Όλα τα μεγάλα συγκροτήματα έχουν και τα αντίστοιχα ταπεινά ξεκινήματα. Δεν ξεκίνησαν ούτε ως ινστρούχτορες ούτε ως διανοητές του ήχου. Και οι Celtic Frost δεν αποτελούν εξαίρεση. Πριν βουτήξουν στα τρίσβαθα του φιλοσοφικού μυστικισμού, ήταν ένα μάτσο έφηβοι που φλέρταραν με τα άκρα. Και που με περίσσιο θράσος αμφισβητούσαν ως και τους πατεράδες τους.
Γιατί ο Tom Warrior υπήρξε νέος. Και η πρώτη του μπάντα, οι Hellhammer ήθελαν να προβοκάρουν. Το έλεγε, άλλωστε, και το demo που είχε δώσει στην μπάντα που «θαύμαζε» περισσότερο, τους Venom. Venom is killing music and Hellhammer is killing Venom.
Η Ελβετία μπορεί να έχει το στερεότυπο της ειρηνικής, εκνευριστικά ουδέτερης χώρας, αλλά αυτή είναι μόνο η επιφάνεια. Στα σπλάχνα της κουβαλά και μορφές που δείχνουν να αποτελούν ένα αγκάθι στην ευπρέπεια και τη νηνεμία. Ο μικρός Thomas Fischer γούσταρε να κάνει skate. Του άρεσε να διαβάζει ακραία κόμικ και λογοτεχνία. Κυρίως όμως, του άρεσε να ακούει θορυβώδη μουσική.
Φυσικά μπάντες, όπως οι Venom και οι Motorhead, είναι ανάμεσα στα βασικά του ακούσματα. Αλλά θα πάθει πολιτισμικό σοκ όταν ανακαλύψει τους Discharge και την άλλη πλευρά των ηχητικών άκρων. Η μεταμόρφωση από Thomas σε Tom Warrior θα λάβει χώρα, και το 1982 οι Hellhammer θα δουν το φως του κόσμου.
Με συνοδοιπόρους τον Steve Warrior στο μπάσο και τα φωνητικά και τον Bruce Day στα τύμπανα θα αρχίσει να δουλεύει τις πρώτες τους συνθέσεις. Πρωτόγονες, σοκαριστικές και ως επί το πλείστον τεχνικά μηδενικής αξίας. Και αυτό θα φανεί, όταν το σωτήριο έτος 1983 κυκλοφορήσουν το πρώτο από τρία demos. Ένα demo που φέρει τον λιτό τίτλο, “Death Fiend”.
Η κάκιστη παραγωγή συμβάλλει σε μια απάνθρωπη, σιχαμερή ατμόσφαιρα. Όμως η αλήθεια είναι ότι, ακόμα κι αν το ακούσει κανείς σήμερα, πιο πολύ σαν cult ηχογράφηση φαίνεται και ως δείγμα γραφής των πρώτων ασκήσεων επί χάρτου. Κακά αγγλικά, κακές προφορές, ανύπαρκτες συνθέσεις, που όμως στέκονται ως μελλοντικές υποσχέσεις.
Άσματα, όπως το “Maniac”, το “Hammerhead” και το “Sweet Torment”, στέκουν δίπλα σε σχεδόν αστείες απόπειρες, όπως το “Bloody Pussies”. Πώς ένα κομμάτι με τέτοιους στίχους καταφέρνει να έχει αυτό το doom riff – χαρακτηριστικό της Warriorειας δισκογραφίας, μόνο αυτοί το ξέρουν.
Δεν ήταν, όμως, το “Death Fiend” το μόνο demo που ηχογραφήθηκε σε εκείνα τα sessions. Παράλληλα, ετοίμασαν και ένα ακόμη, το οποίο θα κουβαλούσε ως τίτλο το σημαντικότερο ίσως κομμάτι τους. Το “Triumph of Death” περιλαμβάνει αρκετά κομμάτια που συναντά κανείς και στο “Death Fiend”. Αλλά, ανάμεσα σε αυτά υπάρχει και μια μακροσκελής σύνθεση, η οποία ακούγεται σαν επιθανάτιο ταξίδι στην κόλαση. Σα μια άρρωστη τελετουργία θανάτου γεμάτη σήψη. Ακόμα και με τον χειρότερο δυνατό ήχο μπορεί να διακρίνει κανείς ότι δεν είναι μόνο χυμαδιό τα παιδαρέλια. Έχουν και εκπλήξεις στο μανίκι τους.
Ξεκαθαρίζοντας στο κεφάλι του πως πρέπει να ανέβουν επίπεδο και θέλοντας να έχει στο πλάι του άτομα που μπορούν να υποστηρίξουν τις ιδέες του, ο Tom φέρνει στο τραπέζι νέες ιδέες. Ο Steve δεν μπορεί να ανταποκριθεί και στη θέση του έρχεται η μεγαλύτερη ιδιοφυία του ακραίου ήχου των ‘80s.
Ο Martin Ain είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να συμπληρώσει το πηγαίο σκότος και να το εμπλουτίσει. Και η πρώτη σπουδαία κυκλοφορία στην καριέρα τους, το “Satanic Rites” κυκλοφορεί την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1983.
Οι ιδέες του παρελθόντος ακούγονται σαφώς πιο δουλεμένες. Πιο μοχθηρές και πιο σηπτικές. Ήδη από τον thrash ύμνο “Messiah”, οι Hellhammer ανεβαίνουν κατηγορία. Κανένας κακός ήχος δεν τους πτοεί. Το “Buried And Forgotten” είναι τόσο καλό, που επί της Celtic Frost πορείας θα μεταμορφωθεί στο θρυλικό “Necromantical Screams”.
Το “Eurynomos” θα βαφτίσει μια από τις πιο καίριες φυσιογνωμίες του black metal. Και το “Triumph of Death” θα λάβει την εκτέλεση που του αξίζει. Για να μη φύγουν από τον ακραίο metal κανόνα, ηχογραφούν κι ένα δικό τους “Reaper”. Να υπάρχει. Κι ας τους κράζει όλος ο Τύπος, γιατί δεν πιάνει αυτό που κάνουν. Θα αργήσει πολύ να το καταλάβει.
Το 1984, λίγο πριν την ταφή των Hellhammer και την Ανάστασή τους ως Celtic Frost, τέσσερα από τα κομμάτια που έχουν γραφτεί θα γυαλιστούν τόσο-όσο για να κυκλοφορήσουν ως λοίσθιο EP. Το “Apocalyptic Raids” είναι αυτό που σύστησε σε περισσότερο κόσμο αυτήν την μυστικιστική, ωμή μπάντα που αποτέλεσε εναρκτήριο λάκτισμα για να ασχοληθούν με τη μουσική.
Τα υπόλοιπα demos ήδη ήταν δυσεύρετα και όσοι έπιαναν μια κόπια στα χέρια τους ήταν πιθανότατα bootleg όγδοης (και βάλε) γενιάς. Όμως, αυτό το EP εξακολουθεί να στέκει ως απόκρυφο φετίχ που καταστρέφει τη ζωή όποιου το αγγίξει.
Ωστόσο, το σωτήριο έτος 2008, οι Frost θα αποφασίσουν ότι είναι άδικο να μείνουν οι πρώτες ηχογραφήσεις ως έρμαια των απανταχού bootleggers. Και ειδικά, μετά το προσωρινό reunion τους, που έτυχαν επιτέλους της αναγνώρισης που τους άξιζε, προέβησαν στην κίνηση-ματ.
Συγκέντρωσαν τα τρία demos μαζί με μπόλικο αρχειακό υλικό, τα «καθάρισαν» στο βαθμό του εφικτού και προσέφεραν στο κοινό μια συλλογή υπό το γενικό τίτλο “Demon Entrails”. Οι ακροατές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, πράγμα το οποίο ο Fischer κράτησε ως υποσημείωση για την ενδεχόμενη «ζωή μετά τους Frost».
Μετά την οριστική διάλυσή τους και την εύρεση ατόμων που μπορούν να υποστηρίξουν την αλλαγή πλεύσης του με τους Triptykon, ο Fischer αποφάσισε να κάνει ένα πείραμα. Να φτιάξει ένα συγκρότημα-alter ego των Triptykon, το οποίο θα επανερμηνεύει με πιο σύγχρονο ήχο τα κομμάτια των Hellhammer. Και ως Triumph of Death, το απανταχού ελβετόφιλο κοινό υποδέχτηκε αυτήν την κίνηση. Τις νέες μορφές των κομματιών αυτών μπορεί να ακούσει κανείς στην κυκλοφορία “Resurrection of The Flesh”.
Τώρα κάποιος μπορεί να πει «εγώ γιατί να δω ένα live αφιερωμένο στους προπομπούς των Frost;». Η αλήθεια είναι πως ναι, κι εγώ μπαίνω σε αυτές τις απορίες συχνά. Όμως, έχω δει δύο φορές Celtic Frost επί σκηνής κι άλλες δύο Triptykon. Συνεπώς, δεν είμαι ο πιο κατάλληλος για να αποφανθώ. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά, όμως, είναι πως κάθε φορά που έχει κανείς την ευκαιρία να δει τον Warrior επί σκηνής, είναι από μόνη της σημαντικό γεγονός. Γιατί έτσι φαίνεται σε όλη της την έκταση η κληρονομιά του. Και μόνο έτσι μπορούμε να δούμε πλέον γιατί πρέπει να πίνουμε νερό στο όνομά του. Ugh.