή υποστηρίκτρια, πωρωμένη, όπως θέλετε πείτε το, της ακραίας μελωδικής σκηνής, μου ήταν αδύνατον να αρνηθώ μια κριτική σαν και αυτή. Η ενασχόλησή μου με τους Thulcandra και το Hail The Abyss ήταν άλλη μία ευκαιρία για ανακάλυψη καλλιτεχνών και μουσικής που κυμαίνονται σε γνώριμα και αγαπημένα μονοπάτια.
Τόσο γνώριμα που αντικρύζοντας το εξώφυλλο του Hail The Abyss, το μυαλό μου συνειρμικά πήγε στα album των Dissection. Mε κριτήριο την αισθητική τουλάχιστον. Άλλωστε, φήμες λένε ότι, αν στο εξώφυλλο melodic death/black metal album που δημοσιεύεται δεν υπάρχει ο Χάρος πάνω σε ένα άλογο να χαροπαλεύει – no pun intended – σε χιονοθύελλα, τότε ο δίσκος πιάνει φωτιά στην πρώτη νότα που ακούγεται. Ήρεμη λοιπόν που το εξώφυλλο του Hail The Abyss ακολουθεί πιστά το μοτίβο.Ετοιμάζομαι να εξερευνήσω τη σκοτεινή ιστορία που έχουν να μας που οι Thulcandra.
Σημείο έναρξης του Hail The Abyss, αποτελεί το τραγούδι In the Eye of Heaven. Με blastbeats, συγχορδίες που ξεχειλίζουν μελαγχολία, φωνητικά, συνοδευόμενα από χορωδίες. Θυμίζει δυνατό άνεμο σε πυκνά δάση. Oι Thulcandra γίνονται αρκετά ξεκάθαροι σχετικά με το ύφος του Hail The Abyss. Βεβαίως, σαν melodic black/death metal κομμάτι εμπεριέχει και τα acoustic μέρη του. Αυτά τα μέρη τείνω να τα χαρακτηρίζω ως ηλιαχτίδες φωτός στην καταχνιά των black συνθέσεων.
Και μιας και έγινε λόγος για τις black metal συνθέσεις. Oι Thulcandra επιλέγουν να εισάγουν τον ακροατή στο δεύτερο κομμάτι του δίσκου με εκρηκτικό τρόπο. Το ομώνυμο κομμάτι του Hail The Abyss, θα το χαρακτήριζα ως σκωτσέζικο ντουζ καθώς οι Thulcandra συμπεριλαμβάνουν αρκετές εναλλαγές στις μουσικές τους συνθέσεις. Βέβαια, το κάνουν με έναν τόσο ισορροπημένο και αρμονικό τρόπο, ο οποίος προσωπικά μου δημιούργησε ένα αίσθημα λύτρωσης.
Ήδη από την αρχή του Hail The Abyss, οι Thulcandra δηλώνουν μέσω των μουσικών τους εκρήξεων πως επανήλθαν για να μείνουν
Το At Night θα το χαρακτήριζα ως εσωτερική αναζωογόνηση των ατόμων που ακούνε το Hail The Abyss. Κάτι σαν διάλειμμα για ανάκτηση ψυχικών και σωματικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια μιας μάχης. Ωστόσο, ως λάτρης των μινόρε αρπισμάτων, το εκτίμησα ιδιαιτέρως. Μετά τη δόση ελαφρότητας, οι Thulcandra μεριμνούν ώστε να μας εντάξουν πάλι στο περιπετειώδες και γεμάτο ανατροπές ταξίδι του δίσκου με το κομμάτι Velvet Damnation.
Η ακροβασία των Thulcandra ανάμεσα στις μινόρε και ματζόρε συγχορδίες με εμβόλιμα breakdowns στο διάλογο των κιθαρών με τα drums, μου έφερε στο μυαλό τους Dimmu Borgir. Το τραγούδι με τον μεγαλοπρεπή τίτλο, On the Wings of Cosmic Fire, προετοιμάζει τον ακροατή για τη θεατρικότητα που εμπνέει ο τίτλος. Και, όπως είναι αναμενόμενο, οι Thulcandra τηρούν την υπόσχεσή τους. Τα extra dramatic riffs, η στιβαρή μπασογραμμή και τα εύστοχα γεμίσματα των drums είναι ορισμένες μόνο αποδείξεις.
Φυσικά είναι ανέφικτο σε έναν melodic death/black metal δίσκο να μην υπάρχει έστω ένα κομμάτι με ψιθύρους. Οι Thulcandra επέλεξαν ως κομμάτι που αποτελεί με έναν φαινομενικά ελαφρύ και αέρινο τρόπο, εισιτήριο για κάποιον ακόμα πιο σκοτεινό κόσμο από αυτόν που ζούμε – αν αυτός υπάρχει. Το Acheronian Cult ακούγεται στα αυτιά μου σαν ένα εξάλεπτο breakdown που προσκαλεί για ανηλεές headbanging.
Βρισκόμαστε ένα κομμάτι μετά τη μέση του Hail The Abyss και νιώθω το χάος να με διαπερνά, οπότε μάλλον οι Thulcandra πέτυχαν το στόχο τους
Οι εναλλαγές των Thulcandra από αρπίσματα σε βαριά riffs, τα δίμποτα τα οποία προσδίδουν το βάρος που χρειάζεται το κομμάτι και η ψυχή που βάζει ο Steffen Kummerer στα φωνητικά είναι μέσες άκρες οι λόγοι που επιλέγω να ακούω ακραίο μελωδικό metal. Και φυσικά, αφού οι Thulcandra έδωσαν το εισιτήριο για το έρεβος, καλούν ανοιχτά και να μπει κανείς σε αυτό με το κομμάτι As I Walk Through The Gateway. Σε αυτό το κομμάτι το στοιχείο που αγγίζει περισσότερο είναι οι στίχοι και η ομοιότητά τους με την δυστοπική και ολοένα και πιο κοντά στον πάτο ελληνική πραγματικότητα. Felt dramatic, might leave this dystopia behind later.
Με αναμφισβήτητα black metal εισαγωγή, το κομμάτι Blood of Slaves, αποτελεί ένα βήμα κοντύτερα στο τέλος του δίσκου. Θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μία «λογομαχία» ανάμεσα στις κιθάρες και τα drums. Η οποία περιέργως ακούγεται τόσο αρμονική στο ηχητικό αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, τα riffs φωνάζουν “ΠΑΙΞΕ THRASH” με όλη τους τη δύναμη. Ενώ τα drums κατατάσσονται στο team “MONO BLACK”. Τα φωνητικά είναι εκείνα που έκδηλα διατηρούν τις ισορροπίες στο κομμάτι χωρίς όμως να καλύπτουν το χώρο του κάθε οργάνου.
Οι Thulcandra, προκειμένου να αποκατασταθεί η γαλήνη, συνεχίζουν με άλλο ένα instrumental κομμάτι, το In Darkness We Descend. Θα μπορούσε να είναι άνετα μέρος σε κάποια ισπανική μπαλάντα. Και κάπου εδώ να σημειώσω σύντομα ότι η ευελιξία και η δυνατότητα μιας μελωδίας να υφίσταται και να ταιριάζει δυνητικά σε πολλά είδη μουσικής, είναι κάτι το οποίο εκτιμώ αφάνταστα. Άλλωστε τα όρια και τα στερεότυπα υπάρχουν για να τα καταρρίπτουμε. Κάτι το οποίο (και) στον χώρο της μουσικής έχει αποδειχθεί και αποδεικνύεται πολλές φορές.
Ο συνδυασμός του γλυκού ήχου της κιθάρας, του «βρώμικου» ήχου του μπάσου, των δυναμικών drums και των vocals που αποπνέουν εξαθλίωση νομίζω πως είναι ο πιο ομαλός τρόπος για να κλείσουν οι Thulcandra το Hail The Abyss
Τα αρπίσματα βγαλμένα από κάποιο παραμύθι στο οποίο κυριαρχεί η αγανάκτηση του ανεκπλήρωτου, διατηρούνται και στην εισαγωγή του The Final Closure. Δειλά δειλά ξεπροβάλει κάπου στο βάθος το μπάσο, οι κιθάρες με τις μινόρε κλίμακες στρώνουν το μονοπάτι της θλίψης και τα drums με τις, ανά διαστήματα, μικρές εκρήξεις τους αντιπροσωπεύουν την οργή. Το The Final Closure είναι το κομμάτι του Hail The Abyss που με έκανε να ανατριχιάσω και να χάσω την αίσθηση του χρόνου. Λογικά δεν το άκουσα δέκα φορές, όχι.
Περνώντας στο κομμάτι The Second Fall, το οποίο αναπαράγεται αυτούσιο από live εμφάνιση των Thulcandra για τα 18 χρόνια ύπαρξης, το ηθικό μου αναπτερώνεται. Αρχίζω να πιστεύω πως έστω και στο τέλος θα καταφέρω να ευχαριστηθώ λίγο «μπάσο ήχο». Αν κάποιο συγκεντρωθεί, θα ακούσει και θα νιώσει τις «βρώμικες» μπασογραμμές του Carsten Schorn. Είναι από τα λίγα κομμάτια του Hail The Abyss στο οποίο οι Thulcandra άφησαν χώρο στο μπάσο να αναδειχθεί και να δηλώσει το παρόν.
Ως τίτλο τέλους, οι Thulcandra τοποθετούν το κομμάτι Deliverance in Sin and Death. Το κομμάτι διαπερνά μια γλυκιά νοσταλγία καθώς η δομή και οι συνθέσεις του μου θυμίζουν έντονα και σε αρκετά σημεία -βλ. «καμπάνες» στα drums – τους Agalloch, συγκρότημα θεμέλιο για τα μουσικά μου γούστα. Ο συνδυασμός του γλυκού ήχου της κιθάρας, του «βρώμικου» ήχου του μπάσου, των δυναμικών drums και των vocals που αποπνέουν εξαθλίωση νομίζω πως είναι ο πιο ομαλός τρόπος για να κλείσει το συγκρότημα το παρόν album.
Ο τρόπος με τον οποίο οι Thulcandra ολοκληρώνουν το Hail The Abyss δημιουργεί γόνιμο έδαφος για μια εξίσου δυναμική μουσική συνέχεια
Μην έχοντας ακούσει Thulcandra στο παρελθόν, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι οι μελωδίες τους με παρακίνησαν να κάνω περεταίρω έρευνα στο μουσικό τους υλικό. Το Hail The Abyss είναι ένας δίσκος στον οποίο μπορούμε να βρούμε διαμαντάκια με το προσωπικό τους μεράκι και χαρακτήρα. Αλλά και κομμάτια για τα οποία έχει ήδη στρωθεί ο δρόμος από τις μπάντες – πυλώνες του είδους. Άλλωστε, τι να περιμένει κανένα από μπάντα η οποία πήρε το όνομά της από demo των Darkthrone; Τίποτα λιγότερο από μελωδίες που αποτελούν ωδή στον θάνατο αλλά με την εκρηκτικότητά τους μας επαναφέρουν στη ζωή.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Thulcandra
Album: Hail The Abyss
Label: Napalm Records
Release Date: 19/05/2023
Genre: Melodic Black Metal, Melodic Death Metal
1. In the Eye of Heaven
2. Hail the Abyss
3. At Night
4. Velvet Damnation
5. On the Wings of Cosmic Fire
6. Acheronian Cult
7. As I Walk Through the Gateway
8. Blood of Slaves
9. In Darkness We Descend
10. The Final Closure
11. The Second Fall (live)
12. Deliverance in Sin and Death (live)
Producer(s): Dan Swanö, Thulcandra
Thulcandra: Steffen Kummerer (Φωνή, Κιθάρα), Erebor (Τύμπανα), Carsten Schorn (Μπάσο), M. Delastik (Κιθάρα)
Thulcandra
Το Hail The Abyss είναι ένας δίσκος στον οποίο μπορούμε να βρούμε διαμαντάκια με το προσωπικό τους μεράκι και χαρακτήρα. Αλλά και κομμάτια για τα οποία έχει ήδη στρωθεί ο δρόμος από τις μπάντες – πυλώνες του είδους.