Είναι ελάχιστα τα άλμπουμ στην ιστορία του black metal που μπορούν να σταθούν δίπλα από το “Transilvanian Hunger”. Κυκλοφόρησε το 1994 και δεν ήταν απλώς ένας ακόμα δίσκος των Darkthrone, αλλά μια καθοριστική στιγμή για το ίδιο το είδος. Εκείνη την περίοδο, το νορβηγικό black metal βρισκόταν στο απόγειο της διαβόητης φήμης του, με πρωτοσέλιδα να καλύπτουν πυρπολήσεις εκκλησιών, δολοφονίες και ακραίες ιδεολογικές θέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, το “Transilvanian Hunger” αναδύθηκε ως μια καλλιτεχνική -και όχι μόνο- δήλωση. Ήταν ένα άλμπουμ που παρουσίασε το black metal στην πιο ωμή του μορφή, ενώ παράλληλα προκάλεσε μερικές από τις πιο αμφιλεγόμενες αντιδράσεις στην ιστορία της ακραίας μουσικής.
Η μεταμόρφωση των Darkthrone από death metal συγκρότημα σε black metal δεν έγινε από τη μία μέρα στην άλλη. Το “Soulside Journey“ ήταν ένας καθαρά death metal δίσκος, αλλά η μπάντα – ιδιαίτερα ο Fenriz – είχε αρχίσει να απογοητεύεται από τον ολοένα και πιο γυαλισμένο ήχο του είδους. Εκείνη την περίοδο, το death metal γινόταν πιο τεχνικό και πιο προσεγμένο, κάτι που ο Fenriz θεωρούσε προδοσία του underground. Αυτή η απογοήτευση τον οδήγησε να αναζητήσει πιο ακραίους ήχους, στρέφοντας την προσοχή του στην αναδυόμενη νορβηγική black metal σκηνή.
Αυτή η ολοένα αυξανόμενη απογοήτευση του Fenriz με το death metal συνέπεσε με την εμβάθυνσή του στο underground black metal της Νορβηγίας. Γοητεύτηκε από τον πρωτόγονο ήχο συγκροτημάτων όπως οι Bathory, Celtic Frost και Hellhammer, των οποίων η μινιμαλιστική, αλλά ατμοσφαιρική προσέγγιση τον εντυπωσίασε. Το πιο καθοριστικό, όμως, ήταν η λογική του black metal. Έβλεπε ένα είδος που απέρριπτε τις mainstream metal τάσεις και αγκάλιαζε μια ψυχρή, ωμή και μισάνθρωπη αισθητική.
Αυτό αποτέλεσε το πρώτο πραγματικό βήμα των Darkthrone προς τη black metal ταυτότητά τους
Προτού όμως ασπαστούν πλήρως το black metal, οι Darkthrone είχαν ήδη ηχογραφήσει ένα δεύτερο death metal άλμπουμ, το “Goatlord”. Αυτό προοριζόταν ως η συνέχεια του “Soulside Journey”, διατηρώντας το ίδιο death metal ύφος. Ωστόσο, καθώς ο Fenriz και ο Nocturno Culto άρχισαν να γοητεύονται από το black metal, εγκατέλειψαν το “Goatlord” πριν το ολοκληρώσουν. Τα ορχηστρικά μέρη έμειναν ανέγγιχτα, ενώ η μπάντα στράφηκε εξ ολοκλήρου προς έναν πιο ατμοσφαιρικό ήχο.
Η μετάβαση από το “Goatlord” στο “A Blaze in the Northern Sky” ήταν ριζική. Ενώ το “Goatlord” είχε περίπλοκες δομές, τεχνικά τύμπανα και μια καθαρή παραγωγή, χαρακτηριστική του death metal της εποχής, το “A Blaze in the Northern Sky” κινήθηκε στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο Fenriz δημιούργησε έναν αφιλτράριστο ήχο, απογυμνώνοντας κάθε τεχνικό «στολίδι» για χάρη μιας πιο επιθετικής και απλοϊκής προσέγγισης. Αυτό αποτέλεσε το πρώτο πραγματικό βήμα των Darkthrone προς τη black metal ταυτότητά τους.
![Darkthrone: Transilvanian Hunger | So pure, evil, and cold](https://depart.gr/wp-content/uploads/2025/02/darkthrone-1024x700.jpeg)
Είναι ενδιαφέρον πως το “Goatlord” δεν ξεχάστηκε ποτέ πλήρως. Το 1996, οι Darkthrone επέστρεψαν στον δίσκο, ηχογραφώντας φωνητικά πάνω στα αρχικά instrumentals και κυκλοφορώντας τον ως επίσημο άλμπουμ. Μέχρι τότε, ο ήχος τους είχε ήδη μεταμορφωθεί σε αμιγώς black metal, γεγονός που έκανε το “Goatlord” μια ματιά σε αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει – μια χαμένη γέφυρα ανάμεσα στις death και black metal περιόδους τους.
Ενώ ο Fenriz είχε ήδη στραφεί προς το black metal, η σχέση του με τον Euronymous των Mayhem επιτάχυνε τη μεταμόρφωση των Darkthrone. Ο Euronymous, ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου Helvete στο Όσλο, ήταν η ηγετική μορφή της νορβηγικής black metal σκηνής. Δημιούργησε μια κοινότητα μουσικών που μοιράζονταν την αφοσίωση στις underground αξίες του είδους, παρέχοντάς τους δίσκους, επαφές και καθοδήγηση.
Μέχρι την ηχογράφηση του “Transilvanian Hunger”, ο Fenriz είχε αφομοιώσει πλήρως τον black metal ήχο
Ο Fenriz και ο Euronymous μοιράζονταν μια κοινή λατρεία για την ωμή, ακατέργαστη μουσική. Μέσα από τις συζητήσεις τους, ο Fenriz ήρθε σε επαφή με την ιδέα ότι το black metal έπρεπε να είναι σκόπιμα πρωτόγονο και εχθρικό προς τους αμύητους. Ο Euronymous τον ενθάρρυνε να απορρίψει κάθε υπόλειμμα death metal και να υιοθετήσει έναν lo-fi, ψυχρό και υπνωτικό black metal ήχο. Αυτή η προσέγγιση ταίριαξε απόλυτα με το όραμα του Fenriz, ολοκληρώνοντας τη μεταμόρφωση των Darkthrone με την κυκλοφορία του “A Blaze in the Northern Sky”.
Μέχρι την ηχογράφηση του “Transilvanian Hunger”, ο Fenriz είχε αφομοιώσει πλήρως τον black metal ήχο. Έγραψε και ηχογράφησε σχεδόν όλο το άλμπουμ μόνος του, με τον Nocturno Culto να αναλαμβάνει τα φωνητικά και το μπάσο. Το αποτέλεσμα αποτύπωνε απόλυτα την ουσία του black metal: έναν ωμό, ατμοσφαιρικό και αδιαπραγμάτευτα τραχύ ήχο, ηχογραφημένο σκόπιμα με έναν αντισυμβατικό, σχεδόν εχθρικό προς την καθαρή παραγωγή, τρόπο.
Το εξώφυλλο του “Transilvanian Hunger” είναι μία από τις πιο εμβληματικές εικόνες στην ιστορία του black metal. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία δείχνει τον Fenriz με corpse paint, να κρατά ένα μανουάλι και να ουρλιάζει στο κενό. Η έντονη αντίθεση και η υφή της εικόνας θυμίζουν φωτοτυπία, ενισχύοντας την underground αισθητική του άλμπουμ. Αυτή η μινιμαλιστική αλλά δυνατή οπτική προσέγγιση επηρέασε βαθιά το αισθητικό πρότυπο πολλών black metal δίσκων που ακολούθησαν.
Η ιδέα των Darkthrone για το εξώφυλλο πιθανότατα επηρεάστηκε από το “Live in Leipzig” των Mayhem, που παρουσίαζε μια παρόμοια εικόνα του Dead (Per Yngve Ohlin). Ωστόσο, το “Transilvanian Hunger” πήγε ένα βήμα παραπέρα, αφαιρώντας κάθε περιττή οπτική υπερβολή ώστε να αντικατοπτρίζει τον ηχητικό του μινιμαλισμό. Δεν υπήρχε περίτεχνο λογότυπο ή περίπλοκο σχέδιο – μόνο μια ωμή, αφιλτράριστη ματιά στον κόσμο του νορβηγικού black metal.
Το “Transilvanian Hunger” ενσαρκώνει το black metal στην πιο ωμή και καθαρή μορφή του
Η εικόνα δεν δημιουργήθηκε με επαγγελματικό τρόπο. Σύμφωνα με τον Fenriz, ήταν απλώς μια αυθόρμητη λήψη που αποτύπωσε τη σωστή ενέργεια. Η ατέλεια που προέκυψαν από τη διαδικασία αναπαραγωγής της εικόνας ενίσχυσαν τον αντίκτυπό της, χαρίζοντάς της μια απόκοσμη, σχεδόν υπερβατική αίσθηση. Με πολλούς τρόπους, το εξώφυλλο αντικατοπτρίζει την ουσία του “Transilvanian Hunger”: ωμό, αδιαπραγμάτευτο και απόλυτα ανεξάρτητο.
Ο ήχος του Transilvanian Hunger είναι διαβόητος. Ακατέργαστος, lo-fi και επαναλαμβανόμενος, αλλά ακριβώς αυτός ο μινιμαλισμός τού χαρίζει την υπνωτική του αίσθηση. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε ένα 4-track recorder, με σκόπιμα λεπτό και πρίμο ήχο κιθάρας, δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Τα τύμπανα διατηρούν σταθερό blast beat σε όλη τη διάρκεια, χωρίς σχεδόν καθόλου γεμίσματα ή παραλλαγές.
Το “Transilvanian Hunger” ενσαρκώνει το black metal στην πιο ωμή και καθαρή μορφή του. Η επιρροή του στο είδος είναι αδιαμφισβήτητη, ενώ οι διαμάχες που το συνοδεύουν υπενθυμίζουν πόσο ασταθής και επικίνδυνη ήταν η black metal σκηνή των αρχών της δεκαετίας του ’90. Είτε το δει κανείς ως αριστούργημα είτε ως προϊόν νενανικού ενθουσιασμού, το “Transilvanian Hunger” παραμένει ένα καθοριστικό ντοκουμέντο της ακραίας μουσικής.
Για όσους είναι διατεθειμένοι να βυθιστούν στη σκοτεινή, ψυχρή ατμόσφαιρά του, το “Transilvanian Hunger” παραμένει ένα από τα πιο απαραίτητα black metal άλμπουμ. Και για εκείνους που το βρίσκουν υπερβολικά ακατέργαστο ή δυσπρόσιτο – ίσως αυτό να είναι και το νόημά του. Δεν δημιουργήθηκε για μαζική απήχηση, αλλά για όσους αναζητούν το αληθινό, αφιλτράριστο σκοτάδι.