Οι Honeybadger κυκλοφορούν το νέο τους δίσκο και επιστρέφουν με έναν ήχο πιο δομημένο, ενσωματώνοντας alternative και grunge στοιχεία στον desert/heavy rock πυρήνα τους. Λίγο πριν την παρουσίαση του “Let There Be Light” στο An Club, μιλούν στο Depart για την απόλυτα συνειδητή επιλογή αυτής της αλλαγής, το πώς η νέα τους τετράδα έδεσε το rhythm section, αλλά και για τον «κρυφό χαρακτήρα» του δίσκου: ένα φως που σκίζει το σκοτάδι της εποχής.
Βρείτε εισιτήρια εδώ!
Πέντε χρόνια μετά το “Pleasure Delayer”, επιστρέψατε με έναν ήχο πιο δομημένο και ώριμο. Ποιο ήταν το εσωτερικό κίνητρο που σας οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη;
Εκτός από τη φυσική ροή των πραγμάτων στην τέχνη (και στη μουσική δηλαδή) που τις περισσότερες φορές τείνει σε κάποια αλλαγή, συνέβησαν μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια πράγματα που μας ωρίμασαν και μας άλλαξαν συναισθηματικά και μουσικά. Η πανδημία, οι αλλαγές στα πρόσωπα στο σχήμα μας, οι κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις, η μεταμόρφωση της μουσικής βιομηχανίας. Όλα αυτά εμάς μας έκαναν να εμπλουτίσουμε το desert ήχο και με άλλα στοιχεία και, επίσης, να αλλάξουμε και σε ένα βαθμό και τη θεματολογία των στίχων μας.
Στο νέο δίσκο δεν απομακρύνεστε από το heavy και το desert rock, αλλά ενσωματώνετε alternative και grunge στοιχεία. Πώς βρήκατε την ισορροπία ανάμεσα στις δύο ταυτότητες;
Δεν σκεφτόμαστε ιδιαίτερα τις ισορροπίες θα έλεγα. Περισσότερο πάμε και βάζουμε στα κομμάτια μας στοιχεία, από ό,τι ανέφερες, με βάση τον αυθορμητισμό μας και τη ροπή που έχουμε τη συγκεκριμένη περίοδο. Θέλαμε να γίνουμε λίγο πιο νευρικοί στον ήχο, με λίγη περισσότερη ατμόσφαιρα, σε ένα ελαφρώς αλλαγμένο desert/heavy περιβάλλον και το αν το πετύχαμε θα φανεί και από την υποδοχή που έχουμε και θα έχουμε. Εμείς είμαστε σίγουρα ευχαριστημένοι με βάση τις προσδοκίες της στιγμής, ανεξάρτητα με το αν θα αλλάζαμε πράγματα. Πάντα κοιτάς πίσω και σκέφτεσαι αν και τι θα άλλαζες, είναι απόλυτα φυσιολογικό και δε μας ανησυχεί ποτέ.
Η παραγωγή του Alex Bolpasis χαρακτηρίζεται από καθαρότητα και ακρίβεια. Πώς επηρέασε τη διαμόρφωση του νέου σας ηχητικού χάρτη;
Ο Άλεξ και μας διαβάζει και μας δίνει και στίγμα, παράλληλα. Το θέλαμε αυτό, την καθαρότητα και την ακρίβεια, με την εμπειρία του το ξεκλείδωσε και μαζί το κάναμε να συμβεί. Θέλαμε πιο καθαρή μελωδία, πιο καθαρή φωνή, περισσότερη ατμόσφαιρα, “τσιμπητές” μελωδικές γραμμές χωρίς να χάσουμε το heavy στοιχείο. Με τον Άλεξ ήταν εύκολο, υπάρχει φοβερή αντίληψη.
Οι κιθάρες σας έχουν σαφή παρουσία χωρίς να καταλαμβάνουν όλο τον χώρο. Πόσο δύσκολο ήταν να αποφύγετε την υπερβολή που συχνά συνοδεύει τον stoner ήχο;
Νομίζω πως ήταν μια επιλογή και δική μας και του παραγωγού μας του Άλεξ να δημιουργήσουμε περισσότερο χώρο για να αναπνέουν τα κομμάτια. Το προσπαθήσαμε και στο πρώτο μας LP, το “Pleasure Delayer”, αλλά μάλλον είχαμε περισσότερη ανάγκη να βγουν μπροστά τα fuzz και οι κιθάρες τότε παρά τώρα. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, στο “Let There Be Light”, θέλαμε να επιχειρήσουμε να ανοίξουμε και ένα alternative/psych χώρο μέσα στη μουσική μας.
Μετά από μια πενταετία αλλαγών στο roster της μπάντας πώς νιώθετε που πλέον έχει σχηματιστεί η τετράδα και φαίνεται να είναι τόσο δεμένη σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Πώς οι νέες προσθήκες επηρέασαν και διαμόρφωσαν τον νέο χαρακτήρα της μπάντας;
Νιώθουμε το ίδιο καλά με το αρχικό μας σχήμα, ούτως ή άλλως είναι και δική τους δουλειά το νέο άλμπουμ μας, υπάρχουν σε όλες τις συνθέσεις και σε αρκετά παικτικά μέρη. Τους αγαπάμε όπως ακριβώς στην αρχή απλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χωρίσαμε παικτικά με πολύ μεγάλο σεβασμό. Όσο για τα νέα μέλη, με τον Fogg στο μπάσο που έπαιξε και συνέθεσε καθοριστικά και τον Δημήτρη Μιχαηλάρα στη lead κιθάρα που μας ανανέωσε και αυτός, προς το παρόν στο live και μελλοντικά σε studio δουλειές μας, έχουμε την πεποίθηση ότι είμαστε πιο δεμένοι και με πιο επαγγελματικό χαρακτήρα.
Το rhythm section δείχνει πιο δεμένο και καθοριστικό από ποτέ. Πώς δουλέψατε ως ενότητα για να διατηρήσετε αυτό το γνώριμο groove που σας συνοδεύει από το 2015;
Αυτό έχει να κάνει με την παικτική ικανότητα των ρυθμικών μας οργάνων, Βαγγέλης Οικονόμου και Fogg δηλαδή κυρίως, και την όρεξη για πολλές και ουσιαστικές πρόβες. Όταν υπάρχει η διάθεση και η ικανότητα μαζί με την κοινή αισθητική όλα έρχονται εκεί που θες αν βάλεις κόπο. Κι εμείς κάναμε αυτό, χαιρόμαστε που περνάει και παραέξω.
Τα φωνητικά στο “Let There Be Light” έχουν μια πιο μπλαζέ, σίγουρη αισθητική. Τι σας έκανε να στραφείτε σε αυτή την κατεύθυνση και πώς επηρέασε την ενορχήστρωση;
Αυτό έχει να κάνει με την alternative ματιά και με τη θεματολογία των στίχων. Αυτή η αισθητική στη φωνή είδαμε πως θα εξυπηρετούσε πολύ καλύτερα το υλικό. Η εσωτερικότητα στους στίχους μαζί με την αντίθεση που θέλαμε να έχει το heavy με το alternative έφερε αυτό το αποτέλεσμα. Η ενορχήστρωση κινήθηκε κατάλληλα και αυτή, ελαφρύναμε σε ένα βαθμό τις κιθάρες, ξεχωρίσαμε τις μπασογραμμές από τις κιθάρες στην παραγωγή, βάλαμε επιλεγμένα psych σημεία για να το “ντύσουμε” όπως θέλαμε.
Το “Filth and Disorder” έχει έντονη αύρα Queens of the Stone Age. Ποιο ήταν το σημείο όπου αντιληφθήκατε ότι αυτή η επιρροή πέρασε συνειδητά ή ασυνείδητα στο υλικό;
Είναι ίσως προφανές ότι οι QOTSA είναι επιρροή μας και αυτό περνάει και στο υλικό. Δεν γράφουμε όμως ποτέ με στόχο να είναι ένα κομμάτι πιο κοντά σε μια μπάντα, περισσότερο αφήνουμε να μας κινούν οι επιρροές μας και αυτά που ακούμε χωρίς ιδιαίτερο φίλτρο. Γιατί ξέρουμε πως όσο και να μοιάζει κάτι σε μια αγαπημένη μας μπάντα ή καλλιτέχνη ποτέ αυτό δε θα είναι το ίδιο γιατί υπάρχουμε εμείς και βάζουμε την προσωπική μας σφραγίδα και υπογραφή στη δημιουργία του. Μας αρέσει ότι το “Filth and Disorder” έχει αυτή την ενέργεια μαζί με τα δικά μας στοιχεία.
Το “Panic Button” και το “The Joke Is On Me” έχουν άμεση, σχεδόν επιθετική ενέργεια. Τι ρόλο έπαιξαν αυτά τα κομμάτια στη συνολική αφήγηση του άλμπουμ;
Είναι αλήθεια ότι είναι κομμάτια που θέλουν να ξεσηκώσουν περισσότερο από άλλα. Θα λέγαμε ότι το “The Joke Is On Me” είναι λίγο πιο ωμό μουσικά ενώ το “Panic Button” έχει μια ρυθμική νευρικότητα, και έτσι προορίζονταν να είναι. Η διαφορά στιχουργικά είναι ότι το “The Joke Is On Me” έχει έναν εσωτερικό θυμό προς εαυτόν ενώ το “Panic Button” προσθέτει αυτή την επιθετική, όπως περιέγραψες, ενέργεια που κατευθύνεται κοινωνικά, πολιτικά και, στο βάθος και συμβολικά, αντιπολεμικά.
Το “Let There Be Light”, ως closing track, περιλαμβάνει πνευστά που δημιουργούν μια απρόσμενη ανατροπή. Πώς προέκυψε αυτή η απόφαση στη διαδικασία της παραγωγής;
Αυτή είναι μία πινελιά που σκεφτόμασταν αρκετό καιρό προσπαθώντας να συνδυάσουμε μια mexican αίσθηση συγγενή με το Palm Desert scene με τα πιο δυτικά πνευστά και τη δική μας μουσική. Στον Δημήτρη Βαρδουλάκη, τον τραγουδιστή μας, αρέσουν πολύ οι Calexico που είχαν τέτοιες επιρροές, όπως και κάποιες μπάντες από τη desert σκηνή. Οπότε το κομμάτι κάπως δουλεύτηκε με αυτές τις σκέψεις και κατέληξε σε αυτές τις μελωδίες και αυτή την ενορχήστρωση. Να πούμε εδώ ότι τρομπέτα έπαιξε ο Νίκος (Tattoo) Βλάχος και τρομπόνι ο Χρήστος Σπηλιόπουλος, δύο εξαιρετικοί μουσικοί που βοήθησαν πολύ στη διαδικασία αυτής της ηχογράφησης.
Υπάρχει μια σαφής προσπάθεια να συνδεθεί ο παλιός desert rock κόσμος με πιο σύγχρονες εκφάνσεις του alternative. Πόσο συνειδητή ήταν αυτή η σύνδεση ως αισθητική κατεύθυνση;
Ήταν μια απόλυτα συνειδητή επιλογή από εμάς που ήρθε όμως τελείως φυσικά με βάση τα γούστα μας και τη μουσική που θέλουμε να παίζουμε. Ούτως ή άλλως οι επιρροές μας δεν ήταν ποτέ μόνο στον heavy ήχο, μεγαλώσαμε και με alternative/indie rock, psychedelic rock, grunge, punk, όλα αυτά που εμπεριέχουν και οι σύγχρονες εκφάνσεις του alternative. Οπότε είμαστε συγγενείς σε αυτό και το βρίσκουμε φυσικό να γίνει η σύνδεση.
Πιστεύετε ότι ο νέος δίσκος μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα προς ένα ευρύτερο κοινό πέρα από τον παραδοσιακό stoner ακροατή; Αν ναι, πού το τοποθετείτε εσείς μέσα στη σύγχρονη ελληνική σκηνή;
Θα ήταν μια πολύ ευτυχής εξέλιξη αυτή γιατί κι εμείς δε θεωρούμε ότι είμαστε παραδοσιακή stoner μπάντα. Θα νιώθαμε πολύ καλύτερα χωρίς τις ταμπέλες που μας βάζουν σε ένα μόνο είδος και όχι επειδή δεν το αγαπάμε, τουναντίον, τιμή μας να είμαστε μια stoner, μια desert rock μπάντα. Είναι επειδή εμείς οι ίδιοι είμαστε πολλά πράγματα μαζί και αυτό υπάρχει στη μουσική μας ταυτότητα. Θέλουμε να είμαστε ανάμεσα στο alternative και το desert και να υπηρετήσουμε το δικό μας μουσικό ιδίωμα.
Με την κυκλοφορία του “Let There Be Light”, ποιο είναι το επόμενο βήμα για τους Honeybadger; Βλέπετε ήδη τα πρώτα σημάδια μιας νέας δημιουργικής κατεύθυνσης;
Αν και ακόμα δεν το έχουμε ξεκάθαρο στο μυαλό μας, έχουμε όλοι την εντύπωση ότι η επόμενη κατεύθυνση μας θα είναι πολύ πιο απελευθερωμένη αλλά στις βάσεις του τωρινού μας δίσκου. Όρκο δεν παίρνουμε αλλά οι καινούργιες μας ιδέες είναι αρκετά πιο “ταξιδιάρικες”. Θα φανεί στην πράξη!
Αν έπρεπε να διαλέξετε ένα αντικείμενο από το στούντιο που συμβολίζει όλο το “Let There Be Light”, ποιο θα ήταν και τι ιστορία κρύβει;
Κάτι πάρα πολύ πεζό ίσως αλλά, ανάμεσα στα takes που κάναμε, αυτό το τσιγάρο που θα ανάβαμε για να καθαρίσει λίγο το μυαλό (και να ξεμουδιάσει ίσως το χέρι) για να λάμψει περισσότερο ότι θέλουμε να αναπαράγουμε στη συνέχεια. Το τσιγάρο του διαλείμματος λοιπόν!
Ποια στιγμή στην ηχογράφηση σας έκανε να πείτε “οκ, τώρα αλλάζει ο χάρτης του ήχου μας”; Ήταν τυχαία ή σχεδιασμένη;
Θα πούμε δύο, ισοδύναμα. Η ηχογράφηση των φωνών στο “Filth And Disorder” και των ρυθμικών μερών στο “Panic Button”. Αυτά τα δύο είχαν ιδιαίτερη σημασία και, ενώ τα είχαμε σχεδιάσει, προέκυψαν και ιδέες που άλλαξαν την οπτική μας και μας ιντρίγκαραν.
Αν ο δίσκος είχε έναν «κρυφό χαρακτήρα» που δεν ακούγεται αλλά επηρεάζει την ατμόσφαιρα, ποιος θα ήταν και τι ρόλο θα έπαιζε στο concept;
Θα θέλαμε κάποιος, ο ακροατής του άλμπουμ, να μπορεί να φανταστεί, πίσω από τη μουσική και το στίχο, ένα φως που σκίζει το σκοτάδι. Μια παρέμβαση πνευματικού και ανθρώπινου τύπου κόντρα στη μιζέρια και την κατάθλιψη της εποχής και υπέρ της κοινωνικής ανάτασης.
Ποιο μουσικό στοιχείο ή απόφαση στο άλμπουμ θα υπερασπιζόσασταν μέχρι τέλους, ακόμη κι αν όλοι γύρω σας το αμφισβητούσαν;
Κι εδώ θα πω δύο μουσικά στοιχεία γιατί δε μπορώ να επιλέξω ένα. Τα πνευστά του ομότιτλου “Let There Be Light” και οι καθαρότερες φωνές σε όλο το άλμπουμ, χωρίς ιδιαίτερο γρέζι. Δε θα τα διαπραγματευόμασταν.
Τι μάθατε για τον εαυτό σας ως δημιουργούς μέσα στη διαδικασία αυτού του δίσκου, που δεν θα περιμένατε να ανακαλύψετε;
Μάθαμε ότι έχουμε περισσότερο απόθεμα δημιουργικότητας και υπομονής από όσο πιστεύαμε ότι είχαμε. Όπως και την αξία της προσαρμοστικότητας σε νέες συνθήκες και καταστάσεις. Προέκυψαν αρκετές δυσκολίες και αλλαγές που τελικά τις ξεπεράσαμε. Κι αν αυτό επηρέασε το αποτέλεσμα ακόμα καλύτερα, γιατί είναι η δική μας αλήθεια.
