Όλα ξεκίνησαν από μια ατάκα στο 4chan. Όχι μια ιδιοφυής έμπνευση ή κάποιο όραμα για το μέλλον του metal, αλλά ένα τρολάρισμα – από αυτά που συναντάς σε σκοτεινές γωνιές του διαδικτύου. Ο Manuel Gagneux, μισός Αφροαμερικανός και μισός Ελβετός, πήρε σοβαρά μια «πλάκα» που στόχευε στο πάντρεμα του black metal με τη «μαύρη μουσική». Αντί να αντιδράσει, απάντησε με μουσική. Κι έτσι γεννήθηκαν οι Zeal & Ardor. Το αποτέλεσμα είχε ρυθμό, ένταση και σαφή προσανατολισμό.
Η ιδέα πήρε μορφή μέσα από έναν ιδιαίτερο μουσικό συνδυασμό, λειτουργώντας ως ηχητική απάντηση στον ρατσισμό που διαπερνά την κουλτούρα και τη μουσική σκηνή. Η αρχική σύλληψη εξελίχθηκε σε συγκρότημα με καθορισμένους ρόλους και κοινή πορεία. Στα πρώτα του βήματα, ο Gagneux έγραφε και ηχογραφούσε μόνος του όλα τα μέρη των κομματιών, δουλεύοντας μέσα στο στούντιο.
Αυτό άλλαξε με το “Greif”, το πιο πρόσφατο άλμπουμ και το πρώτο που ηχογραφήθηκε συλλογικά. Ο κιθαρίστας Tiziano Volante, μαζί με τους τραγουδιστές Marc Obrist και Denis Wagner, τον μπασίστα Lukas Kurmann και τον ντράμερ Marco Von Allmen, δεν περιορίζονται πια στον ρόλο των session μουσικών, αλλά αποτελούν βασικό πυρήνα. Ο ίδιος ο Gagneux αναγνωρίζει ότι αυτή η εξέλιξη ήταν αναγκαία: «Έχουν αφιερώσει χρόνια από τη ζωή τους στους Zeal & Ardor και ήταν παια καιρός αυτό να αποτυπωθεί και στον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται η μουσική».
Οι Zeal & Ardor έχουν χτίσει μια ζωντανή παρουσία που βασίζεται στην αλληλεπίδραση και την ένταση. Οι εμφανίσεις τους είναι έντονα φορτισμένες, και έχουν γίνει βασικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Αυτό που ξεκίνησε σε έναν φορητό υπολογιστή έχει περάσει πια στη σκηνή και χτίζεται βήμα-βήμα. Οι Zeal & Ardor δουλεύουν με ένταση που ανεβοκατεβαίνει, όχι με συνεχή πίεση. Ένας χαμηλόφωνος ψαλμός που δίνει τη σκυτάλη σε μια έκρηξη. Ένα γκόσπελ ρεφρέν που χάνεται μέσα στην παραμόρφωση και αυτές οι μεταπτώσεις, τελικά, είναι ο πυρήνας της ίδιας τους της ύπαρξης.

Μεγάλο μέρος της εξέλιξής τους συνδέεται με το φιλοσοφικό βάρος που κουβαλούν. Οι Zeal & Ardor χρησιμοποιούν τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα στη σκλαβιά για να χτίσουν μια μουσική ταυτότητα με ιστορικό βάθος. Δεν τα αναπαράγουν όπως ήταν, αλλά τα ενώνουν με νέους ήχους, κρατώντας ζωντανή την έντασή και ιστορία τους. Από το “Devil Is Fine” μέχρι το “Wake of a Nation“, ο Gagneux έχει χαράξει μια διαδρομή που ενώνει την ιστορική με τη σύγχρονη καταπίεση. Η προσέγγισή του όμως διαφέρει γιατί αποφεύγει την επιφανειακή ηθικολογία. Το πολιτικό μήνυμα υπάρχει και περνά μέσα από λεπτομέρειες όπως φράσεις στα λατινικά, άναρθρες κραυγές και μικρές αναφορές κρυμμένες μέσα στον παραμορφωμένο ήχο. Είναι μια μορφή κριτικής που ζητά συμμετοχή από αυτόν που ακούει.
Στο “Wake of a Nation”, όμως, η κριτική βγήκε προς τα έξω, μεταφέροντας την οργή και την απόγνωση που ακολούθησαν τη δολοφονία του George Floyd. Στο Greif, η ματιά στρέφεται προς τα μέσα, χωρίς όμως να γίνεται εσωστρεφής ή παθητική. Ο τίτλος του άλμπουμ προέρχεται από τον μυθικό γρύπα της Βασιλείας, μια φιγούρα που εμφανίζεται κάθε χρόνο σε μια τοπική γιορτή και έχει συνδεθεί με τον σαρκασμό απέναντι στους προνομιούχους. Κάθε Ιανουάριο, στην παρέλαση Vogel Gryff, ένας άνθρωπος ντυμένος γρύπας στρέφεται συμβολικά προς την εύπορη πλευρά της πόλης και σηκώνει το πίσω μέρος της φορεσιάς του. Ο Gagneux και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας μεγάλωσαν με αυτή την εικόνα και σήμερα τη βλέπουν ως δείγμα δημιουργικής αμφισβήτησης. «Είναι ένας τρόπος να πεις “γ@μώ τη μπουρζουαζία”», λέει ο Gagneux.
Τα πρώτα χρόνια της μπάντας πέρασαν μέσα στη σκηνή των καταλήψεων της Βασιλείας. Εκεί, ανάμεσα σε συζητήσεις για πολιτική, φτηνό φαγητό και DIY συναυλίες σε πρόχειρους χώρους, διαμορφώθηκε μια ολόκληρη στάση απέναντι στην εξουσία. Ο Gagneux περιγράφει την εμπειρία αυτή με ρεαλισμό, χωρίς ωραιοποιήσεις, και αναγνωρίζει ότι εκεί μπήκαν οι βάσεις για την ηθική της μπάντας. Μέχρι σήμερα, ο Gagneux μιλά ανοιχτά για το πώς βιώνει την κοινωνική ανισότητα, αλλά και για το παράδοξο να είσαι πολιτικοποιημένος μουσικός την ώρα που η μπάντα σου γίνεται όλο και πιο δημοφιλής. «Ο κόσμος της μουσικής λειτουργεί με βάση τη δημοτικότητα», λέει. «Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, θέλω αυτό να βοηθά όλους όσοι συμμετέχουν, όχι μόνο εμένα».
Αυτή η στάση φαίνεται και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν όσους υπερασπίζονται με φανατισμό την καθαρότητα στη μουσική ή στη φυλή. Συγκροτήματα όπως οι Myrkur ή οι Deafheaven, που μπλέκουν διαφορετικά στυλ, έχουν δεχτεί έντονη κριτική. Στην περίπτωση των Zeal & Ardor, η αντίδραση του κόσμου ήταν πιο θετική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρξαν και συγκρούσεις. Ο Gagneux ξέρει πως για κάποιους που κρατούν τη «σημαία» του black metal, δεν θα είναι ποτέ «αληθινός» και δεν τον νοιάζει. «Δεν είναι υποχρεωμένοι να μας ακούνε. Αν θέλουν να περάσουν άσχημα τη μέρα τους, ας το κάνουν», αναφέρει.

Η απρόβλεπτη φύση της μπάντας φαίνεται σε κάθε τους επιλογή. Οι Zeal & Ardor κινούνται ανάμεσα σε folk, industrial και black metal ήχους, χρησιμοποιώντας τη ρευστότητα για να διαμορφώσουν τη μουσική τους. Οι αλλαγές στον ήχο συνοδεύονται από νέες ιδέες και ερμηνείες, χωρίς να υπάρχει σταθερό πλαίσιο ή προκαθορισμένο κοινό. Η ταυτότητά τους χτίζεται μέσα από τη συνεχή εξέλιξη και την επιλογή να λειτουργούν με τους δικούς τους όρους.
Παρά την ένταση της μουσικής τους, ίσως το πιο χαρακτηριστικό στους Zeal & Ardor είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν όταν δεν είναι στο φως της σκηνής. Εκεί δείχνουν πειθαρχία, προσαρμοστικότητα και σκέψη. Εκτός σκηνής, δουλεύουν με σχέδιο, συνεργάζονται ουσιαστικά και αντιμετωπίζουν τα πράγματα με καθαρή ματιά. Ξέρουν πως η παρουσία τους μπορεί να μη διαρκέσει για πάντα. Αυτό δεν τους προβληματίζει. Εκείνο που μετράει είναι τι κάνουν με τον χρόνο που έχουν. Και προς το παρόν, τον χρησιμοποιούν για να σπάνε κάθε νόρμα.