Αν μια μπάντα μπορεί να πει πως έχει εξερευνήσει το σκοτάδι σε σχεδόν όλες τους τις εκφάνσεις τότε αυτό είναι οι Paradise Lost. Η μουσική τους σταδιοδρομία από την αρχή της καριέρας τους μέχρι σήμερα τους έχει δει να αλλάζουν ήχους, lineups, αισθητικές και χρώματα, όμως τίποτα δεν τους αλλοτριώνει το βασικότερο στοιχείο όλων: την προσωπικότητά τους.
Αν κάτι επίσης είναι μαγικό και αξιοπερίεργο είναι το πως οι Lost καταφέρνουν να μένουν ουσιαστικά η ίδια βασική τετράδα από τότε που ο πάνκης Greg Mackintosh γνωρίστηκε με τον Nick Holmes με αφορμή μια μπλούζα Celtic Frost που ο πρώτος φορούσε. Σύντομα στην εξίσωση προστέθηκαν ο δεύτερος κιθαρίστας Aaron Aedy και ο μπασίστας Steve Edmondson με τον Matthew Archer να κάθεται πίσω από τα τύμπανα μέχρι το 1994.
Έχοντας ποικίλα ακούσματα και διαφορετικές καταβολές ο καθένας από νωρίς αποφασίζουν ότι θα προσπαθήσουν να παίξουν κάτι λασπώδες και ζοφερό που θα ακούγεται κάπου μεταξύ του doom και του death metal. Τρία demo αργότερα η Peaceville τους ανοίγει την πόρτα της και αναλαμβάνει να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο που, όπως θα φανεί στη συνέχεια, θα παίξει κομβικό ρόλο για τους ίδιους στην επανασύστασή τους.
Το “Lost Paradise” καθόλου δε θυμίζει την μπάντα που γέμιζε τα venues χρόνια αργότερα. Αποτελεί ένα δημιούργημα αποπνικτικής ατμόσφαιρας που εν μέρει δίνει τον όρο «ψόφος» επάξια στο μείγμα τους. Στοιχειωμένο, θορυβώδες, με τους ρυθμούς στα τάρταρα, με τον Holmes να βρυχάται και τον Mackintosh να εξερευνά δειλά τις lead μελωδίες του. Μια ακρόαση του “Our Saviour” και του “Rotting Misery” φανερώνει ότι καθόλου δεν έχει παλιώσει η ούγια του.

Πέρα όμως από το metal οι Paradise Lost γούσταραν κι αρκετό goth και post punk. και όταν ήρθε η ώρα να συνθέσουν το διάδοχο του ντεμπούτου τους σκέφτηκαν πως θα ήταν καλή ιδέα να ενσωματώσουν ψήγματα αυτών των ακουσμάτων στη φόρμουλά τους. Και αν το ντεμπούτο αποτελεί μια χουλιγκανική σέντρα, το “Gothic” είναι ο στυλάτος παίκτης που μαζεύει τη μπάλα σα να την έχει μαγέψει.
Αν το σκοτάδι προηγουμένως ακουγόταν σα μια ταινία του Lucio Fulci, εδώ μοιάζει σαν μια παραγωγή της Hammer. Βρετανικό, γοτθικό, απελπισμένο, γκροτέσκο και με έναν διάχυτο ρομαντισμό στα κάδρα του. Ο Mackintosh γράφει ανθεμικά leads, σκόρπια γυναικεία φωνητικά απαλύνουν κάπως το ζόφο, τα keyboards ενισχύουν την ατμόσφαιρα. Ο πρώτος τους ύμνος, το “Eternal” βρίσκεται εδώ. Όπως και το πιο γενναίο tribute σε άλλη μπάντα: το “Vagabonds” των New Model Army μετατρέπεται στο ΆΨΟΓΟ “The Painless“. Και από εδώ ξεκινάει μια ανηφόρα.
Εφόσον τα μελωδικά leads λειτούργησαν τόσο καλά, δεν υπάρχει λόγος να μην επεκταθούν. Και γιατί ο Holmes να μην «ανοίξει» λίγο τα φωνητικά του; Όχι πολύ, να εξακολουθήσουν να μαστιγώνουν. Αλλά αντί για βρυχηθμός να ακούγονται σαν μια γρέζα κραυγή απόγνωσης. Γιατί, όμως, να μην μπουν και κάποιες ακουστικές μελωδίες στις συνθέσεις; Και εν τέλει το “Shades of God” θα αποτελέσει το σημείο τομής στη μέχρι τότε ιστορία τους. Γιατί ναι μεν ακούγεται ογκώδες και απελπισμένο, αλλά ταυτόχρονα δείχνει ότι ο πειραματισμός θα είναι σημαντικό στοιχείο τους στο μέλλον. Και παραδόξως αυτός ο δίσκος τους «χαρίζει» τα πρώτα τους βίντεοκλιπ και χιτ, “Pity The Sadness” και “As I Die“. Το οποίο “As I Die” σαν κάποιο βρετανικό αστείο δεν περιλαμβάνεται στο βινύλιο. Δεν πειράζει. Το “Crying For Eternity” σκίζει σάρκες και υπάρχει σε όλες τις εκδόσεις.
Τα πάντα έδειχναν πως οι Paradise Lost θα είναι το επόμενο μεγάλο συγκρότημα του βρετανικού ήχου. Όχι σε επίπεδο «αρένας» αλλά κλειστών venues που θα γίνεται το αδιαχώρητο. Το “Icon” στέκεται ως σφραγίδα επικύρωσης αυτής της πρόβλεψης. Όσες αλλαγές υπάρχουν εδώ ακούγονται ως μια φυσική εξέλιξη. Δε μαλακώνουν, απλά καταλαβαίνουν καλύτερα τη χολή που κυλάει μέσα τους. Ο Mackintosh πλέκει θρηνωδίες, ο Holmes τραγουδάει καθαρά, οι ψυχές μας ματώνουν. Από τις πρώτες νότες του “Embers Fire” μέχρι το σβήσιμο του “Christendom“, το μόνο που μένει είναι στάχτες. Του παρελθόντος, των συναισθημάτων, του εαυτού. Καθόλου τυχαία αυτός είναι ένας από τους δίσκους που έχουν επιλέξει να παίξουν ζωντανά στην ολότητά του σε σχετικά πρόσφατες περιοδείες. Το “Colossal Rains“, το “Dying Freedom“, το “True Belief” δε γίνεται να σβήσουν έτσι.

Ο Archer αποχωρεί από τα ντραμς δίνοντας τη θέση του στον Lee Morris. Οι Paradise Lost έχουν μπει στα charts. Δείχνουν ασταμάτητοι. Ο διάδοχος του “Icon” είναι θέμα χρόνου. Θα έρθει το 1995. Και ο διάδοχος θα είναι ένας από τους πιο καταθλιπτικούς δίσκους που έχουν ακουστεί μέχρι τότε, ντυμένος σε πορφυρό και γαλάζιο. “Draconian Times“, έτερη κορυφή.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, στα αυλάκια του δίσκου κρύβονται όλοι οι λόγοι που αρκετοί μεταλλάδες άρχισαν να ακούνε goth εκείνη την εποχή και το μουσικό πεδίο σταδιακά θα αλλάζει. Τα πλήκτρα του “Enchantment“, το κούνημα του “The Last Time“, το ψυχικό πάτημα του “Forever Failure“. Αυτό το ρημάδι το «you want to live a lifetime each and every day» του “Hallowed Land“. Δίσκος βίωμα, αφήνει ουλή που σποραδικά στα χρόνια ματώνει.
Και από εδώ ξεκινάει ο καυγάς με τη μουσική σκηνή που τους εδραίωσε. Γιατί σε έναν πλανήτη που οι μουσικοί του metal στερεώματος περνούν κρίση ταυτότητας, οι Lost θα γλίτωναν; Όχι, αλλά το θέμα είναι τι και πως θέλουν να κάνουν. Και επειδή θέλουν να ξεφύγουν από την πεπατημένη, θα αναρωτηθούν: τα ηλεκτρονικά στοιχεία χωρούν στο θέατρο μιζέριας τους; Αν ρωτάμε τους αριθμούς ναι, καθώς το “One Second” είναι το κορυφαίο σε πωλήσεις album τους. Όσο και να ξινίζει κόσμος στην ιδέα ότι «φλώρεψαν» σε αυτό και στα επόμενα τρία τους, άλλο τόσο χοροπηδάνε μόλις ακούγεται το ομώνυμο και το “Say Just Words“. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Είναι και το φουλ Depeche Mode-ικό “Mercy“, το παγωμένο “The Sufferer” και το πικρό “Disappear” ανάμεσα σε άλλα. Δίσκος που αξίζει πολύ μεγαλύτερη αγάπη από όση ήδη έχει.
Αγάπη επίσης αξίζουν και οι δύο διάδοχοί του που σκόπιμα (και λόγω οικονομίας χώρου) διαδέχονται το “One Second”, “Host” και “Believe In Nothing“. Αυτοί οι δύο δίσκοι τους βρίσκουν να αρνούνται πεισματικά να επιστρέψουν στις ρίζες τους αν δεν νιώσουν πως δεν έχουν τελειώσει με αυτά που θέλουν να πουν εν προκειμένω. Η ηλεκτρονική μουσική κρύβει πολλές παγίδες αλλά και πολλά ηχοτοπία προς εξερεύνηση. Και αν ξέρεις πως και που να ψάξεις, αν έχεις ευρύνοια και γούστο, μπορείς να βγάλεις έπη. Έπη που υπάρχουν σε αμφότερους τους δίσκους και ουσιαστικά μαθαίνουν σε όποιον είναι πρόθυμος να ακούσει νέες οδούς έκφρασης.

Το μόνο ίσως που μπορώ να κατανοήσω είναι η εμπάθειά των ίδιων προς το “Believe In Nothing” καθώς ο δημιουργικός έλεγχος δεν ήταν δικός τους και τα κομμάτια δεν έλαβαν ποτέ τη φροντίδα που οι ίδιοι ήθελαν να του δώσουν. Και γι’ αυτό το 2018 το ξανακυκλοφόρησαν σε μια δική τους και απόλυτα χορταστική μίξη. Καθόλου τυχαία, προσφάτως ο Mackintosh με τον Holmes έφτιαξαν το project των Host που συνεχίζουν να ηχογραφούν μουσική σε αυτή τη κατεύθυνση. και ό, τι και να λέμε, κομμάτια όπως το “Behind The Grey“, το “Year of Summer“, το “Mouth” και το “Control” δε γράφονται εύκολα.
Όταν τελικά αποφάσισαν πως ήρθε ο καιρός να επιστρέψουν στις προηγούμενες φόρμες τους, το έκαναν με ένα δίσκο ο οποίος τους ξαναέγραψε στα τεφτέρια πολλών, αν όχι όλων. Το “Symbol of Life” μπορεί να μην εγκαταλείπει τα synths, τα παντρεύει όμως ευφάνταστα με τις heavy ιδιοτροπίες τους. Και μπορεί το κυρίως hook του κοινού να είναι το μινιμαλιστικό χιτ “Erased” αλλά και ο υπόλοιπος δίσκος δεν πάει πίσω. Ανάμεσα σε υπέροχα κομμάτια όπως το “Isolate“, το “Pray Nightfall” και το “Perfect Mask” κρύβεται και ένα από τα πιο σπαραξικάρδιά τους. Το “No Celebration” όσο και να έχει κοινωνική χροιά, υπό την κατάλληλη ανάγνωση μπορεί να μαυρίσει και τις πιο χαρούμενες στιγμές.
Η αποχώρηση του Lee Morris από την μπάντα βρίσκει ως αντικαταστάτη τον Jeff Singer και οι Paradise Lost είναι έτοιμοι να ανοίξουν ένα νέο κεφάλαιο. Αυτό που για πολλούς σηματοδοτεί την οριστική επιστροφή στις παρελθοντικές φόρμες αλλά με μια μοντέρνα οπτική. Το ομώνυμο album του 2005 ξαναφέρνει τη γκριζάδα σε ακόμα πιο metal μονοπάτια. Πιασάρικο, μελωδικό αλλά γεμάτο αστική μελαγχολία αποτελεί ιδανικό φθινοπωρινό άκουσμα. Από τη μια κομμάτια όπως το “Forever After“, το “Don’t Belong” και το “Sun Fading” κι από την άλλη μια μικρή δόση ηλεκτρονικής μελαγχολίας με κομμάτια όπως το “Redshift“. Και εν μέσω αυτών, γη καταρρακτώδης βροχή του “Grey“. Μπορεί να ξεπεραστεί μια τέτοια επιστροφή στις ρίζες; Ναι. Κάντε υπομονή δύο χρόνια.
Γιατί το 2007 θα βουτήξουν πολύ βαθιά στη μαυρίλα. Τόσο βαθιά που θα θυμίσουν τις παρελθοντικές εποχές τους με τον πλέον ιδανικό και πεσιμιστικό τρόπο. Το “In Requiem” είναι ο αγαπημένος μου δίσκος των Paradise Lost. Γιατί συμπυκνώνει την εποχή που βγήκε και ανατρέχει στα πλέον σημαντικά ηχητικά κεφάλαια της μπάντας. Και από την αρχή μέχρι το τέλος δεν έχει περιττή στιγμή. “Never For The Damned“, “Ash And Debris“, “The Enemy“, “Praise Lamented Shade“, “Prelude to Descend“, το επιλογικό βούρκωμα του “Your Own Reality“. Δεν υπάρχουν λόγια που μπορούν με ειλικρίνεια να περιγράψουν το συναισθηματικό βάθος. Και στην εξίσωση και μια πραγματικά σπουδαία συναυλία με support τους Type O Negative στο Ελληνικό ως στέμμα του θρόνου του.

Από την άλλη, χρόνια μετά το “Faith Divides Us-Death Unites Us” ακούγεται ως το πιο εμφανώς άνισό τους. Τα κομμάτια του σίγουρα δεν είναι τα χειρότερα που έχουν βγάλει, ούτε ακριβώς μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανέμπνευστα. Δίσκος που έχει το ομώνυμο κομμάτι, το “I Remain“, το “First Light” και το “As Horizons End” κακός δεν είναι. Απλά δεν αφήνει την ίδια ανάγκη του άμεσου replay και της αποστήθισης κάθε δευτερολέπτου που υπήρχε μέχρι τότε.
Όσοι όμως εξακολουθούσαν να μην πείθονται και εξακολουθούσαν να θεωρούν τους Lost «τρέντηδες» δεν άργησαν να βρουν το δάσκαλό τους. Γιατί το “Tragic Idol” μοιάζει να συνεχίζει αμέσως μετά το “Icon” ηχητικά. Μιλάμε για το πιο αμιγώς goth metal δίσκο από εκείνη την εποχή. Οι ατμόσφαιρες του παγωμένες, η θλίψη του συντριπτική, ο πόνος του αληθινός. Δεν υπάρχουν πειραματισμοί εδώ, μόνο η οικειότητα της Ταφόπλακας. Από το “Solitary One” και το “Fear of Impending Hell“, από το “Honesty In Death” μέχρι το ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ “To The Darkness” οι shadowkings προχωρούν σε πλήρη επίδειξη ισχύος.
Και φτάνουμε στη σύγχρονη εποχή. Την εποχή που έρχονται με μοντέρνο τρόπο να εξετάσουν το παρελθόν τους. Τις ρίζες τους ως μια μπάντα του extreme ήχου που βουτάει στη λάσπη και τη σκόνη του τάφου. Την εποχή της επανανακάλυψης του death metal. Σε τρεις δίσκους όπως το “Plague Within“, το “Medusa” και το “Obsidian” τα growls και τα χαμηλά κουρδίσματα του παρελθόντος κυριαρχούν. Κομμάτια όπως το “No Hope In Sight“, το “Ghosts“, το “Forsaken” μπορούν να ικανοποιήσουν κάθε λάτρη του ατμοσφαιρικού death metal. Μόνο ψήγματα θυμίζουν τι συνέβη στο ενδιάμεσο.
Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής. Είμαι οκ με τους πειραματισμούς και τους επαναπροσδιορισμούς των καλλιτεχνών. Αντίστοιχα στα μάτια μου προφανώς και μπορούν να παίξουν ό,τι θέλουν οι Paradise Lost. Και ίσως μια τέτοια κίνηση να είναι καλύτερη για τους ίδιους από συνθετική άποψη, καλύτερα ένα μεστό death metal παρά ένα επαναλαμβανόμενο goth που αντιγράφει τον εαυτό του. Και ως πιο «ξεροκέφαλο» ιδίωμα μια χαρά μπορεί να τους εκτονώνει. Όμως εμένα, ως ακροατή και ως φαν δε με καλύπτει. Γιατί δεν ψάχνω πλέον στους Lost αυτά που αγάπησα στους πρώτους τρεις δίσκους αλλά στους μετέπειτα. Έχω άλλες μπάντες να μου καλύπτουν αυτό το κενό. Αλλά στο τέλος της ημέρας καμία σημασία δεν έχει.
Εν ολίγοις, οι Paradise Lost έχουν αφήσει μια πλούσια παρακαταθήκη στη διεθνή μουσική. Και αύριο να αποσυρθούν ή να σταματήσουν να δισκογραφούν, ήδη έχουν σπουδαία και πληθωρική κληρονομιά. Αλλά όσο συνεχίζουν, τα πάντα είναι στη θέση τους. Ο κόσμος εξακολουθεί να έχει αυτή την υπέροχη μαυρίλα.