Jeff Beck: Κάτι παραπάνω από θρύλος
Μια βακτηριακή μηνιγγίτιδα ήταν αυτή που τερμάτισε το νήμα της ζωής του Jeff Beck στις 10 Ιανουαρίου 2023. Παρόλα αυτά, η παρουσία του θα είναι πάντα αισθητή μέσα από την τεράστια μουσική του κληρονομία. Στη διάρκεια μιας καριέρας που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εξερεύνησε πολλά στυλ, blues, jazz, rock & roll, hard rock κλπ..
Ήταν γνωστός για την επιδέξια χρήση ορισμένων εφέ (overdrive, wah-wah και modulation), την αριστοτεχνική χρήση του τρέμολο της κιθάρας και την ικανότητά του με τεχνικές, όπως το slide, τα bends και φυσικά τα volume swells. Ως εξαιρετικά ταλαντούχος και τεχνικός παίκτης, ανέπτυξε ένα στυλ με έντονο το στοιχείο του λυρισμού.
Αν και χρησιμοποίησε διάφορους τύπους κιθαρών ανά τα χρόνια, ήταν “πιστός” στη Fender Stratocaster του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σχεδίασαν το πρώτο signature μοντέλο του, το οποίο βγήκε στην αγορά το 1991. Έκτοτε ακολούθησαν αρκετά μοντέλα τα οποία έφεραν την υπογραφή του.
24/06/1944 | Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ JEFF BECK, H ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΚΙΘΑΡΑ ΚΑΙ Η STRATOCASTER
Ο Jeff Beck γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1944 από τον Arnold και την Ethel Beck στο Λονδίνο. Η οικογένεια ζούσε στην οδό 206 Demesne Road, Wallington, περίπου 10 μίλια νότια του Λονδίνου. Είχε μια αδελφή, την Annetta, που ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του.
H μουσική ήταν ένα μεγάλο χαρακτηριστικό του σπιτιού τους. Η Ethel έπαιζε πιάνο. «Η μαμά μου έπαιζε υπέροχα», θυμάται ο κιθαρίστας. H πρώτη του επαφή όμως με έγχορδο ήταν από τους γείτονες του, στην ηλικία των έξι ετών. «Οι γείτονες μας είχαν zither και αυτό ήταν το πρώτο έγχορδο όργανο που άγγιξα ποτέ μου», αποκάλυψε ο Jeff Beck στο Guitarist το 2009.
Λίγο αργότερα, σε ηλικία μόλις έξι ετών, άκουσε για πρώτη του φορά την ηλεκτρική κιθάρα. Το 1951 έπαιζε στο ραδιόφωνο το “How High the Moon” των Les Paul και Mary Ford. Οι κιθάρες του Paul, με slapback το echo, γοήτευσαν ακαριαία τον μικρό Jeff. «Τι είναι αυτός ο ήχος;» ρώτησε τη μητέρα του, η οποία του απάντησε ότι ήταν μία ηλεκτρική κιθάρα. Από εκείνο το σημείο και μετά, όλα άλλαξαν για αυτόν.
Με τη βοήθεια ενός θείου του δοκίμασε να παίξει βιολί, αλλά οι προσπάθειές του δεν ήταν αποτελεσματικές. «Ακουγόταν τόσο κακό που με άλλαξε στο τσέλο, το οποίο είναι ένα όργανο που αγαπώ μέχρι και σήμερα», αφηγείται ο Jeff Beck.
H πρώτη του επαφή με κιθάρα ήρθε στην ηλικία των 12 ή 13 ετών, το 1956 ή το 1957. «Ήμουν στο σπίτι ενός φίλου που ήταν ελαφρώς κακομαθημένος. Είχε ένα πικάπ, ένα μαγνητόφωνο, μια κιθάρα – όλα τα παιχνίδια. Η κιθάρα ήταν παρατημένη και τις έλειπαν πολλές χορδές. Άρχισα να παίζω μαζί της και με ρώτησε αν θα ήθελα να τη δανειστώ. Φυσικά, δέχτηκα αμέσως.
Θυμάμαι να τη μεταφέρω στο σπίτι μέσα στη βροχή και να βγάζω το παλτό κα να την τυλίγω για να την προστατέψω.» Όμως ένα πρόβλημα παρέμενε. Ο Jeff Beck δεν είχε ούτε χορδές για να αντικαταστήσει τις κομμένες, ούτε και πρόσβαση για να βρει. Οπότε, τις αντικατέστησε με μια γραμμή ελέγχου από ένα μηχανοκίνητο μοντέλο αεροπλάνου, «αυτό που έκανε το αεροπλάνο να πετάει κυκλικά».
Ενώ οι γονείς του προσπαθούσαν να κατευθύνουν τα ενδιαφέροντα του γιου τους προς τον Andrés Segovia και τον Django Reinhardt, ο Jeff Beck, όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του, άρχισε να έλκεται από το αναδυόμενο ρεύμα του rock & roll. Αλλά ήταν η κωμική μουσική ταινία του 1957 “The Girl Can‘t Help It” που του έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση. Στην ταινία εμφανίστηκαν οι Little Richard, Eddie Cochran, Fats Domino και οι Platters. Η εκτέλεση της επιτυχίας “Be-Bop-a-Lula” από τον Gene Vincent και τους Blue Caps επηρέασε βαθύτερα τον Beck. Ειδικότερα, τον εντυπωσίασε το παίξιμο του κιθαρίστα του Vincent, Cliff Gallup.
Ενώ ο Gallup επηρέασε το ενδιαφέρον του για την κιθάρα, ο Buddy Holly τον βοήθησε να βάλει στόχο να αποκτήσει μια Fender Stratocaster. Οι Fenders δεν ήταν διαθέσιμες στην Αγγλία και ο Beck δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να αποκτήσει μία. Έτσι, επιστράτευσε τον γείτονά του, τον Jack, για να του φτιάξει ένα αντίγραφο της Strat για πέντε λίρες. Προφανώς το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά καλό ήταν.
Δεν είχε ακόμη πληρώσει τον Τζακ όταν έδωσε την πρώτη του συναυλία σε ένα τοπικό κλαμπ. Η εμφάνισή του πήγε καλά και μάλιστα έγινε θετική αναφορά στην τοπική εφημερίδα. Όμως ο Τζακ ήταν στο κοινό και ήταν θυμωμένος για τα χρήματα που του χρωστούσε. «Με έκανε εντελώς ρεζίλι λέγοντας σε όλους ότι δεν τον είχα πληρώσει», θυμάται ο Jeff Beck. «Γύρισε και είπε σε όλους: “Θα σας πω τα πάντα για τον φίλο σας τον Jeff. Μου χρωστάει πέντε λίρες, ο παλιοτσιγκούνης!“. Σκέφτηκα, “Σωστά, γι’ αυτό δεν θα πάρεις τα λεφτά!”».
Η αληθινή του επιθυμία ήταν να καταφέρει να βρει μια θέση σε μια μπάντα. Οι Deltones ήταν μια ημι-επαγγελματική τοπική μπάντα διασκευών, με μέλη γύρω στα 20 έτη, λίγο μεγαλύτερους από τον Beck. Του άρεσε ο ήχος τους και γνώριζε τον κιθαρίστα τους Ian Duncombe, ο οποίος, όπως και ο Beck, ήταν μαθητής του Cliff Gallup. Ο Beck άρχισε να παρακολουθεί τις πρόβες και, όταν ο Duncombe ανακοίνωσε ότι αποχωρεί, ζήτησε να πάρει τη θέση του.
O Beck κέρδισε την οντισιόν, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό γι’ αυτόν. Επέμεινε να τον συνοδεύσει ο μακροχρόνιος φίλος του John Owen στη ρυθμική κιθάρα. Είτε λόγω του ταλέντου του Beck είτε λόγω της έλλειψης επιλογών των Deltones, εκείνοι αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν μαζί του. Ο Owen είχε μια λευκή Fender Telecaster και ο Beck κατάφερε να τον πείσει να την ανταλλάξουν, καθώς η Tele θα ήταν καταλληλότερη ως lead. Ωστόσο, μετά από λίγο ο Owen ζήτησε πίσω την κιθάρα του και ο Jeff βρέθηκε πάλι να αναζητά νέα κιθάρα.
Με τις κιθάρες Fender να είναι πλέον διαθέσιμες στην Αγγλία, έβαλε στόχο να αποκτήσει μία. «Εγώ και ένας φίλος πήραμε ένα τρένο και ένα λεωφορείο για το Λονδίνο από το Croydon και πήγαμε να δούμε κιθάρες», θυμάται ο Beck. Μετά από λίγο μπήκαν σε ένα μαγαζί και ο Beck ζήτησε να δοκιμάσει μία Fender Stratocaster.
Αποφασισμένος να αποκτήσει μια Strat για τον εαυτό του, ο Beck έκανε έκκληση στη μητέρα του για τις 147 λίρες που απαιτούνταν. Εκείνη συμφώνησε να πληρώσει προκαταβολή, επιτρέποντάς του να πάρει το όργανο με πίστωση. O Jeff Beck, ο οποίος είχε πλέον χρεωθεί δεόντως, εγκατέλειψε τη σχολή καλών τεχνών για να γίνει μουσικός πλήρους απασχόλησης.
31/10/1966 | Η ΑΠΟΛΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ YARDBIRDS
Ο Jeff Beck είναι η τέλεια επιλογή για την αντικατάσταση του Eric Clapton, ενός άλλου «θεού» της κιθάρας. Η θητεία του στη μπάντα έγινε αφετηρία για ένα διαφορετικό ύφος με το οποίο οι Yardbirds αγκάλιασαν την ψυχεδελική τους πλευρά και δημιούργησαν επιτυχίες περισσότερες από όσες μπορεί να φανταστεί κανείς. Ωστόσο, ο Jeff Beck δεν ήταν πλήρως ικανοποιημένος και όλα ξετυλίχτηκαν όταν πήγαν στις Η.Π.Α.
«Ο Jeff Beck ήταν μια σπουδαία προσθήκη στη μπάντα μετά την αποχώρηση του Eric και ήταν κυρίως αυτός που ήταν υπεύθυνος για να μεταφέρει αυτές τις blues ιδέες σε έναν διαφορετικό κόσμο. O Jeff ήταν ένας αρκετά άγριος χαρακτήρας, πολύ νευρικός και απρόβλεπτος. Όταν δούλευες μαζί του ήταν υπέροχα, αλλά μπορούσε να είναι πολύ δύσκολα», περιγράφει ο Jim McCarty στο Something Else! Sitdown.
Ο Beck με τους Yardbirds θα ηχογραφούσε μόλις ένα στούντιο άλμπουμ – το “Roger the Engineer”, που κυκλοφόρησε στις 15 Ιουλίου 1966. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις Top 40 επιτυχίες των Yardbirds ήταν από την εποχή του Jeff Beck. Αυτό, αναμφίβολα, οδήγησε στην εμφάνισή τους στις ημερομηνίες-πακέτο που χρηματοδοτούσε ο Clark με συγκροτήματα που είχαν ως επίκεντρο την ποπ.
Στις ΗΠΑ, οι Yardbirds εξακολουθούσαν να θεωρούνται ποπ συγκρότημα. Πολλοί τους παρομοίαζαν με τους Beatles. Αυτό το στερεότυπο δεν άρεσε καθόλου στον Beck, του οποίου ο κύριος στόχος ήταν να δημιουργήσει τον πιο περίεργο ήχο που μπορούσε. Απόλυτος στόχος, να εδραιώσει την ιδέα της υπεροχής των Yardbirds.
«Είχαμε συμβόλαιο για να κάνουμε μια περιοδεία που σήμαινε ότι θα παίζαμε περίπου 30 νύχτες στη σειρά. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις ίσως δίναμε περισσότερες από μία συναυλίες τη νύχτα. Θα ταξιδεύαμε σε ένα λεωφορείο με όλα τα άλλα συγκροτήματα και όλο αυτό το σκηνικό δεν άρεσε ιδιαίτερα στον Jeff. Μετά την πρώτη συναυλία εξαφανίστηκε.
Έπειτα από μια σειρά από διαφωνίες, η μπάντα αποφάσισε ότι η καριέρα του Beck είχε τελειώσει. Έτσι, στα τέλη του Νοεμβρίου βγήκε και η επίσημη ανακοίνωση από το συγκρότημα για να επιβεβαιώσει ότι ο Jeff Beck δεν είναι πλέον μέλος των Yardbirds.», θυμάται ο Jim McCarty. Το 2018, ο κιθαρίστας παραδέχτηκε ότι ένιωθε “χαμένος” μετά τους Yardbirds.
«Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι φεύγοντας από το συγκρότημα δεν ήξερα πού θα πήγαινα», θυμάται ο Jeff Beck. Αλλά ποτέ δεν φανταζόταν τον εαυτό του να τους παίρνει τηλέφωνο και να ζητήσει να επιστρέψει. «Όταν σε κλωτσάνε τόσο δυνατά, αφυπνίζεσαι και συνειδητοποιείς ότι πρέπει να σηκωθείς και να κάνεις κάτι».
Τότε ήταν που μια νέα αχτίδα φωτός έλαμψε μπροστά στον Jeff Beck, κατά την ξαφνική συνάντησή του με τον Rod Stewart. Οι δυο τους συναντήθηκαν σε ένα μπαρ και συζήτησαν για τις ατυχίες τους, καθώς ο Stewart είχε επίσης πρόσφατα απολυθεί από τους Steampacket. Την επόμενη μέρα πέρασαν την ώρα τους στο μουσείο επιστημών και μίλησαν για την πιθανότητα δημιουργίας ενός συγκροτήματος. Το αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου ήταν το Jeff Beck Group.
29/07/1969 | THE JEFF BECK GROUP: TRUTH
Στις 29 Ιουλίου του 1968, ο Jeff Beck, μαζί με έναν τραγουδιστή, έναν μελλοντικό Rolling Stone και έναν ντράμερ με πολύ θράσος, κυκλοφόρησαν το “Truth”. Ένα άλμπουμ ξέφρενης ομορφιάς και μια απόδειξη των ικανοτήτων του 24χρονου κιθαρίστα που, μέσα σε 10 κομμάτια έπαιξε από μπλουζ μέχρι και λίγο heavy-metal.
Με το “Truth”, που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν από το ντεμπούτο των Led Zeppelin, ο Jeff Beck, ο τραγουδιστής Rod Stewart, ο μπασίστας Ronnie Wood και ο ντράμερ Mickey Waller έφτιαξαν ένα άλμπουμ που θα γινόταν η Βίβλος για κάθε hard rock κιθαρίστα.
Ο Beck έχει ήδη καθιερωθεί ως ένας κιθαρίστας υψηλού επιπέδου, κυρίως με τη δουλειά του στους Yardbirds. Ο παραγωγός/μάνατζερ Mickie Most, σκεπτόμενος να εκμεταλλευτεί την αναγνωρισιμότητα του κιθαρίστα, συνέλαβε την ιδέα να μετατρέψει τον Beck σε είδωλο. Ξεχνούσε όμως ότι ο Beck ήταν πρωτίστως κιθαρίστας και τον «έδεσε» με μια σειρά από τραγούδια που δεν επικεντρώνονταν τόσο στην κιθάρα.
Το 1968 ο Beck ηχογράφησε μια ακόμα επιλογή του Most, μια ορχηστρική εκδοχή της μπαλάντας “Love Is Blue”. Πλέον, όμως, ήταν ολοφάνερο ότι είχε βαρεθεί. Ενώ ετοιμαζόταν να ηχογραφήσει αυτό το single, είχε ήδη κάνει κινήσεις προς τη δημιουργία του δικού του γκρουπ, όπως και δύο άλλοι πρώην κιθαρίστες των Yardbirds.
«Ήταν αλλιώς τότε. Κάθε μουσικός γύρω από το Λονδίνο ήξερε πάντα τι έκανε ο άλλος. Όλα τα γκρουπ συνήθιζαν να έρχονται και να βλέπουν ο ένας τον άλλον να παίζει, και αυτό ήταν πραγματικά ωραίο. Φαινόταν ότι υπήρχε ένας σκοπός. Ήταν σαν ένας διαγωνισμός: “Αυτοί έκαναν αυτό, οπότε θα πρέπει να τους ξεπεράσουμε εμείς”. Ήταν πολύ διασκεδαστικό, υπήρχε ένας ωραίος, καυτός ανταγωνισμός. Μου άρεσε πολύ η σκηνή τότε», θυμάται ο Jeff Beck.
«Έπρεπε να βρω πρώτα έναν τραγουδιστή, αν και δεν μπορούσα να σκεφτώ ποιον να πάρω. Πάντα μου άρεσε ο Rod Stewart, από τα μαλλιά του μέχρι τη φωνή του. Τα μαλλιά του δεν ήταν όπως είναι τώρα, ήταν κάπως σγουρά στο πίσω μέρος. Ήταν σαν ένα κομμάτι χυτευμένο fiberglass– έμοιαζε σαν να είχε βάλει κράνος, ήταν τόσο άσχημο. Και του είπα: “Rod, σε παρακαλώ, ξεφορτώσου αυτό το χτένισμα!”.
Ήταν χωρίς μπάντα εκείνη την εποχή. Σύχναζε σε ένα κλαμπ στο Λονδίνο που λεγόταν The Cromwellian. Τον ρώτησα αν ήθελε δουλειά και νομίζοντας ότι είμαι μεθυσμένος μου είπε: “Ναι, αλλά δεν σε πιστεύω. Τηλεφώνησέ μου αύριο”. Και ήμουν πιο νηφάλιος από ποτέ εκείνο το βράδυ. Και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είπε ναι, γιατί νόμιζα ότι ήταν σνομπ», συνέχισε ο Beck.
Με έναν τραγουδιστή στο πλευρό του, ο Beck ξεκίνησε τότε να ψάχνει για μπασίστα. Ο Ronnie Wood συνεχίζει την ιστορία: «Ήξερα τον Jeff, αλλά δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να πάω και να τον παρακολουθήσω από κοντά. Είχα ακούσει μόνο μικρά κομμάτια του, όταν έπαιζε με μια μπάντα που λεγόταν The Tridents, η προ-Yardbirds μπάντα του Beck».
Μετά τη σχετική ευκολία με την οποία βρέθηκαν τα δύο πρώτα μέλη της μπάντας, η εύρεση ντράμερ αποδείχθηκε εφιάλτης. Ο Beck πρώτα μίλησε με τον Ray Cook, που είχαν συνυπάρξει και στους Tridents. Έπειτα με τον Viv Prince των Pretty Things, τον πρώην ντράμερ του John Mayall, Mickey Waller, τον Rod Coombes και τον Aynsley Dunbar. Παρόλο που ο τελευταίος πήρε αρχικά το χρίσμα, κατέληξε σε πανωλεθρία.
«Έπαιξα με τον Jeff Beck για τέσσερις μήνες και φίλε, ήταν άσχημα», διηγείται ο Dunbar. «Η κιθάρα ήταν τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα. Δεν είχα κανένα μικρόφωνο στα τύμπανα μου, δεν είχαμε ούτε μόνιτορ. Προσπαθείς να παίξεις κάτι ωραίο και διακριτικό και έχεις ενισχυτές 100 watts να σε ξεκουφαίνουν. Κάθε μικρή λεπτότητα εξαφανιζόταν. Ποτέ δεν είχε την αίσθηση ότι ήμασταν μπάντα, ήταν πάντα ο Jeff Beck και οι βοηθοί του».
Έτσι λοιπόν, η συμβίωση Aynsley Dunbar και Jeff Beck αποδείχθηκε βραχύβια. Τότε ο βιρτουόζος κιθαρίστας στράφηκε στην επιλογή του Mickey Waller. Ο Mickey, μαζί με τους υπόλοιπους, έδωσαν πολλές συναυλίες μέσα στους επόμενους μήνες, ωστόσο δεν τους ήταν αρκετό αυτό. Έτσι, το κουαρτέτο μπήκε στα Abbey Road Studios στις 14 Μαΐου 1968, για να ξεκινήσει την ηχογράφηση ενός άλμπουμ. Ο Mickie Most έδωσε το πράσινο φως για τις ηχογραφήσεις, αν και είχε ελάχιστη, αν όχι καθόλου, πίστη στο ότι η μπάντα θα έβγαζε ένα άλμπουμ με πραγματική αξία. Έτσι, πολλές φορές έλειπε από τις ηχογραφήσεις.
Ακόμη και η ίδια η εταιρεία, η Columbia Records, δεν έδειχνε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στο εγχείρημα. «Στο marketing της Columbia ήταν μπερδεμένοι. Μάλιστα κάποια στιγμή είπαν: “Πάντα ξέραμε ότι ο Beck θα τα κατάφερνε. Παρεμπιπτόντως, ποιος είναι ο τύπος στην κιθάρα;“. Ναι, είτε το πιστεύεις αυτό είτε όχι, το είπαν. Ακόμα έχω αυτά τα λόγια να ηχούν στα αυτιά μου», θυμόταν ο Beck χρόνια αργότερα.
Έτσι, με την αμφιβολία να πλανάται πάνω από την μπάντα, ξεκινούν δουλειά. «Ήταν μία από τις πρώτες ανεξάρτητες ηχογραφήσεις που επιτράπηκαν στο Abbey Road», θυμάται ο μηχανικός του “Truth”, Ken Scott, ο οποίος είχε ήδη δουλέψει με τους Beatles σε πολλά albums.
«Νομίζω ότι πρέπει να ήταν ο Mickie, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο κίνησε τα νήματα. Αλλά δεν υπήρχε κανένας παραγωγός εκεί– οποιαδήποτε αλληλεπίδραση συνέβαινε ήταν με τον Peter Grant (ο οποίος θα γινόταν μάνατζερ των Jeff Beck Group και των Led Zeppelin). Ήταν εκεί για όλη τη διάρκεια της ηχογράφησης και μετά ο Mickie απλά μπήκε για τη μίξη».
Με το άλμπουμ στα σκαριά, ο παραγωγός Mickie Most μίλησε με την Columbia για την ημερομηνία κυκλοφορίας. Όχι μόνο δεν είχαν κάποια ημερομηνία στον ορίζοντα, αλλά ήταν απρόθυμοι ακόμη και να ορίσουν μία. Έτσι ο Beck βρέθηκε να έχει ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να εκτοξεύσει το συγκρότημά του, όμως, η κυκλοφορία του παρέμενε εξαιρετικά μετέωρη. Και εκείνος ήταν εξόριστος σε μια κολασμένη εκκρεμότητα. Τελικά, ο Peter Grant μπήκε στη μέση και άρχισε να αναιρεί τα λάθη του Mickie.
Η πρώτη κίνηση του Grant ήταν να προγραμματίσει περιοδεία στις ΗΠΑ για μερικές συναυλίες. Αυτή του η απόφαση, όσο παράδοξη και αν έμοιαζε αρχικά, αποδείχθηκε καθοριστική. Το αμερικανικό κοινό έμεινε έκπληκτο από αυτά που είδε και άκουσε στις συναυλίες του Jeff Beck Group. Το συγκρότημα είχε βρει χρυσό.
Την επόμενη μέρα οι New York Times έγραψαν μια εκπληκτική κριτική και ο Grant συνειδητοποίησε ότι καθόταν πάνω σε ένα βαρέλι με πυρίτιδα και το φυτίλι είχε μόλις ανάψει. Αμέσως, έστειλε την κριτική στην Epic Records, η οποία ανταποκρίθηκε και προσέφερε συμβόλαιο στην μπάντα. Το εκπληκτικό είναι ότι, δεδομένου ότι ο Beck μέχρι τότε δεν ήταν σταθερός στις επιλογές του, παρέμεινε στην ίδια εταιρεία σχεδόν μέχρι το τέλος της καριέρας του. Στην πραγματικότητα, είναι ο μακροβιότερος καλλιτέχνης της εταιρείας.
Η εταιρεία, θέλοντας απεγνωσμένα να επωφεληθεί από τη θριαμβευτική περιοδεία του Jeff Beck Group στις ΗΠΑ, επιτάχυνε την αρχική ημερομηνία κυκλοφορίας του άλμπουμ εκεί. Το “Truth” κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ στις 29 Ιουλίου. Χρειάστηκε να φτάσει η 4η Οκτωβρίου ώστε να κυκλοφορήσει και στην Ευρώπη! Έφτασε στο Νο. 15 του αμερικανικού chart – μια πραγματική νίκη για ένα ουσιαστικά άγνωστο ροκ συγκρότημα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο δίσκος δεν μπήκε καν στα charts.
Καθώς πραγματοποιήσαμε μία αναδρομή στα πρώτα χρόνια της ζωής του Jeff Beck, γίνεται φανερό γιατί η υπόλοιπη πορεία του άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στη μουσική ιστορία. Η ικανότητά του να συνδυάζει άψογα διάφορα στυλ, από μπλουζ και ροκ μέχρι τζαζ και όχι μόνο, ανέδειξε μια δεινότητα που γοήτευσε το κοινό σε όλο τον κόσμο. Ο τολμηρός πειραματισμός του, σε συνδυασμό με τη βαθιά κατανόηση του οργάνου του, εδραίωσε τη θέση του ως ένας από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών. Ο απόηχος του πρωτοποριακού του έργου θα συνεχίσει να αντηχεί μέσα στις γενιές, εμπνέοντας αμέτρητους μουσικούς να διευρύνουν τα όρια του εφικτού. Όπως έκανε και ο ίδιος ο Jeff Beck.