Το 1996, μια καταιγίδα διαφαινόταν στον ορίζοντα του πολωνικού underground metal. Αυτή η καταιγίδα είχε όνομα: “Grom”, το δεύτερο άλμπουμ των Behemoth, που τότε βρίσκονταν σε μια φάση ριζικής μεταμόρφωσης. Πριν ταυτιστούν με τον όρο blackened death metal, πριν το έπος του “Demigod” ή την παγκόσμια αναγνώριση του “The Satanist”, o Nergal και η παρέα του, ήταν ένα black metal σχήμα βυθισμένο στον μυστικισμό, τη σλαβική παράδοση και μια ακατέργαστη επιθετικότητα. Το “Grom” αποτέλεσε το πιο φιλόδοξο εγχείρημα τους μέχρι τότε.
Το “Grom” σηματοδότησε το τέλος της εποχής των Behemoth ως μια καθαρά black metal μπάντα. Ήταν επίσης το τελευταίο άλμπουμ με τον ντράμερ Adam “Baal Ravenlock” Muraszko, κλείνοντας ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία τους. Ωστόσο, αντί να λειτουργήσει ως αποχαιρετιστήριο έργο, το “Grom” ήταν μια ηχηρή δήλωση προθέσεων. Όπως ανέφερε αργότερα ο Nergal, το άλμπουμ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους: «Οι Behemoth δεν θα ήταν ποτέ εκεί που βρίσκονται τώρα χωρίς αυτό».
Το “Grom” κυκλοφόρησε από την cult δισκογραφική Solistitium Records και άντλησε έμπνευση από τη σκανδιναβική black metal σκηνή, συνδυάζοντας τη μανία των Immortal με τις απόκοσμες ατμόσφαιρες των Mayhem. Παράλληλα, ενσωμάτωσε μια αυθεντική πολωνική ταυτότητα, με επιρροές από τον σλαβικό παγανισμό. Ο τίτλος, που σημαίνει «κεραυνός» στα πολωνικά, αντηχούσε τη δύναμη του Perun, του σλαβικού θεού του κεραυνού και του πολέμου. Με θέματα όπως ο μυστικισμός, η επανάσταση και η λατρεία της φύσης, το άλμπουμ απευθυνόταν στην πολωνική κοινωνία. Έμοιαζε με ένα μανιφέστο πολιτιστικής υπερηφάνειας και μουσικής εξερεύνησης, απέναντι σε μια κοινωνία κυριαρχούμενη από τον καθολικισμό.
To “Grom” έδωσε μια γεύση από τη δυναμική πολυπλοκότητα που θα χαρακτήριζε τη μετέπειτα δουλειά των Behemoth
Οι Behemoth πειραματίστηκαν ακρετά στο “Grom”. Παρότι ο πυρήνας του άλμπουμ παρέμεινε πιστός στο ωμό black metal, εμπλούτισαν τον ήχο τους με ακουστικά μέρη, folk μελωδίες και καθαρά φωνητικά. Η Celina, τότε σύντροφος του Nergal, προσέφερε αιθέρια φωνητικά σε κομμάτια όπως το “The Dark Forest (Cast Me Your Spell)” και το ομώνυμο “Grom”. Το ντουέτο της με τον Nergal δίχασε, αλλά παράλληλα φανέρψσε μία μπάντα πρόθυμη να βαδίσει εκτός της πεπατημένης του είδους.
Κομμάτια όπως το “Dragon‘s Lair (Cosmic Flames and Four Barbaric Seasons)” συνδύασαν την επιθετικότητα με τη μελωδική ατμόσφαιρα, ενώ το “Lasy Pomorza” έδωσε μια γεύση από τη δυναμική πολυπλοκότητα που θα χαρακτήριζε τη μετέπειτα δουλειά τους. Παρόλα αυτά, τα καθαρά φωνητικά και τα ακουστικά περάσματα σε ορισμένες στιγμές διέκοπταν τη ροή, δημιουργώντας μια ένταση που άλλοτε γοήτευε κι άλλοτε αποπροσανατόλιζε. Αυτή η ασυμφωνία, ωστόσο, ήταν και μέρος της γοητείας του “Grom”, καθώς αποτύπωνε μια μπάντα σε μεταβατικό στάδιο.
Η παραγωγή του “Grom” πραγματοποιήθηκε σε ένα ταπεινό στούντιο στο Olsztyn της Πολωνίας. Παρά τις τεχνικές ατέλειες, η φιλοδοξία της μπάντας έλαμψε. Ο έντονος ήχος της κιθάρας και η πυκνή μίξη δημιούργησαν ένα χαοτικό αλλά συναρπαστικό album, ενώ το δυναμικό drumming του Baal Ravenlock ενίσχυσε τη συνολική εμπειρία. Το εξώφυλλο, σχεδιασμένο από τον David Thiérrée, ανέδειξε τη μυθολογία του “Grom”. Γνωστός για τη δουλειά του με μπάντες όπως οι Graveland και οι Gorgoroth, ο Thiérrée προσέθεσε ένα εικαστικό επίπεδο σύνδεσης του δίσκου με τις παγανιστικές παραδόσεις.
Για τον Nergal, το “Grom” παραμένει σημείο αναφοράς στην ιστορία των Behemoth
Η πρόσφατη επανέκδοση του “Grom” από τους Behemoth, που κυκλοφόρησε στις 31 Μαρτίου μέσω της Metal Blade Records, έφερε το άλμπουμ ξανά στο προσκήνιο. Περιλαμβάνει ανέκδοτες φωτογραφίες, σημειώσεις και bonus υλικό, όπως ζωντανές εκτελέσεις και διασκευές τραγουδιών από Mayhem, Destruction και Kat. «Ήρθε η ώρα να δώσουμε στο “Grom” την προσοχή που του αξίζει», δήλωσαν οι Behemoth. Για τον Nergal, το άλμπουμ παραμένει σημείο αναφοράς στην ιστορία τους, ως το πρώτο δείγμα της καλλιτεχνικής τους φιλοδοξίας.
Το “Grom” κατέχει μια μοναδική θέση στη δισκογραφία των Behemoth, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στις black metal ρίζες τους και στον blackened death metal ήχο που θα τους καθιέρωνε. Παρά τις ίσως κάποιες αμφιλεγόμενες στιγμές του, παραμένει ένα άλμπουμ που αναδεικνύει τη φιλοδοξία μιας μπάντας να υπερβεί τα όριά της.